You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Νίκος Ψιλάκης, Η κραυγή των απόντων. Συναξάρι των αδόξων της Σιλεσίας, Εκδ. ΚΑΡΜΑΝΩΡ 2021

Ανθούλα Δανιήλ: Νίκος Ψιλάκης, Η κραυγή των απόντων. Συναξάρι των αδόξων της Σιλεσίας, Εκδ. ΚΑΡΜΑΝΩΡ 2021

Ο Νίκος Ψιλάκης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έχει γράψει λογοτεχνικά, ιστορικά και λαογραφικά βιβλία. Έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τα Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης, με το Βραβείο Νίκος Καζαντζάκης για την προσφορά του στα γράμματα κ.ά.

Όπως φαίνεται από το βιβλίο του με τον τίτλο Η κραυγή των απόντων και υπότιτλο «Συναξάρι των αδόξων της Σιλεσίας», αντλεί την έμπνευσή του από τα γεγονότα της ζωής. Όλα όσα γράφει είναι βιωμένα περιστατικά ή και παράπλευρης εμπειρίας, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος στις υποσημειώσεις του, συσσωρευμένα στο θησαυροφυλάκιο  της μνήμης. Ρυάκια αφηγηματικά που συρρέουν όλα αρμονικά στην κοίτη του   βιβλίου. Μιλάει για το «απροσδόκητο συναπάντημα δύο λαών και δύο πολιτισμών  στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου», του Πρώτου δηλαδή, γιατί ακολούθησε κι άλλος μεγάλος, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Το βιβλίο είναι χτισμένο με όλα της ζωής τα καλά και τα ανάποδα: πόλεμο και ειρήνη, φιλοξενία και αιχμαλωσία, χαρά και πένθος, μνήμη και λήθη, ιστορία και μύθο, και συνδετική ύλη τον Έρωτα.

 

Το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι αφηγήσεις -σαράντα συνολικά- εν είδει ημερολογίου, αρχίζουν από το 1909 και τελειώνουν το 1974, χωρίς όμως να ακολουθούν την χρονολογική ευθεία.  Κύριο πρόσωπο της ιστορίας και προσωπείο του συγγραφέα είναι  ο Φίλιππος Δαμιλάς. Την αφήγηση παραχωρεί στον Μύρωνα Παλλαδά  στα κεφάλαια 1, 6, 32, 33, 34, στον Ρόμπερτ Σμιθ στο 17, στην Μάρλις Μπάουερ στο 26, στον Γκύντερ Ζόμμερ στο 31, στην Πηνελόπη στο 36. Σε όλα τα άλλα ο Φίλιππος Δαμιλάς.   Αυτός είναι ο ήρωας και αυτού τον βίο και την πολιτεία πραγματεύεται ο Ψιλάκης.

Ο τόπος είναι η Κρήτη, η Αμερική πριν από τον πόλεμο, η Ελλάδα και πριν και μετά και η Γερμανία, το στρατόπεδο στη Σιλεσία, όπου κατέφθασε ολόκληρο το Τέταρτο Σώμα Στρατού, αφού φορτώθηκε στα γερμανικά τρένα∙ «έξι χιλιάδες στρατιώτες και κάμποσες εκατοντάδες χωροφύλακες», για να «φιλοξενηθούν» εκεί. Αιχμάλωτοι πολέμου είναι οι φιλοξενούμενοι στα 1916, ή αλλιώς εξόριστοι ή όμηροι  ή αθύρματα της μοίρας και υλικό για να λιπάνει τον τροχό της Ιστορίας αλλά και της άλλης της άγραφης ιστορίας που τώρα καταγράφεται.  Στις σελίδες της επίσημης αντιπαλεύουν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος που θέλει ουδετερότητα, λόγω συμπαράστασης στο γερμανικό σόι του και ο Βενιζέλος που θέλει πόλεμο, λόγω συμπαράστασης στους Αγγλογάλλους συμμάχους του.  Η Ελλάδα, επομένως, χωρίζεται στα δυο. Με τον βασιλιά η μία,  με τον Βενιζέλο η άλλη. Η αποστολή των Ελλήνων στρατιωτών στο Γκαίρλιτς έγινε για να αποδείξει η Ελλάδα ότι απέχει από τον πόλεμο και αυτή είναι η αιτία που βρίσκονται στο Γκάρλιτς της Σιλεσίας οι 6.000 στρατιώτες μας και ο Φίλιππος Δαμιλάς, ο αφηγητής μαζί τους. Όμως το 1917 ο Βασιλιάς θα εκθρονιστεί και η Ελλάδα θα μπει στον πόλεμο, επιτέλους, χωρίς τους 6.000 στρατιώτες που θα μείνουν εκεί όμηροι, αιχμάλωτοι, εξόριστοι για δυόμισι χρόνια.  

Το Γκαίρλιτς είναι μια μικρή πόλη, άδεια από ζωή. Οι άντρες λείπουν στον πόλεμο και ζωντανεύει μόνο όταν οι αιχμάλωτοι βγαίνουν με άδεια,.  Η ζωντάνια έχει πολλές χαραμάδες και ο έρωτας θα βρει τρόπο να τρυπώσει.

Το νήμα της αφήγησης αρχίζει να το ξετυλίγει ο Μύρωνας Παλλαδάς, φωτογράφος στην Κρήτη, τον Ιούνιο του 1973. Μας μιλάει για τον Φίλιππο Δαμιλά, φωτογράφο, πλάι στον οποίο διδάχτηκε την τέχνη της φωτογραφίας και του οποίου μας δίνει και σύντομο αλλά περιεκτικό βιογραφικό. Μετανάστης στην Αμερική, ο Φίλιππος, αρχικά, εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους μετά, αιχμάλωτος στο Γκαίρλιτς στη συνέχεια και η ουρά της συνέχειας είναι πολύ μακριά…

Στο επόμενο κεφάλαιο, τη σκυτάλη της αφήγησης παίρνει ο ίδιος Φίλιππος Δαμιλάς ή Δαμιλάκης. Αρχίζει από το 1909, όταν έβγαλε τα κρητικά ρούχα και φόρεσε τα φράγκικα, για να πάει στην Αμερική, με τα αναγκαία μόνο στη βαλίτσα του για το ταξίδι: τυρί, παξιμάδι, ελιές. και δυο θυμητάρια που του ’δωσε ο πατέρας του: «Το φυλαχτό το φορούσε ο παππούς σου όταν έμπαινε στη μάχη για να μην τον βρίσκουνε σφαίρες. Το μαχαίρι ήταν του αλλουνού παππού, από της μάνας σου τη γενιά. Άχρηστο είναι …μα να θυμάσαι… Αν βρεθείς σε κίνδυνο, μη θαρρέψεις και πεις πως τα φυλαχτά θα σε σώσουν».

Είναι η εποχή που η Ελλάδα αλλάζει, εκσυχρονίζεται, θα αποκτήσει και σινεμά, ήδη αλλάζει ρούχα και μεταναστεύει. «Η μέλλουσα μνήμη με προκαλούσε», λέει ο συγγραφέας και με το χρονικό ανακόλουθο σπάει την ευθεία εξιστόρηση και μας προετοιμάζει για τις τεθλασμένες διαδρομές όχι μόνο της αφήγησης αλλά της ψυχικής περιπέτειας. Στην Αμερική θα γνωρίσει τον Ρόμπερτ Σμιθ που έτυχε να ξέρει Γράμματα, αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή φιλοσοφία και έλεγε ότι για να καταλάβεις τον κόσμο πρέπει να ξέρεις τους Έλληνες και τους Ρωμαίους.  Οι εμπειρίες από την Αμερική είναι δείγμα της  θλιβερής ιστορίας της μετανάστευσης στην ξένη χώρα. Αυτά τότε, γιατί τώρα, στα 1973, βρίσκουμε τον Φίλιππο στην Κρήτη ξανά, καθισμένο στα σκαλοπάτια του φωτογραφείου με ένα πακέτο φωτογραφίες, τις οποίες κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό, σαν χαμένος κάπου στο χάος των αναμνήσεων. Οι φωτογραφίες αυτές είναι η μίζα για το μεγάλο φλας μπακ.  Τι είχε συμβεί; Μια μυστηριώδης γυναίκα, η Εβελίνα, είχε φέρει ένα φιλμ για εμφάνιση, όμως η δική της εμφάνιση ήταν που τάραξε τα υγρά φωτογραφικά υγρά στον σκοτεινό θάλαμο του φωτογραφείου από τα οποία αναδύθηκε η εικόνα πάνω στο φωτογραφικό χαρτί. Ποια ήταν και γιατί ο Φίλιππος αναστατώθηκε τόσο;  Τι εσήμαινε εκείνο το «Σε τούτον τον κόσμο τίποτα δεν μένει κρυφό»;

Στα κεφάλαια που θα ακολουθήσουν, ψηφίδα ψηφίδα, θα συμπληρωθεί η εικόνα, η εποχή, τα γεγονότα και «σαν να γεννιέται ο κόσμος», θα αναφανούν τα πρόσωπα «εκείνα που χώρισε η ζωή» και «θα ζωντανέψουν εκείνα που χώρισε ο θάνατος», θα φανούν κι άλλα που δεν γνώρισε και αγνοούσε ο ήρωας. Ένα ένα τα κεφάλαια θα δώσουν απάντηση στα παιχνίδια της ιστορίας, θα συνδέσουν το Γκαίρλιτς με την Κρήτη και τα πρόσωπα, σαν δέντρα με ρίζες και κλαδιά, θα  δείξουν τις ρίζες τους και τα κλαδιά τους. «Οι σιωπές ηχούσαν σαν πένθιμες καμπάνες» θα πει κάποια στιγμή, αλλά αργότερα, οι καμπάνες θα είναι πλέον αποκαλυπτικές, τραγικές και παράλογες.

Ο Νίκος Ψιλάκης θα βρει χίλιους τρόπους να μας εκπλήξει, να μας ενημερώσει για πράγματα που έχουμε ξεχάσει, αλλά και πόσο επίκαιρα είναι∙  και του πολέμου, και της βίας κατά των γυναικών και της αρρώστιας και του εμβολίου, και των ζώων στον πόλεμο, και της αλλαγής του τοπίου. Στήνει σημαδούρες:  εδώ το σχολείο που κατεδαφίζεται, η πολυκατοικία που υψώνεται, το Λουζιτάνια που βούλιαξε, στη Γερμανία ο Κάιζερ που αποκαθηλώθηκε, που «πήρε δρόμο», η Ρόζα Λούξεμπουργκ και οι Σπαρτακιστές που ξεσηκώθηκαν και οι Έλληνες της Σιλεσίας που «έσυραν πρώτοι τον χορό». Σ’ αυτόν τον χορό μπαίνει και η Μάρλις και σ’ αυτόν θα  χορέψει με τον Δαμιλά. Όμως, κάθε λεπτομέρεια, μικρή ή μεγάλη, ανοίγει παράθυρο σε άλλη ιστορία. Ο συγγραφέας μπαίνει σε δρομάκια που «τυλιγαδίζονται» και «ξαναγράφουν διαρκώς το παλίμψηστο της Ιστορίας», η οποία από κορύφωση σε κορύφωση, όλο και μπλέκεται σε νέες δύσβατες  διαδρομές. Πώς θα φύγουν οι Έλληνες από το Γκαίρλιτς.; Πώς θα τους υποδεχτούν στην Ελλάδα αυτούς που είναι φιλοβασιλικοί; Πού θα δουλέψουν; Θα πολεμήσουν στη Σμύρνη;. Θα ξαναβρούν τα πρόσωπα που άφησαν πίσω τους; Ποιες τραγικές εκπλήξεις τους περιμένουν ακόμα; Τι λένε τα γράμματα που κρατάει στα χέρια του ο Φίλιππος;  Τίνος γιος είναι ο ένας, τίνος γονιού τα παιδιά στα καροτσάκια, τίνος εκείνος που ήρθε να πολεμήσει στη Μάχη της Κρήτης και ποιος έριχνε στον αλεξιπτωτιστή από κάτω; Ερωτήματα «κραυγές των απόντων» πιο ισχυρές από την κραυγή του Μουνχ που ουρλιάζουν στο μυαλό του Φίλιππου.  

Το βιβλίο έχει εκπλήξεις πολλές, γεγονότα συνταρακτικά, περιπέτειες απρόβλεπτες, στιγμές ανθρώπινες, ρομαντικές, ερωτικές, φιλικές, θλιβερές. Όμως, όπως μας είπε από την αρχή  «Σε τούτον τον κόσμο τίποτα δεν μένει κρυφό». Θα έλεγα μάλιστα ότι πολύ διακριτικά μας συμφιλιώνει με τα άδικα της ζωής και τις συνέπειες της ύβρεως που διαπράχτηκε κάποτε.  Είναι πολλές τελικά «οι ιστορίες που χωρούν σ’ ένα μυθιστόρημα».

 

Πέρα από το συγκλονιστικό θέμα που τραβάει σαν μαγνήτης τον αναγνώστη, εκείνο που πρέπει να τονιστεί, επίσης, είναι η αφηγηματική ικανότητα του συγγραφέα, η ορμητική ροή του λόγου, η ζωντάνια του ύφους, οι καλλιτεχνικές αναφορές, η αντικειμενικότητα της ιστορικής πληροφορίας, η συναισθηματικότητα που δεν πέφτει ποτέ στο μελό, η απόσταση από την όποια μεροληψία. Όπως ο φωτογράφος φωτογραφίζει ό,τι βλέπει, έτσι και ο συγγραφέας μετατρέπει σε λόγο τη φωτογραφία του ήρωά του.  Όμως και η φωτογραφία έχει συναίσθημα και «Το συναξάρι των άδοξων της Σιλεσίας» δεν είναι απλή φωτογραφία  ούτε απλή καταγραφή συμβάντων∙ είναι κατάθεση ψυχής.

                                             

                                           

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.