You are currently viewing Αντωνία Παπαδάκη: ένα διήγημα

Αντωνία Παπαδάκη: ένα διήγημα

ΕΝΟΧΕΣ

Εκείνο το πρωινό ήμουν ευχάριστα αναστατωμένη, γιατί ήταν η πρώτη μου μέρα στη δουλειά. Την περίμενα χρόνια αυτή τη στιγμή που θα αναλάμβανα μια υπεύθυνη θέση και, επιτέλους, θα ήμουν οικονομικά ανεξάρτητη. Δεν με ενοχλούσε η ιδέα να εργασθώ σε γηροκομείο. Άλλωστε, είχα συνηθίσει στα νοσοκομεία, όπου έκανα την πρακτική μου ως νοσηλεύτρια, να συναντώ ανθρώπους μεγάλης ηλικίας. Περισσότερο με απασχολούσε η αντιμετώπιση του Διευθυντή και η συνεργασία μου με το υπόλοιπο προσωπικό, παρά το ίδιο το αντικείμενο εργασίας.

            Το γηροκομείο ήταν κτισμένο σε έναν λόφο στα όρια της πόλης, όπου η πρόσβαση ήταν μάλλον δύσκολη. Κατέβηκα από το λεωφορείο και βάδιζα αρκετά λεπτά μέχρι να φθάσω στον προορισμό μου.  Με περίμενε μια γερή ανηφόρα, που μ’ έκοβε την ανάσα. Σκέφθηκα για μια στιγμή πως θα ήταν μια ευκαιρία να γυμνάσω το κορμί μου, εφόσον θα το  κάνω καθημερινά. Το κτήριο σχετικά παλιό με παράθυρα και μικρά μπαλκόνια-ζήτημα αν χωρούσε μια καρέκλα-στεκόταν στο ύψωμα σαν επιτύμβια στήλη μπροστά από έναν μεγάλο πλάτανο. Κήπος δεν φαινόταν να υπάρχει. Ένας μεγάλος πλάτανος με την πυκνή φυλλωσιά του μπροστά από την είσοδο έδινε μια ελπίδα αισιοδοξίας ή κάλυπτε αυτά που δεν έπρεπε να είναι ορατά: την απύθμενη μοναξιά των ανθρώπων, την οδυνηρή νοσταλγία του παρελθόντος, την περιφρόνηση, το σκληρό και βέβαιο μέλλον που πλησιάζει κάθε μέρα και πιο κοντά, καλά φυλαγμένα μυστικά και αμαρτίες, που βασανίζουν την ψυχή μας.

            Ανέβηκα ασθμαίνοντας πια τα μεγάλα σκαλοπάτια και έσπρωξα τη σιδερένια πόρτα. Μια έντονη μυρωδιά γερασμένου ανθρώπινου σώματος ανάκατη με ούρα, χημικές ουσίες και απορρυπαντικά ένιωθα να εισχωρεί μέσα μου και να παραλύει τον εγκέφαλό μου. Γνώριμη οσμή από το νοσοκομείο. Ωστόσο, η απότομη αλλαγή της ατμόσφαιρας από τον δρόμο στο κτήριο έκανε πιο έντονη τη δυσοσμία. Ήξερα πως θα τη συνήθιζα, όπως και τόσα άλλα.  Επικρατούσε μεγάλη ησυχία στους διαδρόμους και στο σαλόνι. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα για να αρχίσει η κυκλοφορία των ηλικιωμένων. Πήρα το ασανσέρ για να πάω στον όροφο, όπου ήταν το γραφείο του Διευθυντή, για να αναλάβω υπηρεσία. Ήμουν κάπως αφηρημένη, καθώς περιεργαζόμουν τον χώρο, και δεν κατάλαβα ότι κάποιος τράβηξε το ασανσέρ προς τα κάτω και σταμάτησε στο υπόγειο αντί για τον πρώτο όροφο. Πήγα να βγω, όταν δεκάδες αποστεωμένα χέρια απλώθηκαν επάνω μου και άρχισαν να με τραβούν σαν τις ερινύες εκλιπαρώντας να πάω κοντά τους. Άνθρωποι γερασμένοι σαν ζωντανοί νεκροί, με τη μοναξιά να στάζει στο βλέμμα τους εκλιπαρούσαν για λίγη συντροφιά. Πάγωσα. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε, όταν μια γυναίκα με έσπρωξε πάλι μέσα στο ασανσέρ. Ήταν καθαρίστρια του ιδρύματος και μου εξήγησε πολύ σύντομα και με απόλυτη ψυχραιμία ότι επρόκειτο για τρόφιμους που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να φιλοξενούνται σε δωμάτιο ορόφου, οπότε τους βάζουν στο υπόγειο. Κάθε φορά, λοιπόν, που βλέπουν άνθρωπο, συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά συνειδητοποίησα τι σημαίνει μοναξιά και απόγνωση. Να μην περιμένεις κανέναν δικό σου και να μην υπάρχει το απροσδόκητο στη ζωή σου. Μια πρόβα θανάτου. Αυτό που ζητούσαν απελπισμένα ήταν μια ανθρώπινη παρουσία, για να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους αλλά και για  να συνεχίσουν να ελπίζουν ότι κάποιος τους θυμάται.

            Ήμουν μάλλον τρομαγμένη, όταν αντίκρισα τον Διευθυντή. Ένας άνδρας με σκληρά χαρακτηριστικά χωμένος μέσα σε χαρτιά κάνοντας υπολογισμούς για τις ανθρώπινες ζωές. Περιορίστηκε σε οδηγίες και συμβουλές για την επιβίωσή μου μέσα στον χώρο και, το κυριότερο, μου επισήμανε ότι θα έπρεπε να αποφύγω το δέσιμο με τους φιλοξενούμενους ηλικιωμένους. Όταν βγήκα από το γραφείο του, ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Έπρεπε μόνη μου να βρω τον ρυθμό μου και να αντιμετωπίσω τις δικές μου ανασφάλειες. Άλλωστε, έπρεπε να συνηθίσω αυτές τις αλλαγές στους εργασιακούς χώρους.

            Όσο περνούσαν οι μέρες, η προσαρμογή μου γινόταν ευκολότερη. Είχα μάθει πια τα τερτίπια των ηλικιωμένων και, έτσι, μπορούσα να κάνω τη δουλειά μου χωρίς να δυσκολεύομαι. Είχε έρθει η ώρα να μετρήσω τις πιέσεις. Στο σαλόνι  μπροστά από το παράθυρο απέναντι από τον πλάτανο κάθονταν ο κυρ Θόδωρος και ο κυρ Αντώνης. Ο κυρ Θόδωρος είχε στυλώσει το βλέμμα του στο κενό και η σκέψη του θα ταξίδευε ίσως στο παρελθόν. Το αλτσχάιμερ τον σταμάτησε στον χρόνο και στον χώρο. Σπάνια έλεγε κάποια ακατανόητα λόγια. Ο κυρ Αντώνης, ένας άνθρωπος μειλίχιος, πάντα χαμογελαστός, ολημερίς μελετούσε τις κινήσεις στον πλάτανο.

«Δες, το χρώμα των φύλλων αλλάζει. Αλλού είναι βαθύ πράσινο και αλλού είναι χρυσοπράσινο.»

«Είναι άνοιξη, κυρ Αντώνη. Γι’ αυτό τα φύλλα έχουν αυτό το χρώμα».

«Για σένα, παιδί μου. Για μας εδώ είναι ένας ατελείωτος βαρύς χειμώνας. Δες, εκεί ανάμεσα στα δυο κλαδιά δυο δεκαοχτούρες ετοιμάζονται να κάνουν τη φωλιά τους. Τις βλέπεις;» και άπλωσε το σκελετωμένο δάχτυλο προς το παράθυρο.

Η Μερόπη προσπαθούσε να τακτοποιήσει την καρέκλα της, ώστε να είναι στραμμένη προς τον πλάτανο, ενώ τα πόδια της καρέκλας να είναι ευθυγραμμισμένα με τους αρμούς των πλακιδίων στο πάτωμα. Σκούπισε καλά την καρέκλα με ένα κουρέλι που κρατούσε στο χέρι της και έστρωσε στο κάθισμα ένα γυαλιστερό διαφημιστικό φυλλάδιο για να καθίσει η ίδια χωρίς να λερωθεί. Τέντωσε καλά τη φούστα της τυλίγοντάς την γύρω από τα γόνατα και σταύρωσε τα χέρια της κοιτάζοντας και η ίδια έξω από το παράθυρο τη μοναδική θέα. Όλοι συμπεριφέρονταν σαν να περίμεναν ότι κάτι θα συμβεί εκεί στον πλάτανο. Ίσως σπάσει κάποιο κλαδί, ίσως κάποιο σκουλήκι να φάει τα φύλλα, ίσως κάποια πουλιά κάνουν φωλιά, ίσως…

            Η πόρτα του δωματίου της Μαρκέλλας ήταν πάντα κλειστή. Εκεί με περίμενε για να τη σφυγμομετρήσω. Ήταν η μοναδική που, όταν εγκαταστάθηκε εδώ, είχε φέρει μαζί της και κάποια δικά της έπιπλα, για να αισθάνεται ότι βρίσκεται στο σπίτι της. Γι’ αυτό και κρατούσε κλειστή την πόρτα, για να μη χάσει αυτή την ψευδαίσθηση. Όταν μπήκα για πρώτη φορά στο δωμάτιό της, αντίκρισα μια γυναίκα περίπου ενενήντα χρόνων ντυμένη με μια πράσινη σατέν ρόμπα και μια γιρλάντα από πούπουλα στον γιακά, με έντονα βαμμένα τα χείλη, τα μάτια και τα φρύδια της. Παντρεμένη άλλοτε με έναν μεγαλέμπορο της πόλης έδειχνε να νοσταλγεί όχι μόνο τη χαμένη νεότητα και τα συμπαρομαρτούντα της αλλά και έναν τρόπο ζωής αλλοτινό. Χοροεσπερίδες, εκδρομές, ατελείωτες βόλτες, τσάι με άλλες ευκατάστατες κυρίες της πόλης, αποκριάτικοι χοροί, δεξιώσεις, φλερτ…Γύρω της τα λουστραρισμένα σκαλιστά έπιπλα θύμιζαν μαυσωλείο. Μια τρίφυλλη σκαλιστή ντουλάπα με λιονταρίσια πόδια φιλοξενούσε τα φορέματά της, όλα από ακριβά υλικά και ιδιαίτερα σχέδια και αρκετά ζευγάρια παπούτσια που αρνιόταν πεισματικά να τα δωρίσει. Πάνω στον καρυδένιο μπουφέ ήταν εκτεθειμένες αρκετές φωτογραφίες από την παλιά ζωή της. Η Μαρκέλλα ξεχώριζε για την ομορφιά της και το προσεγμένο ντύσιμό της. Πάντα χαμογελαστή και με μια φιλάρεσκη διάθεση. Κάθε φορά που την επισκεπτόμουν για τις καθημερινές εξετάσεις μου έδειχνε τις φωτογραφίες και μου διηγούνταν ιστορίες από εκείνο το παρελθόν που προσπαθούσε να κρατήσει ζωντανό με κάθε τρόπο. Άλλες φορές πάλι σιγοτραγουδούσε έναν ρυθμό, που δεν τον γνώριζα αλλά ακουγόταν σαν βαλσάκι. Σηκωνόταν από το κρεβάτι, τακτοποιούσε την πουπουλένια γιρλάντα γύρω από το λαιμό της για να κρύβει τις ρυτίδες της και λύγιζε ελαφρά το σώμα της στον ρυθμό της απόκρυφης μουσικής.  Όταν όμως τη ρωτούσα για το παιδί της που, όπως έλεγε, έμενε στο εξωτερικό και δεν μπορούσε να τη φροντίσει, τότε σκοτείνιαζε, το πρόσωπό της αγρίευε και ο τελετουργικός χορός σταματούσε. Η απάντηση πάντα ίδια.

«Είναι στο εξωτερικό. Έχει οικογένεια και δεν μπορεί να έρθει. Μου είπε να πάω εκεί, αλλά δεν θέλω. Και εδώ  καλά είναι». Εκεί τελείωνε πάντα η συζήτηση και  έκλεινε την πόρτα πίσω μου.

            Μια μέρα η Μαρκέλλα με ρώτησε αν έχω παιδιά.

«Ούτε παιδιά έχω ούτε είμαι παντρεμένη. Είμαι ελεύθερη προς το παρόν να κάνω ό,τι θέλω» της είπα χαμογελώντας. Γύρισε και με κοίταξε διερευνητικά.

«Θέλεις να κάνεις παιδιά;»

«Δεν ξέρω. Δεν το αποκλείω αλλά τώρα θέλω να βάλω τη ζωή μου σε μια σειρά και, γιατί  όχι, να ζήσω χωρίς υποχρεώσεις, τουλάχιστον για ένα διάστημα. Θέλω να ταξιδέψω, να γνωρίσω ανθρώπους και να εργασθώ χωρίς άγχος. Αργότερα, ίσως και να το τολμήσω». Ξαφνικά είδα το βλέμμα της να αστράφτει.

«Νομίζεις πως είναι κακό να μη θέλει κάποιος να κάνει παιδί;»

«Όχι, βέβαια. Δεν είμαστε όλες φτιαγμένες να γίνουμε μάνες. Ένας ρόλος είναι που μας επιβάλλει η κοινωνία. Προϋποθέτει, όμως, θυσία. Θυσία του εαυτού μας. Και δεν είμαστε όλες διατεθειμένες να το κάνουμε. Προσωπικά, σέβομαι τις γυναίκες που ξέρουν τι θέλουν από τη ζωή τους». Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά για να δηλώσει ότι κατανοεί τη στάση μου και άρχισε να ψιθυρίζει πάλι τον μουσικό σκοπό.

            Εκείνο το πρωινό ήμουν στο σαλόνι για την καθημερινή ρουτίνα με τις σφυγμομετρήσεις. Ο κυρ Θόδωρος στη θέση του ακίνητος σαν άγαλμα, ο κυρ Αντώνης παρακολουθούσε το πέταγμα ενός πουλιού στον πλάτανο και η Μερόπη τακτοποιούσε με τελετουργικό τρόπο τις καρέκλες. Πρόσεξα πως η πόρτα του δωματίου της Μαρκέλλας ήταν μισάνοιχτη, κάτι ασυνήθιστο. Χτύπησα την πόρτα για να μη την τρομάξω και, μόλις άκουσα τη φωνή της, μπήκα. Στεκόταν όρθια στο παράθυρο προς τον πλάτανο, όμως, το βλέμμα της ήταν αλλού.

«Κλείσε την πόρτα και άσε κάτω το πιεσόμετρο. Δεν το χρειάζομαι» είπε επιτακτικά.

«Τι συμβαίνει, κυρία Μαρκέλλα;»

«Πρέπει να σου μιλήσω. Τώρα. Αλλιώς δεν θα ησυχάσω».

«Σας ακούω».

«Σου είπα ψέματα. Δεν έχω γιο. Δεν έχω παιδί. Δεν με περιμένει κανείς. Δεν έχω κάποιον δικό μου για να με νοιαστεί ούτε έχω κάποιον για να τον νοιαστώ. Όλα τελείωσαν τότε, μια καλοκαιρινή βραδιά του 1955. Ήμουν από τις γυναίκες που δεν ήθελαν ποτέ να κάνουν παιδί. Ήθελα να ζήσω τη ζωή μου, να κάνω πράγματα που οι άλλοι δεν μπορούσαν. Μου άρεσε ο χορός, το τραγούδι, η διασκέδαση, να ντύνομαι όμορφα και να φροντίζω τον εαυτό μου. Κακό ήταν; Από την ώρα που παντρεύτηκα όλοι με πίεζαν. Πότε θα κάνετε παιδί; Γιατί δεν έμεινες ακόμα έγκυος; Αλλά και ο άντρας μου ζητούσε επίμονα να κάνουμε παιδί, ένα αγόρι για να αναλάβει και την επιχείρησή του. Και εγώ ρωτάω: Γιατί έπρεπε; Ποιος καθορίζει αυτό το πρέπει; Δεν μπορώ να κάνω αυτό που θέλω; Δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι από την ίδια πάστα. Έχουμε διαφορετικές επιθυμίες. Αγαπούσα τον άντρα μου και γι’ αυτό υπέκυψα. Δέχθηκα να αποκτήσουμε αυτό το πολυπόθητο παιδί. Και ήρθε στη ζωή μας ένα αγόρι υγιέστατο. Όμως, εγώ δεν ήμουν καμωμένη για μάνα. Το ήξερα, οι άλλοι δεν το ήξεραν. Εκείνο το βράδυ το έβαλα για ύπνο. Και εγώ στο σαλόνι είχα κόσμο. Χόρευα με εκείνο το βαλσάκι και σιγοτραγουδούσα, γελούσα με την ψυχή μου και απολάμβανα την ομορφιά της νιότης μου. Το παιδί μου πνιγόταν στην κούνια του, έκλαιγε και πνιγόταν και εγώ δεν το άκουγα, γιατί χόρευα και τραγουδούσα.  Το παιδί πέθανε εκείνη τη νύχτα και εγώ χόρευα και τραγουδούσα. Ο Θεός με τιμώρησε, γιατί δεν το ήθελα πραγματικά. Το έκανα για το χατίρι του άντρα μου. Όμως, δεν το άκουσα. Αν το άκουγα, θα πήγαινα να το σώσω. Είμαι ένοχη. Τ’ ακούς; Είμαι ένοχη και μόνη. Αυτή είναι η αλήθεια».

Η Μαρκέλλα έκλαιγε με λυγμούς και το ρίμελ έσταζε στα ρουφηγμένα μάγουλά της σχηματίζοντας μια καρικατούρα του εαυτού της. Δεν μ’ άφησε να την παρηγορήσω, να τη βοηθήσω να ηρεμήσει. Έκανε μια χειρονομία για να καταλάβω ότι θέλει να μείνει μόνη της. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου αφήνοντας την μόνη με τις ενοχές της για τις «αμαρτίες» της. Κατευθύνθηκα προς το γραφείο της ψυχολόγου για να της μιλήσω γι’ αυτήν την περίπτωση. Δεν μπορούσα μόνη μου να διαχειρισθώ μια τέτοια κατάσταση. Η ψυχολόγος θα ερχόταν την επομένη, οπότε θα συζητούσαμε αυτό το θέμα.

            Το επόμενο πρωί θα περνούσα πρώτα από το δωμάτιο της Μαρκέλλας για να δω σε τι κατάσταση βρισκόταν. Στο σαλόνι υπήρχε μια αναστάτωση. Η Μερόπη είχε μια άρνηση να φτιάξει τις καρέκλες, ο κυρ Αντώνης κοιτούσε το πάτωμα, άλλοι σχημάτιζαν πηγαδάκια και έκαναν τον σταυρό τους και άλλοι κλειδώθηκαν στα δωμάτιά τους. Μόνο ο κυρ Θόδωρος στεκόταν ακίνητος σαν άγαλμα στην ίδια θέση. Πριν ρωτήσω οτιδήποτε, κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο της Μαρκέλλας. Η καθαρίστρια που καθάριζε το δωμάτιο μου είπε:

«Η κυρία Μαρκέλλα μας άφησε χρόνους. Τα χρόνια της να πάρουμε».

Και εγώ συμπλήρωσα ψιθυριστά «Όχι όμως και την τύχη της». Έφυγε γεμάτη ενοχές, γιατί η κοινωνία την είχε καταδικάσει. Ενοχές γιατί ήθελε να ζήσει, όπως εκείνη ήθελε.

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.