You are currently viewing Δημήτρης Γαβαλάς: Υποκειμενική και Αντικειμενική Τέχνη

Δημήτρης Γαβαλάς: Υποκειμενική και Αντικειμενική Τέχνη

Είπα σε φίλο, παλιό χαρτοπαίκτη, ότι από την τελευταία ανάρτηση 30 θέλω να πάω στην 31 και με απέτρεψε λέγοντάς μου ότι θα καώ: κανένας δεν τραβάει από το 30 περιμένοντας να έρθει άσσος. Έτσι το ανέβαλα και διάλεξα άλλο θέμα. Εκείνο όμως που πρέπει να διευκρινιστεί είναι το γεγονός ότι, όταν κάποιος παρουσιάζει ένα θέμα αυτό δεν σημαίνει ότι το θεωρεί και σωστό, απλώς το παρουσιάζει ως υπάρχον όπως ακριβώς και το αντίθετό του –είναι μια άποψη που αξίζει να συζητηθεί, την επόμενη φορά μπορεί να είναι η αντίθετη.

 

Σε σχετικά πρόσφατη ανάρτηση [27/1] είχα αναφερθεί στις βασικές ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου, οι οποίες γενικά μας προσανατολίζουν, και στη σχέση τους με την ποίηση. Πράγματι, για να ζήσουμε στον χωρόχρονο και στις σχέσεις/ καταστάσεις των πραγμάτων αυτού του Κόσμου, μας χρειάζονται ψυχικές λειτουργίες. Μια λειτουργία, που μας βεβαιώνει πως υπάρχει κάτι: η Αίσθηση. Μια δεύτερη, που καθορίζει τι είναι αυτό που υπάρχει: η Σκέψη. Μια τρίτη, που αποφαίνεται αν μας ταιριάζει ή όχι, αν το θέλουμε ή όχι, αν μας αρέσει ή όχι: το Συναίσθημα. Τέλος, μια τέταρτη, που πληροφορεί από πού ήρθε και πού πηγαίνει αυτό το κάτι: η Διαίσθηση. Οι τέσσερις αυτοί λειτουργικοί τύποι αντιστοιχούν σε τέσσερις τρόπους, με τους οποίους η συνείδησή μας προσανατολίζεται σε σχέση με την εμπειρία. Τα τέσσερα αυτά κριτήρια, που καθορίζουν πρότυπα συμπεριφοράς, δεν είναι παρά πλευρές ανάμεσα σε άλλες, όπως για παράδειγμα, η βούληση, η ιδιοσυγκρασία, η φαντασία, η μνήμη, κτλ. Ο βασικός τους όμως χαρακτήρας, τις καθιστά κριτήρια κατάλληλα για ταξινόμηση.

 

Η παραπάνω, λοιπόν, τετραπλή όψη, είναι το ελάχιστο όριο, το οποίο απαιτείται για μια πλήρη κρίση. Τι γίνεται όμως στην πραγματικότητα; Κανένας δεν γεννιέται με αναπτυγμένες και τις τέσσερις λειτουργίες του. Συνήθως είναι αναπτυγμένη η μία και άλλη μία μισο-αναπτυγμένη και δρα ως βοηθητική. Οι άλλες δύο δεν είναι και πρέπει μόνοι μας να τις αναπτύξουμε, με μεγάλη συνειδητή προσπάθεια. Ενώ, λοιπόν, για να έχουμε ικανοποιητική κρίση και κατανόηση χρειάζονται και οι τέσσερις λειτουργίες, και πρέπει να φτάσουμε σε σύμμετρη ανάπτυξή τους, σε αρμονική συν-λειτουργία τους, σε συντονισμό, σε σύνθεση, εμείς ζούμε μονάχα με μια ή δυο από αυτές. Επόμενο είναι λοιπόν, να μην μπορούμε να φτάσουμε ούτε σε ικανοποιητική κρίση και κατανόηση ούτε, πολύ περισσότερο, σε πλήρη, με αποτέλεσμα να βλέπουμε τα πάντα ανάλογα με τη λειτουργία που έχουμε αναπτυγμένη και συνεπώς κατά κάποιο τρόπο  να τα διαστρέφουμε ως προς την καθαυτή πραγματικότητα. Έτσι, άλλοι είναι άνθρωποι των αισθήσεων, άλλοι του συναισθήματος, άλλοι της διανόησης και βλέπουν τα πάντα μονάχα από τη δικιά τους αντίστοιχη σκοπιά.

 

Μπορώ τώρα να δώσω έναν ορισμό: Η τέχνη, που γίνεται από ανθρώπους οι οποίοι έχουν μία, δύο ή και τρεις ακόμα λειτουργίες αναπτυγμένες, λέγεται τέχνη ‘υποκειμενική’. Αντίθετα, η τέχνη, που γίνεται από ανθρώπους οι οποίοι έχουν και τις τέσσερις λειτουργίες αναπτυγμένες, λέγεται τέχνη ‘αντικειμενική’. Αυτός ο ορισμός ίσως να μην κάνει αμέσως φανερή τη διαφορά μεταξύ ‘υποκειμενικής’ τέχνης (Υ.Τ.) και ‘αντικειμενικής’ τέχνης (Α.Τ.). Αυτή, όμως, φαίνεται από τις συνέπειες του ορισμού, που δίνω πιο κάτω.

 

Όπως το άτομο, με τις λιγότερες των τεσσάρων λειτουργιών, βρίσκεται ουσιαστικά σε ένα επίπεδο, που μπορεί να ονομαστεί υπο-ανθρώπινο, και είναι ατελές και ανολοκλήρωτο, έτσι και η Υ.Τ. κινείται σε επίπεδο κατώτερο της αληθινής τέχνης, είναι ατελής, ανολοκλήρωτη και δίνει αποσπασματικές και επομένως στρεβλές εντυπώσεις για τα πράγματα. Γίνεται από ένα επίπεδο, όπου τίποτα δεν είναι δικό μας πραγματικά. Όλα όσα έχουμε είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, δανεισμένα. Όσα ονομάζουμε ιδέες, πεποιθήσεις, απόψεις, κοσμοθεωρίες, τα έχουμε πάρει από διάφορες πηγές και όλα αυτά συνιστούν το συγκεκριμένο επίπεδο, που μπορούμε να το ονομάσουμε persona. Είναι, λοιπόν, δυνατόν ένας άνθρωπος, που αποτελείται σχεδόν ολοκληρωτικά από persona, να κάνει αληθινή τέχνη; Πώς, όταν δεν έχουμε τίποτα δικό μας, παρά μονάχα ένα κατάλογο δανεισμένο από βιβλία ή δημιουργημένο από τη μίμηση έτοιμων προτύπων; Τα πάντα, λοιπόν, στην Υ.Τ. είναι ‘υποκειμενικά’ και γι’ αυτό στρεβλά: Η αντίληψη των διαφόρων εντυπώσεων από τον καλλιτέχνη, οι μορφές που χρησιμοποιεί για να εκφράσει τις εντυπώσεις του και η αντίληψη αυτών των μορφών από τους άλλους.

 

Το ίδιο φαινόμενο προκαλεί διαφορετικά συναισθήματα. Δυο καλλιτέχνες εκφράζουν τα ίδια πράγματα με διαφορετικές μεθόδους και μορφές ή διαφορετικά πράγματα με τις ίδιες μεθόδους και μορφές. Και οι άλλοι συλλαμβάνουν όχι αυτό που ήθελε να μεταδώσει ο καλλιτέχνης, αλλά αυτό που οι μορφές, τις οποίες χρησιμοποίησε για να εκφράσει τις εντυπώσεις του, μεταδίδουν συνειρμικά στον καθένα. Τα πάντα είναι ‘υποκειμενικά’ και τυχαία, στηρίζονται σε τυχαίους συνειρμούς, στην εντύπωση του καλλιτέχνη, στη ‘δημιουργία’ του και στην αντίληψη των άλλων. Δυστυχώς, όλα αυτά στη σύγχρονη τέχνη έχουν ανυψωθεί σε προτερήματα. Ακόμα και όταν η Υ.Τ. δεν είναι μονάχα μηχανική αναπαραγωγή, μίμηση της φύσης ή των ανθρώπων, απλή φαντασία ή προσπάθεια για πρωτοτυπία, ακόμα και τότε και ο καλλιτέχνης και το έργο του δημιουργούνται, δηλαδή ο καλλιτέχνης κατέχεται από ιδέες, σκέψεις, διαθέσεις, που ο ίδιος δεν κατανοεί και δεν μπορεί να ελέγξει, στο επίπεδο που βρίσκεται. Τον κυβερνούν και παίρνουν συμπτωματικά μια μορφή, που και αυτή το ίδιο συμπτωματικά επηρεάζει τους άλλους. Δεν υπάρχει τίποτα μόνιμο και καθορισμένο, όλα γίνονται χωρίς συνειδητότητα. Και η δράση της, βέβαια, δεν είναι αμετάβλητη, δεν έχει την ίδια επίδραση σε όλους, γιατί αυτή εξαρτάται από τους συνειρμούς του καθενός.

Αντίθετα σε όλα αυτά, η Α.Τ. είναι αληθινή. Όμως, το λάθος που κάνουμε είναι ότι αποδίδουμε στην Υ.Τ. χαρακτηριστικά της Α.Τ. και μας είναι αδύνατο, στην κατάσταση που βρισκόμαστε, να διακρίνουμε την Υ.Τ. από την Α.Τ. και έτσι τις θεωρούμε και τις δυο στο ίδιο επίπεδο. Ό,τι σήμερα ονομάζουμε τέχνη είναι απλώς και μόνο η Υ.Τ., που περιέγραψα πιο πάνω, δηλαδή στην ουσία καθόλου τέχνη, γιατί μονάχα η Α.Τ. είναι τέχνη πραγματική. Καθένας δίνει τη δικιά του εικόνα για τον Κόσμο, αλλά ποια είναι η εικόνα του Κόσμου; Ποιος είναι ο Κόσμος; Τις απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα, από την άποψη της τέχνης, μονάχα η Α.Τ. μπορεί να μας τις δώσει. Και αυτή γίνεται από καλλιτέχνες, που έχουν φτάσει με συνειδητή προσπάθεια στο ανθρώπινο επίπεδο της αρμονικής συν-λειτουργίας, του συντονισμού και της σύνθεσης των τεσσάρων λειτουργιών τους. Γι’ αυτό όλα συλλαμβάνονται και αποδίδονται σωστά, όπως πραγματικά είναι, αντικειμενικά, χωρίς να διαστρέφονται. Η τέχνη αυτή γίνεται από το επίπεδο της ανθρώπινης υπόστασης, του χαρακτήρα, του προσώπου, της ουσίας, όπου όλα είναι δικά μας και συγχρόνως πανανθρώπινα και παγκόσμια, γι’ αυτό και με γενική ισχύ. Χρειάζεται, όμως, προσπάθεια για να φτάσει κάποιος στην αληθινή, ουσιαστική, ανθρώπινη σύνθεση και ολοκλήρωση, γιατί η ουσία βρίσκεται πέρα και πάνω από την persona και πρέπει κάποιος να ξεπεράσει τους ρόλους που παίζει και την εικόνα του εαυτού και την αυταρέσκειά του, για να φτάσει και αναπτύξει την ουσία του. Και βέβαια όλα αυτά χρειάζονται και κόπο και προσπάθεια, που πολύ λίγο είμαστε διατεθειμένοι να καταβάλουμε. Αλλά πάνω από όλα αυτά, χρειάζεται η απόφαση να δεχτούμε όλες τις πικρές αλήθειες για τον εαυτό μας, μαζί με τη θυσία των επιθυμιών του ανώριμου εγώ.

 

Στην Α.Τ. λοιπόν, τίποτα δεν είναι τυχαίο, τα πάντα είναι ακριβώς καθορισμένα, όλα μπορούν να υπολογιστούν, όλα είναι δυνατόν να είναι σωστά. Ο καλλιτέχνης γνωρίζει και κατανοεί αυτό που θέλει να μεταδώσει και το έργο του δεν μπορεί να δίνει μίαν εντύπωση στον ένα και άλλη στον άλλο. Πάντα και με ακρίβεια δημιουργεί μια και την αυτήν εντύπωση σε όλους τους ανθρώπους. Ας θεωρήσουμε ένα επιστημονικό έργο. Είναι αδύνατο ο ένας να το καταλάβει έτσι και ο άλλος αλλιώς. Όποιος έχει αρκετή προπαρασκευή καταλαβαίνει τι έχει να πει ο συγγραφέας και ακριβώς όπως το εννοεί. Ένα έργο Α.Τ. είναι ακριβώς ένα τέτοιο επιστημονικό έργο, μόνο που αγγίζει και τη συναισθηματική και συγκινησιακή πλευρά του ανθρώπου και όχι μόνο τη διανοητική. Το έργο της Α.Τ. έχει αμετάβλητη δράση, δηλαδή την ίδια επίδραση σε όλους, αρκεί μονάχα να είναι κάποιος επαρκής και προπαρασκευασμένος.

 

Η μεγάλη όμως διαφορά μεταξύ Υ.Τ. και Α.Τ. είναι ότι στη δεύτερη ο καλλιτέχνης δημιουργεί, αντίθετα με την πρώτη, που όπως είπα δημιουργείται. Και δημιουργεί σημαίνει κάνει αυτό που είχε σκοπό να κάνει, εμφυσά στο έργο του όλες τις ιδέες και τα αισθήματα που θέλει πράγματι να εμφυσήσει και η επίδραση αυτού του έργου στους ανθρώπους είναι απόλυτα καθορισμένη. Δεν υπάρχει τίποτα το συμπτωματικό είτε στη δημιουργία είτε στις εντυπώσεις της Α.Τ. Καθένας δέχεται τις ίδιες ιδέες, τα ίδια αισθήματα, που ήθελε να μεταβιβάσει ο καλλιτέχνης, δεν υπάρχει τίποτα το ακαθόριστο, όλα γίνονται με συνειδητότητα, δημιουργούμε πραγματικά εμείς από το επίπεδο της ουσίας και του ολοκληρωμένου ανθρώπου. Γι’ αυτό, το όργανο ακέριο και καλά κουρντισμένο, αποδίδει υπέροχα και σωστά τη θεία έμπνευση. Ένα έργο, λοιπόν, της Α.Τ. πρέπει να είναι όπως ένα επιστημονικό έργο, που μεταβιβάζει όμως ιδέες όχι άμεσα, αλλά έμμεσα, με ορισμένα συναισθήματα, που τα προκαλεί συνειδητά και με τακτικό τρόπο, γνωρίζοντας τι κάνει και γιατί το κάνει. Αλλά για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται εσωτερική ενότητα, συγκρότηση, σύνθεση και ολοκλήρωση και μεγάλος αυτοέλεγχος. Επιπλέον, ο καλλιτέχνης που έχει πετύχει τη σύνθεση και είναι έτσι ικανός να φτιάξει έργα Α.Τ., τα παράγει χωρίς όμως και να τα ιδιοποιείται. Όταν τελειώνει το έργο του δεν δένεται μαζί του και ακριβώς γι’ αυτό το έργο του, απαλλαγμένο από την προσωπική ιστορία του καλλιτέχνη, παίρνει πανανθρώπινη αξία και μένει.

 

Μπορούν βέβαια να υπάρξουν ενστάσεις, όπως για παράδειγμα, ότι έτσι μεταβάλλουμε το έργο τέχνης σε επιστημονικό έργο. Εξαρτάται, όμως, με ποια κριτήρια μετράμε την τέχνη. Αν τη μετράμε από την ασυνειδητότητά της, τη μηχανιστικότητά της και το σκοτάδι της και όχι από τη συνειδητότητά της, την αυτορρύθμισή της και το φως της, τότε η ένσταση υφίσταται. Ακόμα, μπορεί να τεθεί το ερώτημα για το αν υπάρχουν έργα Α.Τ. Και βέβαια υπάρχουν, ειδικά ανάμεσα στα αρχαία έργα τέχνης, συναντάμε πολλά πράγματα, που δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε και που περιέχουν ‘κάτι’ που δεν το νιώθουμε στα σύγχρονα έργα. Αλλά επειδή δεν μπορούμε, έτσι όπως είμαστε, να αντιληφθούμε ακριβώς ποια είναι η διαφορά αυτή, πολύ γρήγορα την ξεχνάμε και συνεχίζουμε να θεωρούμε τα πάντα ως ένα είδος τέχνης. Έργα, λοιπόν, Α.Τ. με το ρίγος της αιωνιότητας θεωρούνται η Οδύσσεια, η Θεία Κωμωδία, ο Φάουστ.

Μια σύγχρονη προσπάθεια στον τομέα αυτό είναι η ‘μυθολογική μέθοδος’ της ‘αντικειμενικής συστοιχίας’ του Eliot και τα Τέσσερα Κουαρτέτα του. Ακόμα, η Μεγάλη Σφίγγα της Αιγύπτου και μερικά αρχιτεκτονικά έργα γνωστά από την ιστορία. Επίσης, έχουν διασωθεί θρύλοι για διάφορα αγάλματα, όπως του Δία στην Ολυμπία, που προκαλούσαν πάντα και σε όλους μια καθορισμένη και ταυτόσημη εντύπωση. Και μόνο ότι υπάρχουν τέτοιες ιστορίες, δείχνει ότι οι άνθρωποι καταλάβαιναν κάποτε πως η διαφορά ανάμεσα στην πραγματική και στην ψεύτικη τέχνη βρισκόταν ακριβώς σε αυτό: Σε μια μόνιμη, αντίστοιχα σε μια συμπτωματική, εντύπωση. Ο Βιβλικός μύθος της καταστροφής των τειχών της Ιεριχούς με τη μουσική, είναι ακριβώς ένας μύθος αντικειμενικής μουσικής, η οποία μπορεί να πετύχει καθορισμένα αποτελέσματα, όχι μόνο ψυχικά, αλλά και υλικά. Στον μύθο του Ορφέα υπάρχουν νύξεις αντικειμενικής μουσικής, γιατί ο Ορφέας δίδασκε με τη μουσική. Ας θυμηθούμε ακόμα τον Αρίωνα τον κιθαρωδό και την Τζιοκόντα του Da Vintsi.

 

Τελειώνω με τη μαρτυρία ενός Ρώσου αναζητητή των αρχών του προηγούμενου αιώνα: «Στα ταξίδια μας στην Κεντρική Ασία βρήκαμε στην έρημο ένα παράξενο άγαλμα, που νομίσαμε ότι παράσταινε κάποιον αρχαίο θεό ή δαίμονα. Στην αρχή μας έδωσε απλώς την εντύπωση του αξιοπερίεργου. Αλλά έπειτα από λίγο αρχίσαμε να νιώθουμε ότι αυτό το άγαλμα περιείχε πολλά στοιχεία, ένα μεγάλο, πλήρες και πολύπλοκο σύστημα κοσμολογίας. Και σιγά σιγά, βήμα το βήμα, αρχίσαμε να αποκρυπτογραφούμε το σύστημα, που βρισκόταν αποτυπωμένο στο σώμα του αγάλματος, στα πόδια του, στα χέρια του, στο κεφάλι του, στα μάτια του, στα αυτιά του, παντού. Σε ολόκληρο το άγαλμα δεν υπήρχε τίποτα το τυχαίο, τίποτα που να μην είχε νόημα. Και σιγά σιγά καταλάβαμε τον σκοπό των ανθρώπων που το έφτιαξαν. Αρχίσαμε να νιώθουμε τις σκέψεις τους, τα αισθήματά τους. Συλλάβαμε το νόημα, που ήθελαν να μεταδώσουν μέσα από χιλιάδες χρόνια και όχι μόνο το νόημα, αλλά όλα τα αισθήματα και τις συγκινήσεις, που είχαν σχέση με αυτό. Αυτή ήταν πραγματική τέχνη». [Γκουρτζίεφ, αναφορά από τον Ουσπένσκι].

Μονάχα βέβαια που πρέπει να γίνει κάποιος επαρκής και ικανός να την κατανοήσει. Όλα αυτά θα ήτανε απλώς και μόνο θεωρίες χωρίς αντίκρισμα, όπως τόσες άλλες, αλλά δεν είναι έτσι. Μπορεί κάποιος να συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της εσωτερικής σύνθεσης και να εργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση, να την πετύχει και να την βιώσει και να γίνει έτσι ικανός είτε να δημιουργήσει έργα Α.Τ. είτε να τα κατανοεί. Όμως, μονάχα μονοπάτια δύσκολα φέρνουν εκεί, ενώ εμείς προτιμάμε την άνεση και την ευκολία των λεωφόρων, που οδηγούν στην εφήμερη επιτυχία, με όσα αυτή συνεπάγεται από την άποψη επιβολής και ηδονισμού, για τον εγωκεντρισμό μας. Δεν ενδιαφερόμαστε πια να φτιάξουμε έργα, που να διαρκέσουν και να γίνουν σκαλοπάτια για την πιο πέρα άνοδο του πνευματικού πολιτισμού, ενδιαφερόμαστε μονάχα για την προσωπική μας επιτυχία και αυτό ακριβώς συνιστά την αυτοαναίρεση της τέχνης μας.

 

 

Δημήτρης Γαβαλάς

O Δημήτρης Γαβαλάς γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1949. Σπούδασε Μαθηματικά, Κυβερνητική και Συστήματα Αυτομάτου Ελέγχου σε μεταπτυχιακές σπουδές και Ψυχολογία του Βάθους σε ελεύθερες σπουδές. Εκπόνησε Διδακτορική Διατριβή με θέμα τα Μαθηματικά, τη Θεμελίωση και τη Διδακτική τους. Αρχικά εργάστηκε ως Επιστημονικός Συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ως Ερευνητής στο Κέντρο Ερευνών «Δημόκριτος». Στη συνέχεια εργάστηκε στην εκπαίδευση ως καθηγητής Μαθηματικών. Συνεργάστηκε με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (στη συγγραφή Προγραμμάτων Σπουδών & σχολικών βιβλίων και σε άλλα εκπαιδευτικά θέματα). Εργάστηκε επίσης στη Βαρβάκειο Σχολή, και συνέχισε ως Σχολικός Σύμβουλος. Για το πνευματικό του έργο, έχει τιμηθεί από τον Δήμο Κορινθίων. Το δοκίμιό του για τον Οδυσσέα Ελύτη έλαβε κρατική διάκριση, ενώ το ποίημα «Φανταστική Γεωμετρία» περιελήφθη στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ τάξης του Γυμνασίου.

Έργα του Δημήτρη Γαβαλά:

Ποίηση

Σπουδές. Αθήνα, 1973.
Μετάβαση στο Όριο. Αθήνα, 1974.
Ανέλιξη. Αθήνα, 1975.
Δήλος. Αθήνα, 1976.
Εσωτερική Αιμομιξία. Αθήνα, 1977.
Η Πάλη με το Άρρητο. Αθήνα, 1978.
Ελεγείο. Αθήνα, 1979.
Τα Εξωστρεφή. Αθήνα, 1980.
“Η Του Μυστικού Ύδατος Ποίησις“. Αθήνα 1983.
Το Πρόσωπο της Ευτυχίας. Κώδικας, Αθήνα, 1987.
Απλά Τραγούδια για έναν Άγγελο. Κώδικας, Αθήνα, 1988.
Φωτόλυση. Κώδικας, Αθήνα, 1989.
Ακαριαία. Κώδικας, Αθήνα, 1994.
Σύμμετρος Έρωτας Ή Τα Πρόσωπα του Αγγέλου. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1996
Άγγελος Εσωτερικών Υδάτων. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1998.
Το Λάμδα του Μέλλοντος. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2003.
Ποιήματα 1973-2003: Επιλογή. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2004.
Ου Παντός Πλειν. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006.
Στη Σιωπή του Νου. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2013.
Δίχως Μαγνητόφωνα Φωνόγραφους Δίσκους και Μαγνητοταινίες. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2016.

Δοκίμιο

Η Εσωτερική Διαλεκτική στη «Μαρία Νεφέλη» του Οδυσσέα Ελύτη. Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1987. (σσ. 94).
Ψυχο-Κυβερνητική και Πολιτική: Αναλυτική Θεώρηση του Πολιτικού Φαινομένου. Κώδικας, Αθήνα, 1989. (σσ. 40).
Αισθητική και Κριτική Θεωρία των Αρχετύπων: Θεωρητικά Κείμενα και Εφαρμογές. Κώδικας, Αθήνα, 1999. (σσ. 202).

Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια
Nicoll, M. Ψυχολογικά Σχόλια στη Διδασκαλία του Γκουρτζίεφ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1997. (σσ. 96).


Επιστημονικά Βιβλία

Πρότυπα και Χαρακτήρας Κυβερνητικών Συστημάτων: Συμβολή στη Θεωρητική Κυβερνητική – Ένα Μαθηματικό Μοντέλο. Πάτρα, 1977 και Αθήνα, 1993 . (Διδακτορική Διατριβή). (σσ. 250).
Η Θεωρία Κατηγοριών ως Υποκείμενο Πλαίσιο για τη Θεμελίωση και Διδακτική των Μαθηματικών: Συστημική Προσέγγιση της Εκπαίδευσης. Πάτρα, 2000. (Διδακτορική Διατριβή). (σσ. 350).
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 1: Μη-συμβατική Ανάλυση, Ασαφή Σύνολα, Η έννοια της Μη-διακριτότητας. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2005. (σσ. 190).
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 2: Πρώτη Μύηση στη Θεωρία Κατηγοριών. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2006. (σσ. 330).
Το Αρχέτυπο του Τυχερού Παιχνιδιού: Για την Τύχη, τη Μαντική και τη Συγχρονότητα Σύμφωνα με τις Απόψεις των C. G. Jung και M.- L. von Franz. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006. (σσ. 280). (Σε συνεργασία).
On Number’s Nature. Nova Publishers, NY, 2009 (pp. 70).
Συστημική: Σκέψη και Εκπαίδευση – Συμβολή στο Ζήτημα της Εκπαίδευσης. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2011. (σσ. 310).
Αρχετυπικές Μορφογενέσεις. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2012.
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 3: Για τη Φύση του Αριθμού. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2012. (σσ. 360).
Αρχέτυπο: Η Εξέλιξη μιας Σύλληψης στον Τομέα της Γνώσης. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2015. (σσ. 320).
Κυβερνητική: Αναζητώντας την Ολότητα. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2016. (σσ. 400).

Κρατικά Σχολικά Βιβλία
Οδηγίες για τη Διδασκαλία των Μαθηματικών στην Α΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1997.
Μαθηματικά Θετικής Κατεύθυνσης για τη Β΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1998 – 2015.
Λογική: Θεωρία και Πρακτική για τη Γ΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999-2015.
Οδηγίες για τη Διδασκαλία των Μαθηματικών στο Γυμνάσιο και το Λύκειο (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1998 – 2008.
Μιγαδικοί Αριθμοί. Κεφάλαιο στο: Μαθηματικά Θετικής Κατεύθυνσης για τη Γ΄ Τάξη Λυκείου (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999-2015.



Δημοσίευσε επίσης πλήθος άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά για θέματα εκπαίδευσης, πολιτικής, λογοτεχνίας κτλ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.