You are currently viewing Ευσταθία Δήμου: Antonia Pozzi, Ο θάνατος των αστεριών. Δίγλωσση έκδοση, Εισαγωγή – Μετάφραση: Άννα Γρίβα, Ευαγγελία Πολύμου, Ενύπνιο, Αθήνα 2021.

Ευσταθία Δήμου: Antonia Pozzi, Ο θάνατος των αστεριών. Δίγλωσση έκδοση, Εισαγωγή – Μετάφραση: Άννα Γρίβα, Ευαγγελία Πολύμου, Ενύπνιο, Αθήνα 2021.

Η  ποίηση  της  Antonia  Pozzi

 

 

Η Antonia Pozzi (1912 – 1938) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες ιταλίδες ποιήτριες του 20ου αιώνα. Το έργο της, αν και έγινε γνωστό μετά την αυτοκτονία της, στα 26 της χρόνια, υπήρξε μοναδικό και αξεπέραστο στο μέτρο και στο βαθμό που η ποιήτρια ακολούθησε τη δική της ποιητική διαδρομή και χάραξε τις δικές της κατευθυντήριες αρχές για την ποιητική σύνθεση και δημιουργία. Τα τριακόσια και πλέον ποιήματα που άφησε πίσω της, γραμμένα από το 1929 μέχρι το 1938, και που κυκλοφόρησαν σε μεταθανάτιες εκδόσεις μαρτυρούν μία ποιητική φωνή βαθιά και έντονα λυρική και μία ποιητική ιδιοσυγκρασία εξαιρετικά ευαίσθητη, σφραγισμένη από τη μοναξιά και από την εναγώνια επιθυμία σύλληψης της πραγματικότητας με τους όρους που η ίδια η ποίηση θέτει και προϋποθέτει. Γι’ αυτό και το έργο της χαρακτηρίζεται από τόσο έντονη ποιητικότητα και από μια αίσθηση αναζήτησης ενός νοήματος για την ύπαρξη και τον κόσμο που δεν μπορεί να βρίσκεται πουθενά αλλού παρά μόνο μέσα στους στίχους.

Η ποίηση της Pozzi είναι, κατά βάση, μία ποίηση αυτοβιογραφική. Η ποιήτρια, δηλαδή, εκκινεί σε μεγάλο βαθμό από το προσωπικό της βίωμα, τις εμπειρίες της που αφορούν κυρίως τον έρωτά της προς τον καθηγητή της, Antonio Cervi, τη ζωή της μέσα στην οικογένειά της, αλλά και από ό τι προσλάμβανε η ίδια μέσω των αισθήσεών της ως ποιητικό ερέθισμα προερχόμενο είτε από τη φύση, είτε από τις δραστηριότητές της, είτε από τους ανθρώπους και τις σχέσεις της μαζί τους. Από αυτήν την άποψη θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι η ποίηση της Pozzi διατηρεί σαφείς και στενούς δεσμούς με τον ρεαλισμό, με δεδομένο ότι η αφορμή και η αφετηρία της είναι πραγματικά, υπαρκτά πρόσωπα, βιώματα, εμπειρίες, ταξίδια, εικόνες, στιγμές και περιστατικά. Στην πραγματικότητα, όμως, η σύνδεση και η σχέση αυτή μένει σε ένα πρώτο, επιφανειακό επίπεδο και η λογοτεχνική μετουσίωση του άμεσα αντιληπτού έρχεται για να υποκαταστήσει ή, μάλλον, για να μεταστοιχειώσει την αλήθεια, να την κάνει να λάμψει ευκρινέστερη και, σαφώς, πιο καίρια και καταλυτική.

Το στοιχείο εκείνο που χαρακτηρίζει περισσότερο από κάθε άλλο την στιχουργία της είναι το απολύτως προσωπικό ύφος και ήθος των ποιημάτων της. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η  Pozzi δεν έχει δεχθεί επιρροές από άλλους ποιητές, σύγχρονους και προγενέστερους, Ίσα ίσα που τα διαβάσματά της είναι πολλά, ποικίλα και ιδιαίτερα προσεκτικά. Η διαμόρφωση, όμως, της ποίησης και της ποιητικής της ακολούθησε τον δικό της δρόμο χωρίς, έτσι, να μπορεί να εντοπίσει κανείς κάποια άμεση και ευθεία αναφορά, εξάρτηση ή επιρροή άλλον ποιητή. Από αυτήν την άποψη, η ποιήτρια αξίζει να μελετηθεί και να διαβασθεί ως ενδεικτική περίπτωση μιας καλλιτέχνιδος που αναζητώντας το προσωπικό της στίγμα κατέκτησε την ιδιαίτερη, ξεχωριστή της θέση μέσα στην ιταλική και, γενικότερα, την ευρωπαϊκή λογοτεχνία.

Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων του βιβλίου, τα οποία παρατίθενται αντικριστά στο πρωτότυπο και στην ελληνική τους μετάφραση από τις Άννα Γρίβα και Ευαγγελία Πολύμου, διαμορφώνει κανείς την εντύπωση μιας ποίησης απολύτως προσωπικής, με τον ίδιο τρόπο που υπήρξε προσωπική η αρχαία ελληνική λυρική ποίηση με την οποία εισήχθη και καθιερώθηκε στην ποιητική πράξη και πρακτική η εξομολόγηση, η παραδοχή, η ανάδυση του αισθήματος του καλλιτέχνη και η μετουσίωση του σε στίχους. Η Pozzi εικονοποιεί, ουσιαστικά, αυτό που θα μπορούσε να προσδιορίσει κανείς ως την ανάλαφρη πτώση του ανθρώπου, όπως αυτή συμβαίνει και εντοπίζεται μέσα στη φύση και τις εκφάνσεις της: ανακαλύπτεις το κύμα του χρόνου/ και τη μυστική σου/ παραίτηση// όπως από κλαδί σε κλαδί/ ανάλαφρα/ πέφτουν τα πουλιά/ που πια τα φτερά τους δεν τα βαστάζουν. («Η ζωή»). Πολλά από τα ποιήματά της τεχνουργούνται και συντίθενται γύρω από αντιθετικά δίπολα όπως αυτά του φωτός και του σκοταδιού, της σιωπής και των ήχων, με τον τρόπο που αυτά ενυπάρχουν μέσα στη ζωή και τον κόσμο, όχι μόνο για να αντιπαρατεθούν μεταξύ τους, αλλά και για να συμπληρώσουν ή να διαδεχθούν το ένα το άλλο.

Στα περισσότερα από τα ποιήματα της Pozzi μπορεί κανείς να ανιχνεύσει μία ερωτική διάθεση και τάση, έναν ερωτισμό που απορρέει και κατευθύνεται προς το αγαπημένο πρόσωπο, κάλλιστα, όμως, μπορεί να προκύπτει και από την σχέση που αναπτύσσει η ποιήτρια με τη φύση και τον τρόπο με τον οποίο αυτή μορφοποιείται και μεταμορφώνεται μέσα στο χρόνο με την έλευση των εποχών. Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για κάποιου είδους φυσιολατρία, αλλά για μια βαθιά και ουσιαστική σχέση της ποιήτριας με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο βλέπει να αντανακλάται η ψυχική διάθεση και η συναισθηματική της φόρτιση: Τα κλαδιά γίνονται χέρια χλιαρά/ που περιπλέκονται παθιασμένα/ τα φύλλα είναι στεναγμοί κρυφοί/ τ’ αστέρια γίνονται μάτια πύρινα/ και τα σύννεφα ένα σεντόνι/ που αποκαλύπτει τη γύμνια («Νύχτα εσύ Μέρα εγώ») Από αυτήν ακριβώς τη σχέση προκύπτει και η συνειδητοποίηση, πικρή και θαρραλέα ταυτόχρονα, της αναπότρεπτης πορείας των πραγμάτων, του ανθρώπου και του κόσμου προς ένα τέλος, βέβαιο, αμετάκλητο, οριστικό. Πολύ συχνά το τέλος αυτό μοιάζει να καθίσταται ο στόχος όχι μόνο της ζωής, αλλά και της ίδιας της ποίησης της Pozzi αφού πολλά από τα ποιήματά της εκκινούν από μία παρατήρηση, μία σκέψη, ένα ερέθισμα για να καταλήξουν σε απολύτως φιλοσοφημένη ενατένιση του νοήματος της ύπαρξης που εντοπίζεται ακριβώς σε αυτήν τη φυσική νομοτέλεια που θέλει το μαύρο να είναι η απόληξη μιας λαμπρής και φωτεινής πορείας: Και σαν μακρύφυλλο κολχικό/ με την πορφυρή στεφάνη των στοιχειών σου/ τρέμεις/ κάτω απ’ το μαύρο βάρος των ουρανών. («Φόβος»)

Με όπλα και εργαλεία της την ευαισθησία και την απαντοχή, το αίσθημα και τη συνείδησή της, η Pozzi κατασκευάζει το ποιητικό της σύμπαν προκειμένου να τοποθετήσει μέσα σε αυτό την ύπαρξη της και να μπορέσει, έτσι, να την υπερασπιστεί και να την προστατεύσει. Με την ανεξάντλητη δύναμη που η τέχνη του λόγου της προσφέρει η ποιήτρια στέκεται απέναντι σε ό, τι τη δονεί, την απειλεί, τη φοβίζει και προσπαθεί να συμφιλιωθεί μαζί του ή, έστω, να το αποδεχθεί και να συμπορευθεί με την ιδέα του και την πραγμάτωσή της. Παράλληλα, αφήνεται και αφήνει ελεύθερο το ποιητικό της ένστικτο να περιηγηθεί στις ομορφιές της ζωής και του κόσμου, να αντιληφθεί το μέγεθος και το μεγαλείο του έρωτα και της φύσης, και να πλέξει έτσι το εγκώμιο και τον ύμνο τους, να τις αναδείξει σε δυνάμεις σωτήριες, λυτρωτικές και καταλυτικές, όπως ακριβώς και η ίδια η ποίηση που καταλήγει να γίνει η μήτρα της εξιδανίκευσής τους.  

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.