You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ:  Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,  «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ, ΕΡΩΣ ΗΡΩΣ». Διδασκαλία ερμηνείας, σκηνοθεσία: Δήμος Αβδελιώδης

Ανθούλα Δανιήλ:  Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,  «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ, ΕΡΩΣ ΗΡΩΣ». Διδασκαλία ερμηνείας, σκηνοθεσία: Δήμος Αβδελιώδης

                      Από 13/2 έως 22/2/2021

 

Με τα δυο αυτά έργα του αγαπημένου όλων των γενεών, του μαγικού και ποιητικότατου διηγηματογράφου μας Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο Δήμος Αβδελιώδης μας έβγαλε από την αδράνεια του εγκλεισμού και, χωρίς να μας  μετακινήσει από την πολυθρόνα μας, για να πάμε στο θέατρο, έφερε το θέατρο μέσα στο σαλόνι μας, με τη μέθοδο  stream.ticketservices.gr. Ανάγκα και θεαταί πείθονται.

Εμείς και ο υπολογιστπής μας τετ α τετ και εμείς και ο Παπαδιαμάντης, φας αν φας. Να τον βλέπουμε και να ακούμε τον λαχανιασμένο λόγο του λέξη –λέξη, να βγαίνει στο φως από τον οιονεί απόγονό του, το σημερινό ηθοποιό και ειδικά για την παρούσα περίσταση τον εξαιρετικό Θεμιστοκλή Καρποδίκη, που για κάποια στιγμή θεώρησα ότι ήτνα ο ίδιος ο ήρωας ή ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης.

Για τους θεατές που έχουν παρακολουθήσει παραστάσεις του Δήμου Αβδελιώδη,  η λιτότητα της σκηνοθεσίας και ο τρόπος εκφοράς του λόγου δεν είναι έκπληξη. Ο Αβδελιώδης τονίζει με έμφαση την κάθε λέξη και αναδεικνύει το ιδιαίτερο φορτίο της, φέρνοντας με αυτόν τον τρόπο στην επιφάνεια τα ενδότερα της ψυχής, τις ενδόμυχες σκέψεις και τα βαθιά κρυμμένα συναισθήματα.

Τα δύο επιλεγέντα διηγήματα έχουν με τον τρόπο τους μία αναλογία.

Στο πρώτο, «Όνειρο στο κύμα» (αναπτύσσεται σε εφτά ενότητες), Ένας ώριμος στην ηλικία αφηγητής ανακεφαλαιώνει τη ζωή του. Δικηγόρος  κοντά στον μεγαλοδικηγόρο ευεργέτη του, ζει την πληκτική ζωή της πόλης και αναπολεί την εφηβική του αθωότητα, όταν  βοσκός στα όρη έβοσκε τις κατσίκες της Μονής του Ευαγγελισμού. Λιτός και αυτάρκης, αισθανόταν ιδιοκτήτης όλης της  ευδαιμονικής φύσης που απλωνόταν γύρω του,  βουνά και θάλασσα, όταν στον επίγειο παράδεισό του εμφανίστηκε ο πειρασμός με τη μορφή ενός κοριτσιού που κατά σύμπτωση έχει το όνομα της αγαπημένης του αίγας: Μοσχούλα. Ανάμεσα στα δυο αθώα πλάσματα υποδηλώνεται ότι  αναπτύσσεται, χωρίς να το συνειδητοποιούν,  μια   έλξη που η μόνη της έκφραση είναι ένας τυπικός, περιπτωσιακός, φαινομενικά, διάλογος. 

Μια νύχτα, που ο νεαρός  βόσκει κοντά στην επικράτεια της Μοσχούλας τις αίγες του, αποφασίζει να απολαύσει το νυχτερινό του μπάνιο στη θάλασσα. Την ίδια ιδέα έχει όμως και η Μοσχούλα η οποία, αγνοώντας την παρουσία του νεαρού βοσκού, μπαίνει γυμνή στη θάλασσα και προσφέρει στο βοσκό, εν αγνοία της, το θείο θέαμα του κάλλους της. Ο νεαρός, που δεν έχει τρόπο να απομακρυνθεί χωρίς να γίνει αντιληπτός, και φοβούμενος μήπως την τρομάξει ή παρεξηγηθεί η παρουσία του εκεί, μένει κρυμμένος, περιμένοντας να περάσει η ώρα και να φύγει πρώτη η Μοσχούλα. Το πράγμα όμως μπερδεύεται όταν βελάζει η αίγα του και κινδυνεύει να πνιγεί από το σκοινί που την είχε δέσει για να μη χαθεί. Η μικρή κολυμβήτρια τρομάζει και κινδυνεύει να πνιγεί. Καμιά άλλη σωτηρία δεν φαίνεται παρά του νεαρού βοσκού που πέφτει στη θάλασσα και την σώζει. Κι αυτό είναι το «όνειρο στο κύμα» που κράτησε για λίγα λεπτά στα χέρια του.

Με ένα μεγάλο αφηγηματικό άλμα στο χρόνο ο αφηγητής επανέρχεται στο παρόν και στην θλιβερή ζωή της πόλης, με τον  απολεσθέντα παράδεισό της εφηβικής του αθωότητας και ευτυχίας, η οποία ήταν η συνισταμένη των τριών συνιστωσών, του τόπου (βράχια, ουρανός και θαλασσα), του χρόνου («Ήμην ωραίος έςφηβος») και των συνθηκών («και δεν ήξευρα ακόμη άλφα»). Για μάθει το «άλφα» αλλά και το «ωμέγα» μαθητεύει πλάι στον γηραιό πατέρα Σισώη που «ήτο μοναχός και διάκονος», «ηγάπησε μίαν  Τουρκοπούλαν», «την έκλεψε, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη», έγινε «διδάσκαλος» – ο Σωτηράκης ο δάσκαλος- «εξασφάλισε την οικογένειά του, ενθυμήθη την παλαιάν υποχρέωσίν του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα…εγκαταβίωσε εν μετανοία…έκλαυσε το αμάρτημά του…και λέγουν ότι εσώθη». 

 

Στο δεύτερο κείμενο –«Έρως-Ήρως»- συμβαίνει κάτι, κάπως, παρόμοιο.

O καπετάν Κωνσταντής ο Σιγουράντσας… Μικρός-μικρός, από τότε που εγύριζε ξυπόλυτος, μ’ ένα βρακί αιωνίως ανασηκωμένον ως τα γόνατα, μ’ ένα υποκάμισον έως τους αγκώνας ανασκουμπωμένον, κρατών μικρόν γάντζον με καλαμιάν» κατάφερε κάποτε να το κάνει γάντζο και με αυτόν «εγύριζε … από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν, θαλασσωμένος μέχρι μηρών και βουβώνων, κυνηγών τα οχταπόδια, εβγάζων κοχύλια και σκουλήκια διά δολώματα, πηγαίνων ως μούτσος με όλες τες βάρκες και τες ψαροπούλες, από τότε είχεν αρχίσει να πιάνη λεπτά. Και εικοσαετής ήδη είχεν αποκτήσει την βάρκαν».

Αυτός ο άνθρωπος, που αγωνίστηκε από μικρό παιδί να γίνει καραβοκύρης και τα κατάφερε, θα μεταφέρει τη νύφη, τη μάνα της και τον γαμπρό απέναντι, εκεί που έχει ο γαμπρός σπίτια, κτήματα και υποστατικά, αφού τελειώσει το γαμήλιο γλέντι. Και ο μικρός ναύτης, ο βοηθός του, ο Γιωργής της Μπούρμπαινας, εκτελεί τις εντολές, μόνο που δεν κατάλαβε, ποια νύφη, ποιος γάμος, πότε έγινε.  «Ο νέος ευρίσκετο εν μιασυνειδησία».  Βραδυπορεί ο νους του, όπως και η γλώσσα του, να εκφράσει αυτό που έκανε την καρδιά του κομμάτιαˑ «ησθάνθη μέσα, βαθιά εις τα σωθικά του, σπαραγμόν απερίγραπτον»ˑ  «υπώπτευεν, ήξευρεν, ησθάνετο» ότι παντρεύουν την Αρχόντω, αυτήν που «την είχε γνωρίσει από μικρήν. Μαζί έπαιζαν Εκείνη με τες κούκλες της, με τα νινιά και με τα προικιά της. Αυτός με τα καραβάκια του, τ’ αρμίθια και τις απετουνιές του». Και τώρα πρέπει να την μεταφέρει με τη βάρκα και τη μάνα της και τον γαμπρό, που θα μπορούσε να είναι πατέρας της, απέναντι, «εις τα χωρία του γαμβρού, εις τα σπίτια του, εις τα νοικοκυριά του».  « Έβλεπε τον γαμβρόν και του εφαίνετο ως όρνεον, το οποίον είχεν έλθει από ξένον τόπον διά ν’ αρπάξη την περιστέραν, την τρυγόνα». «Του ήρχετο να συγχαρή την γραίαν διά τον γάμον της τάχα — προσποιούμενος ότι επίστευεν ότι αυτή ήτο η νύφη… διότι η ηλικία του γαμβρού εφαίνετο διά να είναι σχεδόν πατήρ της κόρης».

Και όλα έγιναν «περί το δεύτερο λάλημα του πετεινού», δεν χρειάστηκε το τρίτο για να καταρρακωθεί ο έρμος ο Γιωργής.

Ο Παπαδιαμάντης μάς ετοιμάζει για την κορύφωση σιγά σιγά. Και η μεγάλη πάλη έρχεται, όταν ο Γιωργής κωπηλατώντας σκηνοθετεί την ανατροπή της βάρκας, όπου όλοι θα πνιγούν ή δεν θα πνιγεί κανείς, αλλά  αυτός θα σώσει μόνο το Αρχοντώ και θα βγει στη στεριά με την κόρη και θα της υποδείξει μια σπηλιά, ν’ αλλάξει. Εκείνη θα τον κοιτάζει με απορία. Ν’ αλλάξει με τι; «Να στεγνώσης, θα σου φέρω εγώ φύλλα, απ’ όλα τα δένδρα του δάσους, αγάπη μου, να σκεπασθής”.

Έτσι παραδείσια σκέφτεται την εικόνα. Έτσι μέσα στον νου του καταργεί τον κόσμο όλο και μένει μόνος με την Αρχόντω στον Παράδεισο. Κι εκεί τελειώνει το θεατρικό έργο, όχι όμως και το διήγημα.

 

Τι πετυχαίνει με αυτό ο Αβδελιώδης; Πετυχαίνει να μας δείξει την εσωτερική πάλη του ανθρώπου που λαχταρά να αγγίξει τον παράδεισο. Στο πρώτο διήγημα το καταφέρνει για λίγα λεπτά, Όσο να μεταφέρει τη Μοσχούλα έξω. Στο δεύτερο ούτε καν, παρά μόνο μέσα στη σκέψη του. Ωστόσο, αυτό είναι και το μοναδικό γεγονός που κάνει την αλλιώς άχαρη ζωή του να έχει νόημα. Ο έρωτας έχει νόημα, ο ένας, ο εφηβικός, ο παράδεισος που χάνεται, αφού χάνεται η ευκαιρία να ζήσει. Την πρώτη φορά το τίμημα το πληρώνει η Μοσχούλα- κατσικούλα. Στο δεύτερο διήγημα όλα γίνονται μέσα στη σκέψη του γιατί, όπως λέει εξ αρχής ο συγγραφέας, για τον ήρωά του:  «Θα έλεγες ότι ανέπνεε προς τα έσω, ότι έζη μόνον ζωήν ενδόμυχον».

Έτσι, όσα βλέπουμε και ακούμε, από τον κάθιδρο ηθοποιό, δεν είναι παρά η ψυχική του πάλη. Όλα είναι λόγια του δημιουργού-θεού συγγραφέα του που, γνωρίζοντας τα πάντα, δανείζει την ψυχή του στον ήρωά του ή, αλλιώς, μπαίνει μέσα στη ψυχή του ήρωά του και μας μεταφέρει την αγωνία, τον θυμό, την ένταση, την απελπισία, τη λαχτάρα του.  

Ο νεαρός ηθοποιός, με το ντύσιμο, τα μαλλιά του και τα γένια, το ωραίο «ηλιοκαές» πρόσωπό του (στο ένα έργο) με την «ηλιοκαΐαν του (στο άλλο), «το ευλύγιστον και υψηλόν ανάστημά του» που το γύμναζε «ανά τους βράχους και τα βουνά», μας συγκινεί. Στον νου του σημερινού αναγνώστη/θεατή έρχεται η εικόνα του συγγραφέα, όπως την γνωρίζουμε από εκείνη τη μοναδική φωτογραφία που του Ζαχαρία Παπαντωνίου στη Δεξαμενή. Μα ήταν κι αυτός κάποτε νέος και το έχουμε ξεχάσει. Και όσο ο νεαρός ηθοποιός μιλάει και ιδρώνει και λαχταράει για τα όσα υποπτεύεται ο ήρωας χωρίς να θέλει να το παραδεχτεί, από το βλέμμα μας δεν ξεφεύγει η σκιά του σιωπηλού συγγραφέα πίσω του, σε ένα γραφείο, όπου ελάχιστα αλλάζει κάπως στάση ο “διακαμός” του . 

Και ο χρόνος μας δίνεται αντίστροφα.  Μπροστά μας έχουμε τη νιότη που είχε τότε και πίσω στη σκιά  την ωριμότητα που έχει τώρα, το τώρα της γραφής, το τώρα της παράστασης και το τώρα  που είναι ανοιχτό στο αεί μέλλον. Και καμία δράση έξω. Μόνο μέσα στην ψυχή.

Ο Αβδελιώδης έχει μελετήσει πολύ καλά το σκηνικό του για να συμπλέξει το αεί πάθος και, αν αυτή είναι μία παρηγοριά, να   κερδίζει τον χαμένο του χρόνο.

Κάτι που προκύπτει βεβαίως από τα παραπάνω, αλλά αξίζει να ξανατονιστεί είναι η λιτότητα των κινήσεων της παράστασης. Όλα εξαντλούνται στα μάτια και στο στόμα που μιλάει. Στις στάλες του ιδρώτα του ιδρώτα που λάμπουν και τρέχουν στο πρόσωπό του, όπως τρέχουν οι κακές σκέψεις μέσα στο κεφάλι του. Το σώμα είναι καθισμένο, κάπου κάπου ανασηκώνεται για λίγο αλλά ξανακάθεται. Η δράση είναι εσωτερική δυναμική και εκκωφαντική.

 

Συγκρίνοντας  τα δύο έργα παρατηρούμε:

Πάντα ένας γέρος βρίσκεται πλάι σε ένα φτωχό κορίτσι. Ο Κυρ-Μόσχος πλάι στη Μοσχούλα, ο γαμπρός πλάι στο Αρχοντώ, που της έμοιαζε για πατέρας.

Πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη ο ένας ήρωας, φτωχός βοηθός στη βάρκα του Σιγουράντζα ο άλλος.

Στα βράχια πλάι στη θάλασσα ο ένας, στη θάλασσα κι ο άλλος.

Παιδιά –αγόρια και κορίτσια-  ζουν στη φύση, στον παράδεισο παίζουν, κρυφοερωτεύονται και ονειρεύονται μέχρι τη στιγμή της ενηλικίωσης που σημαίνει και την έξοδο από τον παράδεισο. Γιατί μετά αρχίζει η ζωή του μόχθου και του αγώνα για την επιβίωση.

Ο μεγάλος μας διηγηματογράφος έκανε πολλές νύξεις σε προβλήματα ηθικά, κοινωνικά, οικονομικά, της καρδιάς και άλλα, για να μας πει με πόσο αγώνα και πόσες θυσίες φτιάχνονται οι περιουσίες, όταν ο Σιγουράντσας ή ο Κυρ-Μόσχος δεν έχουν καιρό για έρωτες. Κι όταν έρθει ο καιρός και δεν είναι νέοι πια, εξαγοράζουν με τη σιγουριά της περιουσίας και την ανάγκη της γηροκομίας το φτωχό νέο κορίτσι, παραβλέποντας αισθήματα και άλλα ηχηρά παρόμοια.  Σαν η Οικονομία, τελικά, να είναι το φίδι που έδειξε στους πρωτόπλαστους, ποιος ο Παράδεισος και ποια η Κόλαση. και μαζί της πια έρχεται και η ενηλικίωση.

 

«Η νεότητα, που έχει πάντοτε τα πιο λίγα, κατά βάθος, έχει τα πιο πολλά. Μόνο που δεν το ξέρει»,

λέει ο Οδυσσέας Ελύτης (Ανοιχτά Χαρτιά,  «Το Χρονικό μιας Δεκαετίας», σελ. 236).

 

Ο Αβδελιώδης δεν μας δίνει τον Επίλογο των δύο αφηγημάτων. Ο Παπαδιαμάντης, Ναι, μας το δίνει. Σηκώνει τον πέπλο της μαγείας για να δούμε την αλήθεια που γέρασε. Ο Αβδελιώδης όμως μας αφήνει στα κύματα να πλέουμε με τη βάρκα του Σιγουράντσα  με το όνειρο και τον  έρωτα- ήρωα αγχωμένο… σαν να μην έχουν τέλος «τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου». 

Η Θάλασσα του Κλωντ Ντεμπισύ τονίζει μουσικά το όνειρο το μαγικό, το απαίσιο και δραματικό, που έβλεπε ο Γιωργής με ανοιχτά τα μάτια. 

Και δεν αναποδογυρίζει, τελικά,τη βάρκα, Αναποδογυρίζει  όμως ο  ηθοποιός το τραπέζι και ξεπετιέται πίσω του κι ο συγγραφέας σαν να φωνάζει: εγώ είμαι αυτός!

Από τους συντελεστές αυτής της θαυμάσιας μέσα στη λιτότητα των μέσων της παράστασης, ο Γιαν Κολόι και η Αλεξία Φωτιάδου βοήθησαν στη σκηνοθεσία, ο Παναγιώτης Μανίκας στο σκηνικό, και για όλα ο Δήμος Αβδελιώδης, οποίος έχει αναδείξει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο τις αρετές των επιφανών διηγηματογράφων και ποιητών μας, νεότερων και αρχαίων.

Παραβιάζοντας ελαφρώς τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη, θα λέγαμε πως τα έργα του Δήμου Αβδελιώδη είναι:

 

     Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα και το βάμμα του γλαυκού στα χείλη. ˑ

 

                                     

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.