You are currently viewing Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη:  Γιώργου Ρούσκα, Χοϊκά: Χάικου και Δεπέλλιχοι συν δύο δοκίμια, Εκδόσεις Κοράλλι

Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη:  Γιώργου Ρούσκα, Χοϊκά: Χάικου και Δεπέλλιχοι συν δύο δοκίμια, Εκδόσεις Κοράλλι

            Δυό πανέμορφοι και πανάρχαιοι πολιτισμοί έχουν πάντα το περιθώριο, και αξίζει τον κόπο, να συναντηθούν και να «συνομιλήσουν» μέσα από τις σελίδες ενός λογοτεχνικού έργου. Όπως αξίζει τον κόπο, και ένα λογοτεχνικό έργο να αποτελέσει πύλη μύησης του αναγνώστη του, στον κόσμο έκφρασης και γραφής των πολιτισμών αυτών. Ο λόγος για τον ελληνικό και τον ιαπωνικό πολιτισμό, δύο από τις πλέον «χαρίεσσες» σφραγίδες του κόσμου μας, και το μοναδικό στο είδος του λογοτεχνικό βιβλίο του Γιώργου Ρούσκα «Χοϊκά: Χάικου και Δεπέλλιχοι συν δύο δοκίμια».

            Όλα σε τούτη τη χρονική διάσταση ανήκουν στην γη, εκτός από την έμπνευση του ανθρώπου. Αυτή, είναι θεσπέσια, και ανήκει στον ουρανό. Ο άνθρωπος, είναι δισυπόστατος – ψυχή και σώμα. Με αυτή την έννοια, τα «Χοϊκά» του Ρούσκα βεβαίως και ανήκουν στον φθαρτό κόσμο μας, στον «χουν» όπως υποδεικνύει ετυμολογικά και ο τίτλος του βιβλίου, αυτό όμως που εμπεριέχουν, και μεταφέρουν στον αναγνώστη, δεν παύει να είναι αθάνατο. Ο Ρούσκας μυεί τον αναγνώστη σε δυό κοσμήματα του λογοτεχνικού γραπτού λόγου των Ιαπώνων και των Ελλήνων, τα χάικου και τον δεκαπεντασύλλαβο, καταδεικνύοντας και αναδεικνύοντας παράλληλα στα πλαίσιά τους, ολόκληρη την οικονομία λόγου που τα διέπει – και η οποία αποτελεί την επιτομή της ποιητικής τέχνης. Και ο Ρούσκας είναι ποιητής.

            Ο τίτλος του βιβλίου μας λέει πολλά. Πρώτον, ότι ο Γιώργος Ρούσκας είναι επιτυχημένος γλωσσοπλάστης. Η μουσικότατη λέξη «Δεπέλλιχος», η οποία λειτουργεί σαν ένα πρωτότυπο αρκτικόλεξο (Δεπέλλιχος: αυτοτελής δεκαπεντασύλλαβος ελληνικός στίχος), εισάγεται για πρώτη φορά ως λογοτεχνικός ορισμός που αφορά το ελληνικό γραπτό κόσμημα των δεκαπεντασύλλαβων. Και δεύτερον, ο τίτλος του βιβλίου μας λέει ότι ο ποιητής επιχειρεί να «παντρέψει» μέσα σ’ αυτό όχι μονάχα δυό πολιτισμούς, αλλά και δύο λογοτεχνικά είδη: το δοκίμιο και την ποίηση. Των ποιημάτων του προηγούνται, και στα δύο μέρη του έργου αντίστοιχα, δύο δοκίμια, τα οποία με απλό, λιτό αλλά και μεστό και περιεκτικό τρόπο ανατέμνουν προς χάριν του αναγνώστη το «είναι» και την ιστορία του χάικου και του δεκαπεντασύλλαβου, σε γλώσσα πλούσια, που αναδεικνύει την έμπνευση του ποιητή, ο οποίος είναι και δοκιμιογράφος.

            Σταχυολογώ ενδεικτικά, από το δοκίμιο του πρώτου μέρους του βιβλίου, «Χάικου με γλώσσα ελληνική», ένα αρκετά μεγάλο απόσπασμα, το οποίο θεωρώ όμως ότι είναι το πλέον χαρακτηριστικό: «Το χάικου βρίσκει ανάλογο στην δυναμική ενός οιουδήποτε θραύσματος από το θαύμα της Ακρόπολης. Όταν έρθεις σε επαφή έστω και με ένα απομεινάρι από έναν κίονα του Παρθενώνα, οσμίζεσαι την τελειότητα της Τέχνης και μέσα από αυτήν τις αόρατες διαστάσεις της ζωής. Η ενέργειά του θα φέρει διαδοχικά εμπρός σου ολόκληρο τον κίονα, μετά τον Παρθενώνα, την Ακρόπολη, και συνεχίζοντας θα βρεθείς μέσα στη φωτοχυσία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος. Θα αντικρίσεις τον Ελληνισμό μέσα στο Ελληνικό Δωρικό Τοπίο. Αυτό θα μεταμορφωθεί σε εφαλτήριο για να σε εκτινάξει στο πλέγμα όλης της Γης και από εκεί στον Γαλαξία, ώσπου να βρεθείς αιωρούμενος στο Σύμπαν, έχοντας ταξιδέψει με την ταχύτητα του φωτός.

            «Ως το ελάχιστο λεκτικό αναπόσπαστο μέρος του Όλου, το χάικου είναι ικανό να το εκπροσωπεί, ακόμα και μόνο του, όπου και αν βρεθεί. Είναι η μικρότερη ολοκληρωμένη, πλήρως ενσωματωμένη αναφορά στο Παν. Αν ανθρώπινο χέρι καταφέρει να την αποσπάσει, μεταμορφώνεται σε αγγελιαφόρο μικρογραφία του Παντός. Όπως η Νίκη της Σαμοθράκης στο Λούβρο.

«Στην γλώσσα είναι η περαιτέρω συμπύκνωση του Ποιητικού Λόγου στο απολύτως ελάχιστο δυνατόν: στο μέγιστο – δια των αισθήσεων ή δια του υποσυνειδήτου – αντιληπτό DNA τους. Η ελληνική το κατορθώνει ακόμα και με έναν μόνο στίχο, έτι δε περισσότερο, μπορεί να συμπιέσει το ελατήριο αυτού μέχρι το ελάχιστο των τριών λέξεων (π.χ. «έρως ανίκατε μάχαν», «ζώον δίπουν άπτερον», «σκιάς όναρ άνθρωπος», «έξις Δευτέρα φύσις», κ.α.) ή το κατώτατο όριο των δύο (π.χ. θαρσείν χρή», «γνώθι σαυτόν», «χρόνου φείδου», «μηδέν άγαν», «σοφίαν ζήλου». κ.α).

Το δοκίμιο ακολουθούν 136 χάικου του ποιητή, υπό τον τίτλο «Χοϊκά Χαϊκού», τα οποία, όπως και οι 100 δεπέλλιχοί του στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, (υπό τον τίτλο «Δεπέλλιχοι χοϊκοί»), αποτελούν όχι μόνο επιτομή σκέψεων και συμπεράσματα, αλλά ακόμη και αποφθέγματα. Σταχυολογώ και πάλι: «η φράση ίδια // Χαρά Ελπίδα Πένθος // ‘Ώρα του καλή!’», «με έναν σπόρο // τροχάδην το μυρμήγκι // ευτυχισμένο», «όταν με άλλους // η μοναξιά πονάει // περισσότερο», «όλα σε δόσεις // χρέη κάρτες αγορές // εφάπαξ άγχος», «βιαζομένη // η Ποίηση ματώνει // καθημερινά», «ξενιτεμένη // η θάλασσά μου όλη // σ’ ένα σου δάκρυ», «μαιευτήριο // σπίτι νοσοκομείο // νεκροταφείο», «πόθου σπινθήρας // άτακτος σαν παιδάκι // τσουλήθρα κάνει», «ξυπνάς δουλεύεις // μιλάς θυμάσαι τρέχεις // πώς ζεις νομίζεις», «όσο να ζήσεις // όσο να βρεις τι θέλεις // έχεις γεράσει».

Και δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι, χρησιμοποιώντας την τρίστιχη μορφή και τον ρυθμό των χάικου, και με αριθμό συλλαβών αντίστοιχα 5-7-5, ο Ρούσκας πραγματεύεται όλα τα θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο: την φύση, την φιλοσοφία, την ζωή και τον θάνατο, τον έρωτα, με ύφος άλλοτε  στοχαστικό, άλλοτε καυστικό, άλλοτε διδακτικό, πάντοτε όμως πλήρες συναισθημάτων, ακόμα και λυρικό.

Η δεύτερη γλωσσοπλασμένη από την έμπνευση του Ρούσκα, και πολύ πετυχημένη λέξη του βιβλίου, βρίσκεται στο δοκίμιο του δεύτερου μέρους του, όπου ο ποιητής μυεί τον αναγνώστη στον κόσμο των δεπέλλιχων: πρόκειται για την λέξη «διαμορφισμό», τουτέστιν, την αλληλεπίδραση του μορφισμού των χάικου με τον μορφισμό των δεπελλίχων: «Κατ’ αντιστοιχία, θεωρώ πως τα χάικου είναι δεκαεπτασύλλαβες ποιητικές αποκρυσταλλώσεις, ανάλογες του ελληνικού δεκαπεντασύλλαβου επιγράμματος, ανάλογες των δεπέλλιχων», γράφει ο Ρούσκας.

«Αξιοποιώντας τα παραπάνω (σ.σ.: δεν μεταφέρω όλο το κείμενο) και δη τη συσχέτιση της συγγένειας στον μορφισμό του ελληνικού δεκαπεντασύλλαβου με τον ιαπωνικό δεκαεπτασύλλαβο, θα μπορούσε κάποιος, για λόγους συγκριτικής φιλολογίας, δίπλα στον ήδη γνωστό όρο ‘διακειμενικότητα’, να πλάσει και να τοποθετήσει τον όρο ‘διαμορφισμός’. Ο όρος αυτός στέκεται άνετα στον Φορμαλισμό και στη Νέα Κριτική, προσφέρεται δε ως εργαλείο και για τις θεωρίες του Δομισμού».

Οι 100 δεπέλλιχοι που ακολουθούν, ζωντανεύουν με την σειρά τους, τον ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο ρυθμό που κυλά μέσα στις φλέβες του Ρούσκα. Σταχυολογώ και πάλι: «σφυρίζοντας τα προσπερνάς // όσα δεν καταφέρνεις», «μία φορά είν’ αρκετή / για πάντα να σ’ αλλάξει», «το μάταιον του έρωτος // στου γάμου το κρεβάτι», «αν κάποτε αγάπησες // ποτέ δεν μένεις μόνος», «αφού κάποτε θάνατος // γιατί να μη χαρούμε;» «καλά να ονειρεύεσαι // καλύτερα να πράττεις», «πώς να χαρείς το τόσο δα // όταν τριγύρω ζόφος;».

Και βέβαια στα πλαίσια αυτού του ρυθμού, εμφανής στόχος του ποιητή είναι να καταδείξει όχι μόνο την ομορφιά του δεκαπεντασύλλαβου, αλλά και την θαυμαστή, λακωνική αυτοτέλεια των στιχουργημάτων του, ακόμα κι όταν αυτά εντάσσονται μέσα σε ολόκληρες ποιητικές συνθέσεις διάσημων δημοτικών τραγουδιών ή Ελλήνων ποιητών, από τα έργα των οποίων αναφέρει πάμπολλα παραδείγματα. Ολόκληρο το βιβλίο του άλλωστε, εκπέμπει φως και γνώση, την οποία ο Ρούσκας θέλει να μοιραστεί, αλλά και να μεταλαμπαδεύσει στον μέσο Έλληνα αναγνώστη, ανοίγοντάς του την πύλη σε έναν τόσο ιδιαίτερο, όσο και εξαιρετικά όμορφο χώρο της λογοτεχνίας.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.