Η νέα ποιητική συλλογή της Κλεονίκης Δρούγκα, με τον πρωτότυπο τίτλο, κουκούτσια από καρπούζι, στην καλαίσθητη, όπως πάντα, έκδοση του Μανδραγόρα και με το χαρακτηριστικό έργο στο εξώφυλλο του Γιάννη Παπαγιάννη, μας εκπλήσσει ευχάριστα με τη θεατρική της δομή, τις αφιερώσεις, τον πλούτο των μεταφορών και των άλλων ποιητικών μέσων, αλλά και με τη φρεσκάδα της έκφρασης.
Αποτελείται από τρεις πράξεις, όπου η πρώτη και η τρίτη συμμετέχουν με ένα μόνο ποίημα, ενώ η δεύτερη πράξη αποτελείται από τέσσερις ενότητες, άνισες μεταξύ τους σε αριθμό ποιημάτων (9, 10, 11, 5 ποιήματα αντίστοιχα). Συνολικά, λοιπόν, η συλλογή περιλαμβάνει 37 ποιήματα, που στην αρχική σελίδα αφιερώνονται γενικά σε φίλες και φίλους συνοδοιπόρους της ποιήτριας, ενώ τα επί μέρους ποιήματα αφιερώνονται σε μεμονωμένα πρόσωπα. Υπερτερούν συντριπτικά οι ονομαστικές αφιερώσεις σε 30 φίλες στην πρώτη και τη δεύτερη πράξη, έναντι των 6 αφιερώσεων σε φίλους, ενώ στην τρίτη πράξη υπάρχει μια κοινή αφιέρωση σε φίλο και φίλη.
«λέξεις –μελίσσι ολόκληρο-/σπρώχνουν να βγουν/κι εγώ τα δόντια φράκτη κάνω γιατί/με φόρα έξω αν πεταχτούν/θρίλερ θα γράψουν/ {…}Να λέει κάποιος τις αλήθειες του δικαιούται/(το εννοώ)/». Ο καταληκτικός στίχος, λοιπόν, στο ποίημα της πρώτης πράξης (αψού, σελ. 11) δηλώνει από την αρχή τις προθέσεις του ποιητικού υποκειμένου, να πει, και το εννοεί, τις αλήθειες που δικαιούται.
Η πρώτη ενότητα «Μιλάω για λάφυρα σκληρά» της δεύτερης πράξης είναι ολόκληρη αφιερωμένη σε γυναίκες θύματα γυναικοκτονίας (η κόρη του καφετζή, σελ.16), αυτοχειρίας (τυλιγμένη στ’ αλάτι, σελ.17), σε γυναίκες που βλέπουν να γκρεμίζονται τα όνειρά τους (με σπαστά ελληνικά, σελ.18), που ψάχνουν την ταυτότητά τους (αντωνυμίες, σελ. 19), που προκαλούν τον έρωτα (Σαλώμη, σελ.22), σε γυναίκες που παραιτούνται (παραίτηση, σελ.20), αλλά και σ’ εκείνες που αντιστέκονται (δεν ήμουν καλεσμένη, σελ. 21, Μαρία Μαγδαληνή, σελ. 23, χτένισμα, σελ. 24). Σε όλα τα ποιήματα της συλλογής υπάρχουν διάστικτες τολμηρές μεταφορές -εδώ αναφέρομαι παραδειγματικά στην πρώτη ενότητα της δεύτερης πράξης- (π.χ. μ’ επιθυμία μουσκεμένη, εκρηκτικά στο τώρα της βάζει, (σελ.17}), παραπατώντας πάνω σε κανόνες, (σελ.19), μικρούς θανάτους ζω υπάκουα,(σελ.20) κ.ά, εντυπωσιακές προσωποποιήσεις (π.χ. χίμαιρες κάνουν κυκλικούς βηματισμούς, Δαιμόνισσα μια μνήμη με σπαστά ελληνικά, (σελ.18), κ.ά, ομηρικές παρομοιώσεις με δύο σκέλη (π.χ. όπως το χέρι σέρνεις στο συρτάρι/ {…}έτσι κι εγώ με το χέρι ψηλαφώ σε μια γραμματική που/για χρόνια μάθαινα/,(σελ. 19).
Στη δεύτερη ενότητα, της δεύτερης πράξης, με τίτλο: «Κάποτε μεγαλώνεις (ή μήπως όχι;)» τα δύο πρώτα κείμενα (μπαμ μπαμ, και σύνθημα καλοκαιριού) έχουν μορφή πεζού, αλλά είναι γραμμένα με ποιητικό τρόπο. Στην ενότητα αυτή το ποιητικό υποκείμενο, η γυναίκα, «Μπουκωμένη κενό {…}έσβησε τρικυμισμένες ιστορίες, επέλεξε μόνο τις μνήμες με καλή θέληση, κλείνοντας τα δεκαοκτώ –κι ας ήταν υπερήλιξ» (μπαμ μπαμ, σελ.26). Προσπαθεί, λοιπόν, να παραμερίσει το κενό και τις πληγές της και ν’απολαύσει λίγες στιγμές ανεμελιάς και ευτυχίας –το καλοκαίρι άλλωστε προσφέρεται γι’αυτό- υιοθετώντας μια φιλοσοφική ενατένιση της ζωής: «ξεντύνεσαι ντροπές, σκέψεις, ανθρώπους, πετάς το βαμβακερό σου φόρεμα στη θάλασσα. Τ’ αλάτι σού γλείφει τις πληγές. Αύγουστο μήνα, άλλωστε, ποτέ δεν σπαταλάς», (σύνθημα καλοκαιρινό, σελ.27), «Κάποιες φορές θέση αν αλλάξεις/βρίσκεις τη θέση σου» (γλάστρα στεναχωρημένη, σελ.29), «Βραχύς ο βίος, άλλωστε, κι ωραία τα φιλιά», (Ιούδας, σελ.31). Άλλοτε πάλι, με ρεαλισμό, κλείνει γρήγορα κάποιες άκαιρες προσδοκίες: «μάζεψα γρήγορα το καλοκαίρι, το’ πλυνα/για σίδερο το’ βαλα./Του χρόνου πάλι/» (φρουτιέρα, σελ.33).
Η τρίτη ενότητα της δεύτερης πράξης, «Φωνή έρωτα αποκάλυψης», όπως μας δηλώνει κατηγορηματικά και ο τίτλος της, είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στον έρωτα. Άλλωστε, «Προηγείται ο έρωτας» τιτλοφορείται και το αρχικό πεζό κείμενο της ενότητας (σελ. 38), ενώ στο ποίημα «ώριμες επιδερμίδες» το ποιητικό υποκείμενο καταλήγει σε μια σοφή κίνηση: «αδειάζεις /λοσιόν ορούς και άλλα αντιρυτιδικά/(όλα τα’ αδειάζεις)και/τ’ άδεια μπουκάλια μ’έρωτα γεμίζεις./Ολάκερη μία ζωή πίσω πας/», (σελ.40). Αλλού πάλι, «ψημένο καλοκαίρι», (σελ. 41), «Το σώμα ακολούθησε τη συνταγή/πατώντας στη λεπίδα του έρωτα». Ακόμα κι αν ο έρωτας συχνά πληγώνει και αφήνει σημάδια, «λιονταρίσια είναι η πείνα του έρωτα και/η σωφροσύνη λιγόφαγη» συμπεραίνει στο ποίημα «η πείνα του έρωτα», (σελ.46) και παρόμοια στο ποίημα «αναστΑτωση», (σελ.47) καταλήγει: «έρωτα στάζω/-για τον χειμώνα ούτε λόγος πια/».
Στην τέταρτη ενότητα της δεύτερης πράξης, «Τι θυμήθηκα τώρα!» οι αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια κατακλύζουν το ποιητικό υποκείμενου. Σε όλα τα ποιήματα η μνήμη πρωτοστατεί: Στην ιστορία του θείου, που παιδάκι περνούσε στη βελόνα τα καπνά «γι’ αυτό ποτέ δεν μ’ άρεσαν τα καλοκαίρια», (σελ.50), στις φλούδες από μανταρίνι πάνω στη ξυλόσομπα που «Μύρισε μνήμες στο δωμάτιο», (σελ.51), στη μνήμη του πατέρα στο ποίημα «υπόγεια» (σελ.52), στη μνήμη από τη γιορτή του Αι Νικόλα, «στου Αι Νικόλα τη γιορτή», (σελ. 53), αλλά και στη μνήμη του καλοκαιριού στο ποίημα «κουκούτσια από καρπούζι», (σελ.54), που δίνει και τον τίτλο στην ποιητική συλλογή, αλλά και συγχρόνως προετοιμάζει το έδαφος για την «Πράξη τρίτη και τελευταία », με το ποίημα «στο εξοχικό», (σελ.59), όπου οι Θεοί «Τα καλοκαίρια επιστρέφουν/στο εξοχικό τους/ όταν {…}το χρώμα του καλοκαιριού/χρυσό γίνεται./Φοράνε τότε σκουρόχρωμα γυαλιά/-ακόμη κι οι Θεοί τόσο χρυσό δεν το αντέχουν./». Γενικά το καλοκαίρι στην ποίηση της Δρούγκα γίνεται συμβολικά το καθαρτήριο που αποκαθαίρει το ποιητικό υποκείμενο από τις θλίψεις και τα βάσανα του χειμώνα, με τη μεταφορική έννοια της λέξης.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως η ποιητική συλλογή της Κλεονίκης Δρούγκα μοιάζει με θεατρικό έργο εν εξελίξει, που στις τρεις πράξεις του παρουσιάζονται με εναλλαγές, άλλοτε με απόγνωση και άλλοτε με ρεαλισμό, δύσκολες και ευφρόσυνες στιγμές στη ζωή των ποιητικών υποκειμένων, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην πραγματική ζωή όλων μας. Η γλώσσα των ποιημάτων είναι χυμώδης, αυθεντική, χωρίς εκζήτηση και μεταφέρει με αμεσότητα στον αναγνώστη τα μηνύματά τους, προφανή ή πιο συγκαλυμμένα. Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι η ποιητική συλλογή της Κλεονίκης Δρούγκα αποτελεί μια διεισδυτική ματιά στη γυναικεία εμπειρία και στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, δεδομένα που την καθιστούν ένα έργο που αξίζει να διαβαστεί και να αγαπηθεί από τους αναγνώστες.