You are currently viewing Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη*: Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος, «Εγκλησμός / “4χ4″», στο συλλογικό έργο ποίησης «4χ4», Εκδόσεις Πικραμένος, 2021, σ. 112. 

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη*: Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος, «Εγκλησμός / “4χ4″», στο συλλογικό έργο ποίησης «4χ4», Εκδόσεις Πικραμένος, 2021, σ. 112. 

                                                             

                                  

                      «Πάρε το κύμα υπό μάλης / τα βότσαλα στα χέρια» [1]  

 

Το ποιητικό βιβλίο, «4χ4», εκδόσεις Πικραμένος, 2021, αφορά σε ένα συλλογικό πόνημα τεσσάρων σύγχρονων ποιητών, του εκδότη Κώστα Κρεμμύδα, και τριών  πανεπιστημιακών, του Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου, του Γιάννη Πανούση και του  Νίκου Φωτόπουλου. Το παρόν κείμενο αφορά στην επί μέρους ποιητική συλλογή «Εγκλησμός / “4χ4″» του Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου, Καθηγητή Δημιουργικής Γραφής και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, που μαζί με τον αείμνηστο ποιητή και πανεπιστημιακό δάσκαλο Μίμη Σουλιώτη εδραίωσαν τον θεσμό και τις δομές της δημιουργικής γραφής στην Ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. 

            Σκέφτομαι, πως πρέπει να είναι πολύ δύσκολο να γράψεις ποίηση, όταν το επιστημονικό σου πεδίο είναι η ίδια η δημιουργική γραφή, που το αντικείμενό της αφορά στην γραφή, δηλαδή στην ποίηση και την ποιητική. Ο διδάσκων θα πρέπει να απεκδυθεί τον διδακτικό μανδύα του και την όποια “επαγγελματική διαστροφή διδαχής”, να απωθήσει δηλαδή προς στιγμήν τον γνωσιακό νου του, για να μπορέσει να καταβυθιστεί στα βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού του. Το αναφέρω και από προσωπική εμπειρία, καθώς κάτι ανάλογο ισχύει και για την δική μου επαγγελματική ιδιότητα, της ψυχολόγου. Η ψυχολογία και ιδιαίτερα η “επαγγελματική διαστροφή της ερμηνείας”, μπορεί να μας δίνει πολύτιμη γνώση και εφόδια στην ανίχνευση του ψυχισμού του ατόμου, όμως μπορεί να λειτουργεί και ως τροχοπέδη στην ποιητική δημιουργία. Αυτό επισυμβαίνει επειδή στην ποιητική γραφή το παιχνίδι δεν παίζεται στο πεδίο της γνώσης. Στην ποιητική δημιουργία το παιχνίδι παίζεται, στη φαντασία, στην διαίσθηση, στην αίσθηση, τη συγκίνηση, τη θέαση και κυρίως κυρίως στα βάθη του ψυχισμού μας, εκεί στο λόγο πριν απ’ το λόγο. Η Κάριν Μπόγιε, μια σπουδαία Σουηδή νεοτερική ποιήτρια θεωρεί ότι: «Ο υπόγειος εννοιολογικός κόσμος ενός ποιητικού δημιουργήματος, η μυστική και προσωπική εξωλογική γλώσσα, είναι αυτή που καθορίζει, εάν το ποιητικό δημιούργημα θα έχει την ικανότητα να αγγίξει ή όχι.»[2] (Μπόγιε, 1932).

            Διαβάζοντας παράλληλα και την προηγούμενη ποιητική συλλογή του Κωτόπουλου, «Οι 40, παλιές, Εκκλησιές», κόλλησα στο ποίημα με τίτλο «Του αναγνώστη», συγκεκριμένα στους ακόλουθους στίχους: «Πάρε το κύμα υπό μάλης / τα βότσαλα στα χέρια». Έχω την αίσθηση ότι το νόημα αυτής της υπέροχης μεταφοράς αποτελεί τον κεντρικό άξονα της ποιητικής συλλογής ««Εγκλησμός / “4χ4”»», που ανοίγει με το ποίημα «Action». Ο ποιητής επιλέγοντας ως μότο την ρήση “All poetry is a call to action.”(Towles, 2016)[3], λες και θέλει να μας ταρακουνήσει, να αντιδράσουμε κι εμείς στη δυστοπία που μας περιβάλλει και να δράσουμε, αν όχι ως δημιουργοί ποίησης έστω ως δημιουργοί δράσεων βίωσης ζωτικής εμπειρίας.

            Στον τίτλο της συλλογής ««Εγκλησμός / “4χ4”»» ο Κωτόπουλος παίρνει τη λέξη  “εγκλεισμός” και της αλλάζει τα φώτα, με την ανατρεπτική ανορθογραφία του λοξού ήτα (η) που μπαίνει σφήνα στην καρδιά της λέξης ανατέμνοντάς την στα δυο λες και θέλει να την ξεσκίσει. Λες και αφορά σε κάποια μορφή αντίστασης απέναντι στην έννοια και τη συνθήκη του εγκλεισμού, λες και θέλει αν την ξορκίσει. Λες και ο εγκλεισμός προσλαμβάνεται ως κάποια μορφή έγκλησης ή λες και εγκαλεί την συνθήκη του εγκλεισμού και τις επιδράσεις του στον ψυχισμό και τη ζωή του ατόμου ή τις υπερβολικές αντιδράσεις μας απέναντι σ’ αυτή που πολλές φορές αγγίζουν τα όρια της ψυχοπαθολογίας, άλλωστε είναι πολλές οι μορφές εγκλεισμού που βιώνουμε. Ο ποιητής, όπως έχει άλλωστε ήδη δηλώσει, με τον όρο «εγκλησμός» παραπέμπει στην έννοια του όρου του Αλτουσέρ,  “έγκληση”», την ψευδαίσθηση δηλαδή της ελευθερίας των προσωπικών επιλογών που έχουμε στον σύγχρονο κόσμο[4]. Δηλαδή ο εγκλεισμός μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία να έλθουμε αντιμέτωποι με τις θεωρήσεις και τις ιδεολογικές τοποθετήσεις μας, όπου κοιτάζοντας τον εαυτό μας στον καθρέφτη να φανερωθεί ο « Εγκλησμός της ανθρώπινης ύπαρξης, ηττημένος» και να αναμοχλεύσουμε πτυχές μας σε διεργασίες αυτογνωσίας, επαναπροσδιορισμού μας και αλλαγής στάσεων. Στο κομβικό ποίημα «Εγκλεισμός» απ’ όπου και ο τίτλος της συλλογής, αναφέρονται διάφορες μορφές του που αφορούν σε ενδοψυχικά, διαπροσωπικά, κοινωνικά ή φυσικά τόπια, κάποια από τα οποία με κριτική ματιά και υποδόριο σαρκασμό μιλούν για “εγκλησμό”, όπως πχ ο προαναφερόμενος στίχος ή ο ακόλουθος: «Εγκλησμός φίλων, σε μωροφιλοδοξίες ανάμεσα σε δύο πόδια». 

            Διαβάζοντας το «Εγκλησμός / “4χ4”», οι συνειρμοί μου πήγαν στους θεωρητικούς της υπαρξιακής ψυχολογίας, όπως τον Βίκτορ Έμιλ Φρανκλ[5], που μίλησε για την αίσθηση ελευθερίας που μπορεί να βιώσει το άτομο ακόμη και σε συνθήκες έσχατου εγκλεισμού και απειλής της ζωής, όπως το Ολοκαύτωμα, από το οποίο επέζησε. Μου θύμισε επίσης στίχους μου από το 2020, τους οποίους παραθέτω καθώς νομίζω ότι αφορούν στον ίδιο προβληματισμό: «ανθίζω στα κάγκελα / όνειρα αθέατης αισθητικής αποχρώσεων μωβ / το όνομά μου είναι Φράνκλ πρωτεξάδελφος του Μέυ / απεκδύομαι τον Άρχοντα των Μυγών  / γκρεμίζω τα δυστοπικά κιγκλιδώματα  / μετεωρίζομαι σύννεφο σε γαλάζιους αιθέρες // δεν θα δω ειδήσεις σήμερα / δεν θα πανικοβληθώ από αραδιασμένα φέρετρα»[6].

            Στο «Εγκλησμός / “4χ4”», έχουμε 16 ποιήματα ποιητικής τα περισσότερα, ποιήματα για τη ζωή με αφορμή την πανδημία, όπου η καταφυγή στον έρωτα και στην ποίηση, αλλά και στη θέαση και τον στοχασμό ενεργοποιούν το ποιητικό υποκείμενο και το στηρίζουν ν’ αντισταθεί στην δυσφορική και πνιγηρή συνθήκη, εκφράζοντας βιώματα, στοχασμούς και θεάσεις για τη ζωή, την διανθρώπινη εγγύτητα, δηλαδή την ποιητική των λέξεων, του έρωτα και της ζωής.

            Η γραφή εξομολογητική και βιωματική με ιδιαίτερη έμφαση στον τόπο μέσα μας, στο χώρο, τη γειτονιά, τα καντούνια που περιδιαβαίνει ο ποιητής, τα ερεθίσματα που δέχεται από τον περιβάλλοντα κοινωνικό και φυσικό χώρο, τους οικείους, την Πόλη, όπου τεχνουργεί με διαυγή αλλά και υπαινικτικό και συνειρμικό λόγο μέσα από πρωτότυπες μεταφορές και εικονοπλασίες. Πρόκειται για μετα-νεοτερική γραφή. Με καινοτομίες στη μορφή όσο αφορά τη στίξη, τη σύνταξη, τους νεολογισμούς και την ορθογραφία, τους μακροσκελείς στίχους που ξεπηδούν στο ποίημα, το διακείμενο, τον κρυπτικό και συνειρμικό, ενίοτε δοκιμιακό λόγο, άλλοτε πεζόμορφο με έντονη προφορικότητα, όπως στη «(Η) σιδερένια εξώπορτα», άλλοτε με λυρισμό και έμμετρη γραφή, όπως στη «Βεγγέρα», καθώς και την αναφορά στις πολιτισμικές ρίζες της καθημερινότητας αλλά και τη χρήση φράσεων της εκκλησιαστικής υμνολογίας π.χ : «Προσδοκώ ανάσταση κριτικών / και γραμματολογίες ορθές  / του μέλλοντος ιστορικού του στίχου /Αμήν» («Μόνον ο στίχος»).

            Μια ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει την ποίηση του Κωτόπουλου αφορά στην πολυσημία και πολυθεματικότητα του ποιήματος. Αρχίζει από το ερέθισμα και τη βίωση της συγκίνησης, για να φτάσει στη θέαση, στον στοχασμό και στον αναστοχασμό, με οξύ και κριτικό βλέμμα στα πράγματα, και ασκώντας κοινωνικοπολιτική κριτική και γενικά κριτική στα ανθρώπινα, για να τα δέσει στο τέλος όλα, με την ποίηση, τη δημιουργική γραφή και την ποιητική, καλώντας μας σε αναζήτηση και βίωση της ουσίας του πράγματος στην ανθρώπινη μοίρα μας. Λες και προσπαθεί ν’ ανοίξει δρόμο και να μας φανερώσει την ομορφιά, τη χαρά και την ποίηση της ζωής και της γραφής που από μόνες τους είναι πάντα εκεί και λαμπυρίζουν αυτόφωτες περιμένοντας να εστιάσουμε σ’ αυτές και να τις γευτούμε, αγνοώντας και καταλύοντας το περιττό, το ανούσιο, το μαύρο.  

            Ο Κωτόπουλος σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται ακυρώνοντας τις γραφές του ποιητή και στοχεύοντας στην αποδόμηση, αλλά και στον καυτηριασμό της υπερβολής, της αναλήθειας, της επιτήδευσης, και της προσδοκίας για υστεροφημία, όπως στο ποίημα «Γράφω χωρίς συμβόλαια», όπου αναστοχαζόμενος και αυτοαναλυόμενος γράφει: «Πιάστηκες τόση ώρα να φαντάζεσαι πως γράφεις στα σοβαρά / Πως σε διαβάζουν οι φίλοι και οι άγνωστοι, οι επόμενοι / Καμώθηκες να σηκώνεσαι απ’ τη μπερζέρα / Να αφήνεις σημειώματα για την εξαγορά του χρόνου». Εκφράζει επίσης βιώματα απομόνωσης ματαίωσης και απώλειας, νοσταλγίας και αναπόλησης της καθημερινής διανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας, όπως στο ποίημα «Η σιδερένια εξώπορτα». Με το αισθησιακό και αισθαντικό ποίημα «Ερωτική οφειλή» εκφράζει την ιαντική ανάγκη για βίωση της ψυχικής και σαρκικής ερωτικής απόλαυσης, ως σύμβολο της έσχατης διανθρώπινης εγγύτητας που καταργεί και καταλύει το υπαρξιακό άγχος του ατόμου. Ενώ στο «Ερωτικό (σχεδίασμα)» δηλώνει με παρρησία! «Σε καμία αθωότητα δεν πιστεύω // Ανυπότακτος κι εγώ / Βρήκα τη θέση μου».          

             Ο καλός ποιητής Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος με την την εξομολογητική ποιητική συλλογή του, «Εγκλησμός / “4χ4”», θεάται, στοχάζεται, αναστοχάζεται και αυτοαναλύεται προσφέροντάς μας, μαζί με την αναγνωστική απόλαυση, πλούσια ερεθίσματα για αναστοχασμό και καταβύθιση του βλέμματός μας γύρω μας, και κυρίως μέσα μας, για διεργασίες αυτογνωσίας και ανίχνευσης του δυναμικού μας για δράση, για βίωση της αλήθειας μας εν δημιουργία, σε κάθε συνθήκη και δη όταν πέφτουν πάνω μας πυκνά σύννεφα και απειλούν να μας πλακώσουν. Τελειώνοντας παραθέτω το υπέροχο τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο: «Είναι μια τέχνη, μάνα», όπου τέχνη, η τέχνη της γραφής, όπου μάνα, ο έρωτας, δηλαδή η ζωή, δηλαδή η ποίηση. Κατ’ επέκταση ένα ποίημα για τη μάνα, ένα ποίημα για τη ζωή, για τον έρωτα, ένα υπέροχο ποίημα ποιητικής:

 

Είναι μια τέχνη, μάνα

 

Είναι μια τέχνη

να ξεπλένεις τη μυρουδιά από  τα λόγια στη χλωρίνη

να φτιάχνεις μαζί τους ευτυχισμένες στιγμές

να έχεις πάντοτε στολισμένα σπάρτα με το κίτρινο

που δεν κατάφερε ποτέ ο Χειμώνας να σε πείσει να του χαρίσεις

να μεγαλώνεις τα σκυλιά του χωριού σου

να  φτιάχνεις εικόνες από κρυφτό

να γιατρεύεις τα στίγματα στις γάμπες

να αυθαιρετείς απέναντι σε κάθε εξουσία εκποίησης της τρυφερότητας

να με προστατεύεις από ματιές πρόστυχες αυτών που με θεωρούν πρόστυχο

να ζωντανεύεις το σπίτι με εκείνη τη γλυκιά μυρωδιά του κράνου

να κάνεις να μυρίζει το κρεμμύδι άνοιξη

να με δέχεσαι μελαχρινό και κουρασμένο από άλλη στεριά

να ημερώνεις τις ιστορίες του εγκλεισμού

να μας ζυμώνεις όλους μαζί κάτω απ’ τα φτερά σου

 

,

μάνα

 

 

Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι Κλινική Ψυχολόγος (Msc), μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και εγκεκριμένη μεταφράστρια στο μητρώο του Εθνικού Συμβουλίου Πολιτισμού της Σουηδίας (Kulturrådet).Έχει εκδώσει 5 ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων και έχει μεταφράσει δύο σουηδικά ποιητικά βιβλία. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε έντυπες και ηλεκτρονικές ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, σουηδικά, ιταλικά, βουλγαρικά και γερμανικά, ενώ δημοσιεύει ποιήματα, μεταφράσεις, διηγήματα και κριτικές λογοτεχνικές αναγνώσεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.
 
 
[1]             «Του αναγνώστη», Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος, Οι 40, παλιές, Εκκλησιές, Εκδόσεις μανδραγόρας, Αθήνα, 2020, σ. 35.
[2]          Κάριν Μπόγιε, Δοκίμιο, δημοσιευμένο στο 6ο τεύχος, του περιοδικού Σπέκτρουμ, 1932, Μετάφραση: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, για το 4ο τεύχος του Σταφυλή, Άνοιξη 2023.
            (Karin Boye, Essä publicerad i tidskriften Spektrum nr 6, 1932.)
[3]          Amor Towles,  A Gentleman in Moscow, εκδόσεις Penguin Books Ltd, 2016, σ. 480.
[4]          Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος:  https://www.facebook.com/photo fbid=6040558065974344&set=pcb.6040559839307500
[5]             Ο Βίκτορ Έμιλ Φρανκλ (Viktor Emil Frankl) (26 Μαρτίου 1905 – 2 Σεπτεμβρίου 1997)[10] ήταν Αυστριακός νευρολόγοςψυχίατροςφιλόσοφοςσυγγραφέας και επιζών του Ολοκαυτώματος.[11]
               https://el.wikipedia.org/wiki/
[6]            «Ανθίζω στα κάγκελα»,Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Ημερολόγιο πανδημίας (ανέκδοτη ποιητική συλλογή).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.