You are currently viewing Δανάη Τσουλιά:  ένα διήγημα 

Δανάη Τσουλιά:  ένα διήγημα 

 

« …και το διαμαντένιο Ντεμερντέσι…»

                               

                                                                                   «…έχει μέσα πολλές αλήθειες […]

                                                                                 που είναι καλύτερες κι από ψέμα…»                            

                                                                                           Μιγκουέλ Θερβάντες

 

Χλιαρός ο ήλιος τρυπώνει από τα κουρτινάκια και  παίζει με τα χρώματα της τριμμένης βρανιάς[1]. Πρωί ακόμα, κι ο Ηρακλής έχει  κιόλας στρίψει τα μισά του τσιγάρα. Πάλι έχει τη σκάση του, το ντέρτι του. «Να, εδώ!» δείχνει χτυπώντας το στήθος του «εδώ, μαρή, θα σκάσω!»  φωνάζει στη Βαγγελιώ και παφ- πούφ «πίνει» τα τσιγάρα του. Τρέχουν τα δάκρυα και δεν τα συγκρατεί.

Μάρτης πια.  Τι κι αν  τα χιόνια έλιωσαν με τους νοτιάδες,, καινούργια έπεσαν… Δε λέει να τελειώσει ο χειμώνας σ΄ αυτόν τον τόπο που ήρθαν, πάνε μερικά χρόνια τώρα. Ασπρογκρίζος ο ουρανός τούς σκεπάζει για μήνες  και το κρύο τούς κρατάει κλεισμένους γύρω από τα μαγκάλια, να προσπαθούν να ζεσταθούν, να κάθονται άπραγοι ώρες ατέλειωτες και να συλλογιούνται  τι είχανε, τι χάσανε, τι έχουν τώρα,  αυτός, ο Ηρακλής, και καμιά τριανταριά ακόμα οικογένειες από τα μέρη της Προύσας. Πρόσφυγες. Στην άκρη αυτής της ορεινής πόλης. Τόσο κρύο, τέτοιο χιόνι δεν το ’ξεραν εκεί στην Πατρίδα. Είχαν και βροχές και χαλάζια. Βέβαια! Άσπριζαν οι κορυφές στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Ο ήλιος όμως χαμογελούσε συχνά, πολύ συχνά, διώχνοντας τα σύννεφα. Νοτισμένος  ερχόταν ο αέρας από τα νερά της Προποντίδας.

«Εδώ έχει νερά και γίνονται μεγάλες οι τομάτες» μήνυσαν ο ένας στον άλλον και συμμαζευτήκαν μακριά από εκείνον τον κάμπο  όπου πρωτοβρέθηκαν μετά την καραντίνα της Καλαμαριάς, μακριά από τα κουνούπια και την ελονοσία. Γεωργοί οι περισσότεροι, αποζητούσαν έναν τόπο να τον δουλέψουν για να ζήσουν τα παιδιά τους. Έτσι βρέθηκαν σ΄ αυτά τα μέρη. Τους έδωσαν σπίτια και λίγα στρέμματα κλήρο – αυτά που άφησαν με την Ανταλλαγή φεύγοντας οι Μουσουλμάνοι- τα παιδιά ξεκίνησαν το σχολείο. Δοκίμασαν  να βάλουν σε έναν δρόμο τη ζωή τους, αλλά ο νους τους δεν φεύγει  από το Χωριό, το Ντεμερντέσι[2]!  Καρτερούν τη μέρα της επιστροφής. Εκεί!

. Άνοιξη μυρίζει, κοντά στο πηγάδι μπουμπουκιάζει η καϊσιά. «Αϊ Θανάσ΄ γκελντί, γιαζ΄ γκελντί» έλεγαν στο χωριό Τούρκοι και Ρωμιοί από τα μέσα κιόλας του Φλεβάρη. Το θυμάται ο Ηρακλής και βουρκώνει, κι όλο στρίβει στα χαρτάκια τον καπνό.

 -Στο Ντεμερντές πάλε, μπρε, είσαι! Νισάφ΄ πια!  Σήκω! Με την κλάψα δε βγαιν΄ τίποτα!

Στη φωνή της Βαγγελιώς σαν να ξύπνησε. Πάτησε το τσιγάρο και σηκώθηκε, βαρύς αλλά αποφασισμένος

-Να παγαίνω , μαρή… Να διώ τι έκαμε εκειό τ΄ αμπελ΄

Κατέβηκε στο κελάρι, πήρε έναν τσεκμέ[3] και μια τσάπα, έλυσε και το γαϊδουράκι και με ένα «τσ, τσ» και ένα βιτσιμα ξεκίνησε. Βιάζεται να απομακρυνθεί από το μάτι της Βαγγελιώς που γνοιασμένα τον παρακολουθεί, να φτάσει στο αμπελάκι του εκεί κοντά στους Μύλους.

Θλιμμένο, σαν κι αυτόν,  το τοπίο γύρω του. Ακόμα δεν έχουν ξυπνήσει τα δέντρα. Ήρεμες κορυφογραμμές, όμορφα  βουνά αντίκρυ του, σαν  κάτι να κρύβουν, βουβά και ανυπόταχτα. Γυμνά. Πού στα μέρη τους… Πλαγιές με καρυδιές, μουριές, ελιές, πολλές ελιές, κι αμπέλια πολλά! Μπερεκέτια[4]!!

Ως τον Άγιο Μηνά, όσο προχωρά, ξαλαφρώνει λίγο λίγο

-Μα, τι κάνει αυτός; Με μαχαίρ΄  θαλ΄ να κλαδέψ΄ το κλήμα;  «Μπρέ, Αλλάχ …συνί βερσιν!»

Τράβηξε ο Ηρακλής το χαλινάρι και το γαϊδουράκι  στάθηκε

-Ε! Πατριώτ΄, καλημέρα!

Τον αναγνώρισε. Ήταν ο Ηλίας, ο Ήλος ο ξυλοκόπος από τον παραπάνω μαχαλά

-Καλημέρα!

-Τι έκαμες αυτού, μπρε;;

– Κλαδεύω. Άνοιξη ήρθε, πέρασε του Αγίου Τρύφωνα!

-Πάρε έναν τσεκμέ[5] μπάρεμ, να κάμ΄ς καλά τη δουλεια σ΄! Να, στέκα να διεις.

Κι ο Ηρακλής βρέθηκε κοντά του, γονατιστός και βάλθηκε να βοηθά τον άλλον πώς να κλαδεύει το αμπέλι του. Μετακινούνταν ανάλαφρα από κλήμα σε κλήμα, χωρίς καν να σηκώνεται Υπάκουος ο τσεκμές στο επιδέξιο χέρι του, έκοβε τις ξερές κληματόβεργες. Σκυφτός μπροστά σε κάθε κλήμα αυτός ο πανύψηλος άντρας, στοργικός,  το περιποιούνταν σαν να ήταν το παιδάκι του που του ΄σιαζε το γιακά, πριν κινήσει για το σχολείο. Με το άλλο χέρι συμμάζευε τις βέργες  σε δεματάκια.

– Αυτές κράτα τες για προσάναμμα

– Α, α, ρόσκες, ρόσκες …συμφώνησε ο Ήλος

Δούλεψε ο Ηρακλής  σε καμιά δεκαριά κλήματα και πια είπε να φύγει

– Κάτσε, πατριώτη, έχω τσίπουρο. Να πιούμε: Να ευχαριστήσω!

Ήπιαν το τσίπουρο, έτσι, από το μπουκάλι. Ζεστό-ζεστό το ένιωσε να κατεβαίνει στα στήθια του, εκεί που βαρούσε τη γροθιά του κι έδειχνε το ντέρτι του. Είπαν λίγες κουβέντες ακόμα με τον Ήλο, ξεχάστηκε. Γλυκάθηκε η ψυχή του. Καθώς προχώρησε η ώρα γλύκανε και ο αέρας. Καλά ήταν.

Καβάλησε το γαϊδουράκι του και κίνησε να φύγει

-Ε, μπρε, δε μου είπες. Πού έμαθες να κλαδεύεις; Από πού είσαι;

Δε σταμάτησε την πορεία του, δε γύρισε να κοιτάξει τον άλλο.

-Από τη μαλαματένια Προύσα και το διαμαντένιο Ντεμερντέσι!! φώναξε.

Και τα μάτια του έγιναν δυο λίμνες θολές. Πάλι.

                 

                                                                 

[1] Στρωσίδι από κουρέλια, κουρελού

[2] Demirdas, στα περίχωρα της Προύσας.

[3] [3] πριονωτό μαχαίρι

[4] Πλούτη, αφθονία αγαθών

 (Για τους πρόσφυγες του 1922, για τους πρόσφυγες όπου γης)    

This Post Has One Comment

  1. Theodora vourgoutzi

    Πολύ όμοφη διήγηση! Συγκινητικό! Ευχαριστώ!

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.