You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Αριστοφάνους Βάτραχοι, στην Επίδαυρο. Σε μετάφραση Νίκου Παναγιωτόπουλου και σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη

Ανθούλα Δανιήλ: Αριστοφάνους Βάτραχοι, στην Επίδαυρο. Σε μετάφραση Νίκου Παναγιωτόπουλου και σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη

Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί·
*

Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους,

Όταν δεν φτάνουν  πια οι ζωντανοί που σου απομέναν

                                                                                         ( Γιώργος Σεφέρης)

 

 

Στα Λήναια του 405 π.Χ.,  αρχές Φεβρουαρίου, έξι μήνες απέμεναν για να τελειώσει ο ολέθριος Πελοποννησιακός Πόλεμος, ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους,  ένας πόλεμος που έφερε την πιο μεγάλη συμφορά, ηθική και υλική, σε όλη την Ελλάδα, που γκρέμισε τη Δημοκρατία,  που ανέτρεψε κάθε θεσμό, τάξη και νόμο, κατέστρεψε τη γη,  αλλοίωσε συμπεριφορές  και έφερε  στην επιφάνεια κάθε  βρωμιά της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Αιμορραγεί θανάσιμα η χρυσή Αθήνα του Περικλή, όταν παίζονται οι Βάτραχοι και βραβεύονται. Ήταν μία ευχάριστη στιγμή ανάμεσα σε μια μεγάλη νίκη στις Αργινούσες και μια μεγάλη ήττα στους Αιγός ποταμούς. Πριν προλάβουν να πουν Δόξα Σοι ο Θεός, λένε το Κύριε ελέησον, θα λέγαμε σήμερα, σαν να διαιωνίζεται η ελληνική κατάρα ή, όπως λέει ο Παναγιωτόπουλος «οι νεότεροι Έλληνες έχουμε θητεύσει σε μια θητεία ατέρμονη∙ γιατί, αντίθετα με τον χρόνο της ακμής, ο χρόνος της παρακμής είναι σχεδόν ατελείωτος».

Οι Βάτραχοι «μπορούν να νοηθούν ως η επιτομή μιας εξαιρετικά κρίσιμης στιγμής» γράφει στον εξαιρετικό του πρόλογο ο  Άγις Μαρίνης, Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών, στον επίσης εξαιρετικό τόμο των εκδόσεων Νεφέλη.

Η ιστορία έχει ως εξής. Το 404 π.Χ. η Αθήνα του χρυσού αιώνα του Περικλή και ως τόπος και ως πόλη και ως πολιτική και ως ηθική δύναμη τελειώνει. Η ήττα βάζει τη σφραγίδα της σαν ταφόπλακα. Ναοί και βωμοί γκρεμισμένοι, και θεός του θεάτρου ο Διόνυσος χωρίς στέγη. Πριν ένα χρόνο πέθανε ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής και ο Αισχύλος πριν από  πενήντα χρόνια. Δεν υπάρχει, πια, ο ποιητής που θα εμπνεύσει. Το θέατρο υφίσταται και αυτό τις επιπτώσεις της ήττας. Έτσι αποφασίζει ο Αριστοφάνης να κατεβάσει  στον Κάτω Κόσμο τον Διόνυσο, για να επιλέξει τον ποιητή που θα λειτουργήσει το θέατρο και πάλι και  θα αποκαταστήσει το χαμένο ήθος στην πόλη.

Το έργο μοιράζεται σε δύο επίπεδα.  Στον πάνω κόσμο,  το ζεύγος –ο θεός Διόνυσος και ο δούλος του ο Ξανθίας-  μέσα από μεταμφιέσεις,  ανατροπές και πολλά κωμικά επεισόδια, θα περάσουν από τα έλη που βρωμούν και οι βάτραχοι κοάζουν (μια πραγματικότητα της εποχής που αποκτά ένα δεύτερο επίπεδο, υποδηλωτικό των δυσκολιών της μύησης) θα φτάσουν στον Άδη.

Να τονίσουμε πόσες φορές, ο κατάφορτος, με τα μπαγκάζια δούλος, αναφέρεται στις Αργινούσες, διότι οι δούλοι που πολέμησαν εκεί απέκτησαν την ελευθερία τους. Δείγμα και αυτό της λειψανδρίας της Αθήνας. 

Στο  δεύτερο επίπεδο, στον Κάτω Κόσμο πλέον, όπου και το κρίσιμο σημείο του έργου, γίνεται ο διαγωνισμός ανάμεσα στους δύο ποιητές. Αισχύλο – Ευριπίδη, με το ζύγισμα των επιχειρημάτων του καθενός, της κρούσης- αντίκρουσης με στίχους.  Θα νικήσει ο Αισχύλος που έχει πολεμήσει στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα. Γιατί, τη δύσκολη ώρα για την Αθήνα, χρειάζεται ο ποιητής του ήθους, «το σταθερό ηθικό έρεισμα», γράφει ο Μαρίνης, και να, πώς ίσως, απαντάται η απορία μας γιατί στο επιτάφιο επίγραμμά  του αναφέρει μόνο το «Μαραθώνιον άλσος» και όχι τη δραματουργία του. Επίσης, το κοινό που παρακολουθεί είναι κοινό του Ευριπίδη, που πέθανε μόλις πέρυσι! Ο Αριστοφάνης είχε μανία με τον ποιητή, του οποίου σκηνές αναφέρει συχνά στις κωμωδίες του (όπως στους Αχαρνής, Ευριπίδη, Ευριπιδάκη, έβγα έξω… άνοιξέ μου, αν έχεις ανοίξει ποτέ σου σε άνθρωπο…) και αλλού, πράγμα που φαίνεται από τον  «πόθον» του Διονύσου (Αριστοφάνη) να τον αναστήσει.

Ο διαγωνισμός είναι, κάτι που συμβαίνει συχνά στον Αριστοφάνη (Δίκαιος και Άδικος Λόγος στις Νεφέλες, Λάμαχος και Δικαιόπολις  στους Αχαρνής), όπου αναμετρώνται δύο διαφορετικοί κόσμοι:  το μυθικό επίπεδο του Αισχύλου με το ρεαλιστικό του Ευριπίδη, οι μυθικοί ήρωες του πρώτου με τους καθημερινούς του δεύτερου, τα μακρόσυρτα, δυσνόητα χορικά από τη μια και οι νευρωτικές μονωδίες από την άλλη, τα Ελευσίνια μυστήρια, στα οποία συμμετείχε ο Αισχύλος και ο πατέρας του, και οι νέοι θεοί και η σοφιστική παιδεία του Ευριπίδη, η γεμάτη από νεόπλαστες λέξεις γλώσσα του Αισχύλου και ο καινοτόμος Ευριπίδης ο οποίος από τον Πρόλογο μας ενημερώνει για την υπόθεση, κάτι που μπορεί να κάνει εύκολη την προσπάθειά του να  συνταιριάξει τα αταίριαστα.

Κωμική σκηνή το «ληκύθιον απώλεσεν» (έχασε το λαδικό), το οποίο προξένησε πολύ κέφι στην ορχήστρα, με τους υποστηρικτές του Ευριπίδη,  αλλά και στο κοίλον με τους θεατές. Εν ολίγοις, η κωμωδία είναι μία ανεστραμμένη τραγωδία, η τραγικότερη κωμωδία του Αριστοφάνη, όπου γελάμε για να μην κλάψουμε. Η επιλογή του, άλλωστε, να γείρει η πλάστιγγα προς τον Αισχύλο, φανερώνει την ανάγκη στην οποία βρίσκεται η Αθήνα. Και, ας μην το ξεχνάμε, πρόκειται για την αρχαιότερη κριτική θεάτρου και την έχουμε μέσα σε θεατρικό έργο. Στα νεότερα χρόνια, συναντάμε παρόμοιο ζύγισμα στο ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη  «Μικρή Ασυμφωνία εις Άλφα μείζον», όπως ανακοίνωσε η ποιήτρια Τασούλα Καραγεωργίου στο πρόσφατο συνέδριο για τον Σεφέρη που διοργάνωσε ο ΣΦΑ Αργολίδας. Ο Καρυωτάκης θα ηττηθεί από τον «Κύριο Μαλακάση», σύμφωνα με το ποίημα και ο Ευριπίδης από τον Αισχύλο σύμφωνα με το έργο.

                                                       *

Για το έργο που διδάχτηκε  στην Επίδαυρο, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος μας έδωσε μια στρωτή, κατανοητή, νεοελληνική γλώσσα, τόνισε τα κωμικά στοιχεία, υπαινίχτηκε τα τραγικά. Το τι εισέπραξε το κοινό είναι μία άλλη υπόθεση πολύ μεγάλη και δύσκολο να απαντηθεί. Ωστόσο, γέλασε με τα αστεία και χειροκρότησε, μάλιστα θα λέγαμε  πως υπήρξε «κερκίδα», η οποία  κραύγαζε, σφύριζε και  ούρλιαζε, ποδοσφαιρικώ τω τρόπω, κατενθουσιασμένη. Ο Διόνυσος καλά τα κατάφερε ακόμα και με τους απροσδιόνυσους. Πάντως ο Παναγιωτόπουλος το τονίζει: «ανάμεσα στα κωμικά περιστατικά ένα αισχύλειο ρίγος οσιότητας και κατάνυξης διαπερνάει τους Βατράχους». Να πούμε βεβαίως, πως στα αρχαία χρόνια το θέατρο ήταν λαϊκό και το κοινό, όπως και το σημερινό και στο βαθμό που μπορούσε, έκανε τις απαραίτητες αναγωγές.  

Δεν μας παραπλάνησε ο μεταμφιεσμένος σε Ηρακλή Διόνυσος με τον κροκωτό χιτώνα και το ρόπαλο… Δεν κάνουν τα ράσα τον παπά, λέει ο λαός μας, και ο Διόνυσος δεν μπορεί να γίνει Ηρακλής παρά μόνο σαν καρικατούρα. Ο Ηρακλής πάλι, καταναλώνει σε τεράστιες ποσότητες φαγητά και δεν πληρώνει, αλλά το χρέος δεν παραγράφεται και κινδυνεύει με λιντσάρισμα. Όχι ο ίδιος, αλλά ο Διόνυσος με την μεταμόρφωσή του σε Ηρακλή, όχι ο Διόνυσος αλλά ο δούλος στον οποίο θα δώσει τη μορφή του Ηρακλή, ανάλογα με τα συν και πλην του ρόλου. Κι ο δούλος πάντα δούλος θα κουβαλάει τα βάρη και θα κλαίει τη μοίρα του.

Οι συντελεστές της παράστασης όλοι έκαναν το χρέος τους προς το είδος, τηρώντας τις υποδείξεις της σκηνοθέτιδας Αργυρώς Χιώνη, η οποία μετέφερε το δικό της πνεύμα στην Επίδαυρο και επεχείρησε να δώσει απάντηση στο ερώτημα ποιος ο ρόλος της ποίησης στον σημερινό  κόσμο, ή για να το πούμε με τα λόγια του Γερμανού ποιητή Χοέλντερλιν, ο οποίος είχε πριν από 200 χρόνια διατυπώσει την απορία: Wozu dichter in dürfτinger zeit,  φράση που ο Σεφέρης μεταφράζει: «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό». Ο Γιάννης Ρηγόπουλος, Δρ. στην Ιστορία της Τέχνης περιδιαβάζοντας στα ποικίλα μεταφράσματα, βρήκε την επίμαχη λέξη dürfτinger  ως καιρό «ένδειας», «απορίας», «μικροπρέπειας «πενιχρότητας», έλλειψης «ιεροφάνειας» και «θεοφάνειας». Τέτοιοι οι καιροί και τότε και τώρα.  Το έργο, λοιπόν, με εγκιβωτισμένη την τραγωδία στα σπλάχνα του, μας προσφέρει μία ευκαιρία να στοχαστούμε πάνω στα ανθρώπινα, τη συμφορά του πολέμου και τα δεινά που επιφέρει στη φύση, στον άνθρωπο, στις συνειδήσεις. 

Στον τόμο που εξέδωσε η Νεφέλη  υπάρχουν, εκτός από τη μετάφραση, τα κείμενα του Άγι Μαρίνη και του μεταφραστή καθώς και η παραστασιολογία από το 1956 και εξής. Δεν μπορούμε να μη σταθούμε στην παράσταση του Εθνικού θεάτρου (1956) με σκηνοθέτη τον Αλέξη Σολωμό και τον Χριστόφορο Νέζερ Διόνυσο. Στου Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν (Το 1966), με τον  Δημήτρη Χατζημάρκο Διόνυσο, τον Γιώργο Μοσχίδη Ευριπίδη και τον Γιώργο Λαζάνη Αισχύλο. στου Εθνικού Θεάτρου  (1973), με τον Στέλιο Βόκοβιτς Διόνυσο, Λυκούργο Καλλέργη Ευριπίδη και Βασίλη Κανάκη Αισχύλο. στου Ανοιχτού Θεάτρου του Γιώργου Μιχαηλίδη (1990), με Θύμιο  Καρακατσάνη Διόνυσο και  Μηνά Χατζησάββα Αισχύλο. στου Εθνικού Θεάτρου (1998), σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου με Γιάννη Μπέζο  Διόνυσο, Πέτρο Φιλιππίδη Ξανθία, Αλέξανδρο Μυλωνά Ευριπίδη και Νίκο Μπουσδούκο Αισχύλο. Στο τέλος, ο Ξανθίας φορτώνει όλα τα συμπράγκαλά του στον Ευριπίδη και ανεβάζει κρυφά κι εκείνον  στον Πάνω Κόσμο από την πίσω πόρτα του Άδη. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος είχε σχολιάσει ότι ευφυώς  έπραξε γιατί όλο το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο θέατρο στηρίζεται στον Ευριπίδη.   Είναι πολλές οι παραστάσεις και πολλές οι φωνές οι αγαπημένες που τώρα, οι περισσότερες, στον Άδη, όπως λέει ο Αριστοφάνης θα κρατούν ένα βιβλίο στο χέρι και θα διαβάζουν…

«Γελαστό λυγμό» χαρακτήρισε ο Άγις Μαρίνης το έργο  και «τρίκλωνο νήμα» – με «πολιτική δικαιοσύνη», «πολεμική αρετή» και «αυστηρή καλλιτεχνική δημιουργία»- ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Ο Δημήτρης Πικιώνης, τον οποίο επικαλείται ο Παναγιωτόπουλος  μας λέει ότι «η εποχή μας είναι τόσο φτωχιά, που είναι πρέπον να σκύψουμε και να μαζέψουμε και τα τελευταία ψιχουλάκια που πάνω σ’ αυτά ζει το Σχήμα». Και κλείνει το σημείωμά του με τη φράση: «Αυτό είναι από το 405 π.Χ. μέχρι σήμερα το νόημα των Βατράχων». 

Τελικά, όσοι τρέχουμε στην Επίδαυρο αυτή την ανάγκη ικανοποιούμε: να μαζέψουμε αυτά τα ψιχουλάκια  και να κρατήσουμε ζωντανό το Σχήμα.

 

                                                 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.