You are currently viewing Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτίνου: ένα διήγημα

Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτίνου: ένα διήγημα

 ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΙΚΡΗ ΜΑΣΕΖ

 

Την πρώτη φορά που την είδε, την προσπέρασε, θα ’λεγε κανείς, χωρίς να μπορεί να υποψιαστεί το βαθμό του εθισμού που θα αποκτούσε στη συνέχεια.
Ήταν κι αυτός ο πόνος στην ωμοπλάτη, πάνω, δεξιά, που δεν τον άφηνε να σκεφτεί ή να νιώσει τίποτα άλλο.
«Ανεβείτε στον επάνω όροφο, θα σας κάνει μασάζ η Χάρις», του είπε η υπεύθυνη.
Μα αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα θα μπορέσει να του θεραπεύσει την πλάτη; Την κοίταξε καχύποπτα, εστιάζοντας στα χέρια της. Του φάνηκαν εξίσου μικροσκοπικά, αλλά δεν είχε κανένα επιχείρημα για να προβάλει αντίσταση. Την ακολούθησε λοιπόν απρόθυμα στον επάνω όροφο.
Κεριά, ανατολίτικη μουσική και μια ηδονική μυρωδιά από βανίλια τον υποδέχτηκαν.
Ξάπλωσε το πονεμένο του κορμί στο στρώμα του μασάζ και την κοίταξε, επιτέλους.
«Υποφέρω, δεσποινίς. Θα σας ήμουν ευγνώμων αν τα καταφέρνατε να με απαλλάξετε από όλο αυτό…»
«Θα βάλω τα δυνατά μου», του απάντησε και η φωνή της τον χαλάρωσε αμέσως. Από πού έβγαινε αυτή η βραχνή, αισθαντική φωνή; Αυτό το μικροσκοπικό λαρύγγι είναι ικανό να παράγει τέτοιο ασύλληπτο ήχο; Παραξενεύτηκε.
Μια ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη διαδέχτηκε την πρώτη. Τα χέρια της.
Ω, τι θαύμα διαπερνούσε τη σπονδυλική του στήλη! Αν ήταν μουσικός, θα μπορούσε άνετα να γράψει μια ωδή για τα χέρια της. Αυτό ακριβώς του θύμισαν. Κλασική μουσική, με όλη την αρμονία, την ακρίβεια, την τελειότητα.   Τα μικροσκοπικά της χέρια έδιναν τέτοια πίεση στο σώμα του, που αποτελούσαν σίγουρα αντικείμενο μελέτης της φυσικής.
Του ξεκλείδωναν όλο το σώμα, ξεμπλόκαραν κόμπους που είχαν βγάλει ρίζες μέσα του για χρόνια. Κόμποι έκαναν θριαμβευτική παρέλαση στο σώμα του. Κόμποι εξωτερικής και εσωτερικής φύσεως, ένα σμάρι από άλυτα πράγματα. Ένιωσε όπως ένα παιδί που του χαρίζουν αναπάντεχα ένα ταξίδι με το αεροπλάνο. Εκεί, μπροστά στο πιλοτήριο, κυρίαρχος του κόσμου. Αεροπλάνο, πόσο φανταστικό!
Θυμήθηκε την ιστορία με τον Αντουαν Ντε Σαιντ Εξυπερύ και τη γυναίκα της ζωής του, την Κονσουέλο.  «Αγαπάω τα χέρια σας και θέλω να τα έχω μόνο δικά μου», αυτή την πρόταση  της έκανε στους αιθέρες, τις πρώτες τους  ώρες μαζί.  Αιθέρες… η αλήθεια είναι πως από τότε που πρωτοταξίδεψαν τα χέρια της μικρής μασέζ  στο σώμα του, εκεί θητεύει, στους αιθέρες. Μονίμως υπερίπταται.
«Τελειώσαμε!» του ψιθύρισε μετά από λίγο. Έμεινε να την κοιτάζει.
«Όλα καλά; Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε η συγκλονιστική φωνή.
Συμβαίνει. Αλλά δεν μπορώ να σου πω.
«Όχι… Όλα καλά, όλα καλά», επανέλαβε για να πείσει τον εαυτό του.
«Σας βοήθησε το μασάζ;» Του χαμογέλασε.
Αν τον βοήθησε… Για την ακρίβεια, ένιωθε τόσο ανάλαφρος, σαν να πέρασε από πάνω του ένα σύννεφο από πεταλούδες. Ξαφνικά, τα λόγια τού φάνηκαν λίγα. Τι να της έλεγε; «Ναι, με βοήθησε;» Πώς να υπηρετήσουν οι λέξεις όλο αυτό που του συνέβη;
Της έγνεψε καταφατικά. Πόσα πολλά ήθελε να της πει…
«Πρέπει να φύγω, έχω κι άλλο μασάζ σε λίγο».
Δηλαδή κάποιος άλλος θα το ζήσει όλο αυτό; Ξαφνικά τον κατέλαβε ενσυναίσθηση για όλους τους απατημένους συζύγους. Μάζεψε τα πράγματά του και βγήκε στον καθαρό αέρα.
Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Επιθυμούσε μέχρι παράκρουσης να ξαναδεί τη μικρή μασέζ. Να την επεξεργαστεί, να κοιτάξει βαθιά μέσα της, να δεχτεί τα δώρα των χεριών της.
Γύρισε στο σπίτι, με την ελπίδα να μην πετύχει τη γυναίκα του. Ένιωθε σαν να την είχε απατήσει. Κι όλο αυτό δεν είναι μια μορφή απάτης; Και στην τελική ποιος καθορίζει τι είναι προδοσία και τι όχι;
Ήταν τυχερός. Η γυναίκα του έλειπε.

Πέρασαν οι μέρες, οι βδομάδες, τελείωσε  ο χειμώνας, μπήκε και η άνοιξη με τυμπανοκρουσίες και ανθισμένα λιβάδια και το μόνο που έμεινε σταθερό ήταν το ραντεβού του για μασάζ. Μία φορά στις τρεις βδομάδες, τόσο του πρότεινε η υπεύθυνη του ινστιτούτου. Γιατί αν ήταν στο χέρι του, θα την έβλεπε κάθε βδομάδα. Μετρούσε τις μέρες σαν φαντάρος, σαν εξόριστος. Τα εξαίσια χέρια της του χάριζαν πάντα το ίδιο ονειρικό πέπλο. Σπάνια αντάλλασσαν κουβέντες, αλλά με τον καιρό απέκτησαν ένα είδος οικειότητας.

«Εσείς; Με τι ασχολείστε;» τον ρώτησε ένα απόγευμα μετά το μασάζ.
Για κάποιο λόγο ένιωσε να μοιράζεται μαζί της την οικειότητα που έχει κανείς με μια πουτάνα. Μοιράζονται μαζί ένα τσιγάρο στο τέλος, ανταλλάσσουν μερικές αμήχανες κουβέντες και μετά ντύνονται στα γρήγορα.
«Λογιστής».
«Α… ενδιαφέρον» είπε με ύφος κανενός απολύτως ενδιαφέροντος. Ενδιαφέρον, λένε οι άνθρωποι και μετά κολλάνε, δεν έχουν τι να προσθέσουν.
Πώς γίνεται το επάγγελμά σου να σε καθορίζει;  Όχι,  δεν είμαι μόνο αυτό, διαβάζω Καμύ, αγαπώ το τρέξιμο, τα ωραία κρασιά,  ακούω Bruce Springstin…
Ταμπέλες. Τον κυνηγούν σε όλη του τη ζωή.  Λογιστής ίσον βαρετός, μουσικός ίσον ενδιαφέρων, πολλά υποσχόμενος τύπος, μπαργούμαν ίσον εύκολη και ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Τον αποχαιρέτησε με το βλέμμα της.
Στο σπίτι, η γυναίκα του τον περίμενε εναγωνίως για να τον ζαλίσει με τα πιο ασήμαντα θέματα. «Θα ερθει πάλι αυτός για το πλυντήριο; Δεν το αλλάζουμε το ρημάδι;..» Κι αυτός ήταν όπως πάντα, αλλού.
«Ω, δεν με νοιάζει! Κανόνισε ό,τι θες!» ύψωσε τον τόνο της φωνής του, πράγμα σπάνιο.
Η γυναίκα του αιφνιδιάστηκε.
«Πολύ τσιτωμένος είσαι! Μήπως θες ένα μασάζ;» έβαλε τα χέρια της στους ώμους του κι αυτός εκσφενδονίστηκε στην άλλη άκρη του δωματίου.
«Όχι… Όχι, ευχαριστώ…» ψέλλισε. Ένιωσε τα χέρια της τραχιά και χλιαρά, σαν να συγκρατούν  ένα απωθητικό υγρό κάτω από την επιφάνειά τους.
Κάποια χέρια είναι φτιαγμένα για χάδια και κάποια για δουλειές. Κάποια για να βουλιάζουν στην πούδρα και κάποια να τρίβουν ταψιά. Πώς αλλιώς να το εξηγήσεις;
Κάποια χέρια είναι πλασμένα για κάτι ανώτερο. Είναι καθαρά θέμα εντελέχειας.

Ανηφόρισε προς το ινστιτούτο, νιώθοντας τον ιδρώτα να γλιστράει από παντού, κάθε εκατοστό του σώματός του. Τέλη Ιούλη, η Αθήνα άρχισε να αδειάζει. Ήταν μόνο η ζέστη ή η σκέψη ότι θα τη δει; Έξι μήνες είχαν περάσει από το πρώτο του μασάζ και ένιωθε πάντα την ίδια έξαψη.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι , βύθισε το κεφάλι του στην τρύπα και άνοιξε τα μάτια του. Τα δάχτυλα των ποδιών της, εκτεθειμένα σε κοινή θέα μέσα από τα σανδάλια της, του έδωσαν τροφή για νέες φαντασιώσεις. Τελικά δεν είναι μόνο τα χέρια της άξια για ένα μικρό διήγημα, είναι και τα πόδια της!
Σε κάθε της κίνηση υπάρχει ποίηση συμπυκνωμένη.
Πολύ θα ήθελε να ξέρει  τι να σκέφτεται άραγε η μικρή μασέζ. Πώς γίνεται να παίρνει αυτός τόσα πολλά; Αυτή, δεν νιώθει τίποτα;
Το αποφάσισε. Θα της μιλήσει, αλλιώς θα αρρωστήσει. Είναι ήδη άρρωστος, το ξέρει.
Θα της μιλήσει, αλλά όχι τώρα. Την επόμενη φορά.
Κάθε φορά που ένας άνθρωπος είναι βέβαιος ότι θα υπάρξει επόμενη φορά, διαψεύδεται πανηγυρικά.
Την επόμενη φορά πήγε προετοιμασμένος ψυχολογικά για να της μιλήσει. Είχε κάνει ένα σωρό πρόβες μπροστά στον καθρέφτη. Ένιωθε σαν να πηγαίνει για πρόταση γάμου, σχεδόν έβλεπε την ανθοδέσμη να τρέμει στα χέρια του.
«Η Χάρις δεν είναι εδώ», του δήλωσε η υπεύθυνη.
«Πήρε άδεια, θα δει το αγόρι της στο Ναύπλιο», είπε η πεντικιουρίστα από δίπλα και τον κοίταξε με νόημα.
Χλόμιασε.
«Μην ανησυχείτε, θα σας κάνω εγώ μασάζ!» δήλωσε η αφεντικίνα.
Τι να της έλεγε;
Βασανιστική εμπειρία, το δίχως άλλο. Ήταν πολύ νταβραντισμένη, ήξερε βέβαια από μασάζ, αλλά σχεδόν τον πονούσε. Ποια χέρια θα μπορούσαν να συγκριθούν με τα δικά της;
«Είστε πολύ σφιγμένος. Προσπαθήστε να χαλαρώσετε», τον συμβούλεψε η μασέζ. Πώς να χαλαρώσει, όταν σκέφτεται τα χέρια της να είναι μ’ αυτόν, να τον γδύνουν, να τον γδέρνουν από λύσσα;

Την επόμενη φορά, πήρε μια νέα απόφαση καθώς την περίμενε. Ένιωθε γελοίος, δεν μπορούσε να αρθρώσει το παραμικρό. Θα της άφηνε ένα σημείωμα. Ένα σημείωμα πάνω στο χαρτονόμισμα του φιλοδωρήματος. Πιο ρομαντικό, αποφάσισε, χώνοντας το χαρτονόμισμα στο μικρό βάζο για τα φιλοδωρήματα.

Η Χάρις βιαζόταν, σαν το σκυλί που θέλει να ξαμοληθεί στα λιβάδια. Περνούσε τα φανάρια με βαθύ πορτοκαλί, έτρεχε για το βενζινάδικο, φούλαρε το αμάξι και βγήκε στην Εθνική. Πού να προσέξει το σημείωμα στο χαρτονόμισμα; Το πάσαρε γρήγορα στο παιδί στο βενζινάδικο. Ο καλός της την περίμενε στο Ναύπλιο. Επιτέλους, τα αυτοκίνητα ξεκόλλησαν, ο δρόμος άνοιξε.  Άνοιξε κι αυτή το παράθυρο, ξέροντας πως μετά από χρόνια θα γυρνάει συνεχώς σ’ αυτή τη στιγμή. Όταν θα είναι σκυμμένη μπροστά από τον νεροχύτη, οικοκυρά, όταν θα σιδερώνει ατέλειωτες ντάνες από ρούχα. Ποιος να είναι άραγε αυτός που θα κάθεται απέναντί της στο τραπέζι; Αυτός; Και χωράει όλη αυτή η τρέλα μέσα στα κουτιά του γάμου, σ’ αυτό το αυστηρό σχήμα με τη γραμμική πορεία; Τι κάθεται και σκέφτεται τώρα; Το μόνο που μετράει είναι ο δρόμος, ο Μαργαρίτης που παίζει στη διαπασών στο ραδιόφωνο. Πεθαίνω για σένα… Και η στιγμή που θα την καταβροχθίσει  με τα μάτια του.
Ο λογιστής γύρισε στο σπίτι νωρίς. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε πουθενά να πάει. Βρήκε τη γυναίκα του να  σιδερώνει.
«Κάτσε λίγο να τα πούμε» του είπε, πατώντας το γιακά του πουκαμίσου του με το σίδερο.
Τι να πούμε, τώρα πια; Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως δεν έχουμε τίποτα να πούμε.

Βγήκε στο μπαλκόνι για να ποτίσει τα φυτά.
Μερικά μέτρα πιο πέρα, στο περίπτερο, ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ ταξίδευε στα χέρια ενός φοιτητή. Κοίταξε την κοπέλα του περιπτέρου, της έσκασε κι ένα χαμόγελο και πήρε τα τσιγάρα του.
«Αγαπώ τα χέρια σας και θέλω να τα έχω μόνο δικά μου…»
Η κοπέλα έμεινε να κοιτάει μία αυτόν, καθώς έφευγε, και μία το σημείωμα. Μα πώς και δεν τον είχε προσέξει τόσο καιρό που ερχόταν εδώ πέρα; Κοίταξε τα χέρια της και τα φαντάστηκε πλεγμένα με τα δικά του. Την επόμενη φορά, θα του γράψω κάτι κι εγώ, αποφάσισε. Πήρε το μικρό της σημειωματάριο.
Τα χέρια σου… ταξίδι σε νυχτερινή πτήση. Αν μπορούσα…
Σχοινοβατώ…τα χέρια σου δίχτυ ασφαλείας…  Κάτι δεν της άρεσε, δεν ταίριαζε. Όλα τα έβρισκε κλισέ.
Μα κάτι έπρεπε να βρει για να του απαντήσει, κάτι έξυπνο, σπιρτόζικο, ταξιδιάρικο. Κόλλησε. Περπάτησε στην καλοκαιρινή νύχτα για το σπίτι. Ο αέρας μύριζε γιασεμί, και όλως περιέργως δεν υπήρχε ίχνος από φυτά τριγύρω.
Τα χέρια σου μικροί θεοί, θα ρθω για θυσία…
Το βράδυ ονειρεύτηκε πως περπατούσε σε ένα πυκνό δάσος από χέρια και χαμογέλασε στον ύπνο της, σαν μωρό.
Και η μικρή μασέζ χαμογελούσε στον ύπνο της, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για τον κύριο λογιστή που δεν χωρούσε στον δικό του ύπνο. Πού να χωρέσει, τώρα που αλώθηκε από  τα μαργαριτάρια που κρύβονταν στα χέρια της;

 

 

 

Βιογραφικό Σημείωμα

 

Η Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτίνου γεννήθηκε το 1980 στην Πάφο (Κύπρος). Σπούδασε Ελληνική φιλολογία (E.K.Π.Α)  και θέατρο στο «Νέο Ελληνικό Θέατρο». Διαθέτει Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό δίπλωμα στην Ηθική φιλοσοφία (Ε.Κ.Π.Α). Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά.  Έχει διακριθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς σε Ελλάδα και Κύπρο με διηγήματα και παραμύθια. Διηγήματα και άρθρα της υπάρχουν στο lemilou.blogspot.com και στο 121 words. Το πρώτο της μυθιστόρημα είναι υπό έκδοση από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.