You are currently viewing Αριστούλα Δάλλη:  Η ΣΥΚΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ – Ο ΛΑΖΑΡΟΣ

Αριστούλα Δάλλη: Η ΣΥΚΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ – Ο ΛΑΖΑΡΟΣ

Ανάμεσα στο σκοτάδι της νύχτας και στο φως της ημέρας η συκιά άκουσε τον λυγμό του ανθρώπου. Μαύρη σκιά καθόταν στις ρίζες της και μονολογούσε καθώς πετούσε μακριά το πουγκί με τα αργύρια , την αμοιβή της πράξης του.

– « Δεν πρόδωσα τον Δάσκαλο για αυτά τα  αργύρια, τον αγαπούσα για αυτό το έκανα ,  ακούστηκε ο πνιχτός  βόγγος του.  

  Είμαι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης  από την ένδοξη φυλή των Ιουδαίων.    Μεγάλωσα με ανέσεις και πολλές ευκαιρίες για την πολύτιμη γνώση των ιερών γραφών. Ακολούθησα τον Ραβί  Ιησού με πίστη και ζήλο. Πίστευα ότι είναι ο Μεσσίας. Οι δύο μας θα ελευθερώναμε από την σκλαβιά των Ρωμαίων τον κυρίαρχο επιούσιο λαό μας.   

Όμως ο Ιησούς κήρυττε άλλου είδους εξουσία με τη δύναμη της Αγάπης. Η διδασκαλία του με καλούσε να αλλάξω πεποιθήσεις. Τον αγαπούσα και συγχρόνως αρνιόμουν την αγάπη μου . Για να είμαι μαθητής του έπρεπε να προδώσω τον εαυτό μου. Φοβόμουν. Ήμουν ζηλωτής του χρέους για την πατρίδα. Ήμασταν και οι δύο χρεωμένοι την  θυσία.

 Όταν οι άλλοι μαθητές βυθίζονταν στον ύπνο αποκαμωμένοι από την κούραση της μέρας, εμείς οι δύο ξαγρυπνούσαμε. Με εξωθούσε με την σιωπή του να τον αρνηθώ. Με άφηνε μακριά του σε απομόνωση για να πάρω μόνος την μεγάλη απόφαση. Να τον προδώσω, να τον παραδώσω στους ιερείς που απειλούνταν από τα κηρύγματα του. Νόμιζα ότι αν πιεζόταν από μία δίκη θα επωμιζόταν το ρόλο του Μεσσία. Ήξερα ότι οι βαθύτερες σκέψεις μας ήταν όμοιες. Βίωνε σιωπηλά το φόβο του θανάτου στο Σταυρό.

  Το τελευταίο βράδυ καθώς έπλενε τα πόδια όλων μας ένιωσα το μεγαλείο της ταπείνωσης. Το νερό και το μύρο ξέπλενε την αλαζονεία και το μίσος  για τους εχθρούς μου. Το βλέμμα του με παρακαλούσε να τον βοηθήσω στη μεγάλη του απόφαση. Ήταν τιμή μου όταν μου έδωσε  το ψωμί βουτηγμένο στο κρασί με την  φράση « ότι, είναι να κάνεις κάντο», δεν ήταν μομφή. Ήταν παράκληση απελευθέρωσης. Μόνο εγώ, το άλλο του μισό, η σκιά του μπορούσα να τον ελευθερώσω, για να τολμήσει να πιει το ποτήρι του θανάτου. Τα τριάντα αργύρια ήταν η πληρωμή της ντροπής για τη προδοσία. Έπρεπε εγώ να πεθάνω για να δοξασθεί εκείνος. Οι θυσίες μας θα είναι για πάντα η σωτηρία του ανθρώπου. Η Ζωή θα νικούσε για πάντα το θάνατο». 

 Η συκιά τυλίχτηκε στη σιωπή. Το πρωί, το κρεμασμένο κορμί του στο κλαδί της συκιάς, φωτιζόταν από το φως της επόμενης μέρας.

  

 

Ο ΛΑΖΑΡΟΣ

 

Το σώμα μου άρρωστο

άδειο από αίμα και ζωή

δίχως σκοπό και πίστη.

Απρόσμενα γκρεμίστηκα

στα σκοτάδια του Άδη

πριν προλάβω ν΄ αγαπήσω

αυτά που τόσο  μίσησα.

Κι ήταν ο κάτω κόσμος

ίδιος με τον επίγειο,

 σκιές  και άψυχα σώματα.

-Τελευταία ευκαιρία έχεις,

τρεις μέρες  για να τελειώσεις

αυτά που άφησες ανολοκλήρωτα

στον κόσμο της ψευδαίσθησης,

άκουσα τη φωνή του κριτή .

Ακίνητος κίτρινος χρόνος

αγωνιούσα

 μην χάσω της αμαρτίας  την χάρη.

-« Λάζαρε δεύρο έξω»,

άκουσα τη φωνή του Ιησού

– « Όχι Κύριε, άφησε με

να γνωρίσω ποιος είμαι,

τι πρέπει να κάνω.

μόνο ο θάνατος μπορεί να με σώσει »,

απάντησα έντρομος στο κάλεσμα του.

Μα η στεντόρεια φωνή συνέχισε

« Λάζαρε δεύρο έξω,

τώρα ξέρεις ποιος είσαι» .

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.