You are currently viewing  ΖΩΗ ΚΑΤΣΙΑΜΠΟΥΡΑ: Δυο διηγήματα

 ΖΩΗ ΚΑΤΣΙΑΜΠΟΥΡΑ: Δυο διηγήματα

Οι ελιές του πεζοδρομίου

Το δεκαήμερο του Γενάρη μετά τις γιορτές είχε πολύ κακό καιρό εκείνη τη χρονιά. Εντάξει, κακό καιρό της Αττικής, αλλά δεν μπορούσες να βγεις έξω, να δουλέψεις σε κήπο και αυλή.

Μετά όμως βγήκε ο ήλιος. Και ήταν μια τελευταία ευκαιρία να μαζέψουμε τις ελιές, που ήταν πολλές, αλλά μικρούτσικες, δεν μπόρεσαν με την αναβροχιά να μεγαλώσουν. «Ακολουθούν μνημονιακή οδηγία  για τους μισθούς», σάρκαζε ο Νίκος, «όλα μικρά φέτος». Δεν μπόρεσαν να μεγαλώσουν, αλλά γέρασαν, αφού πέρασε ο καιρός τους και ζάρωσαν οι πιο πολλές. Μήπως μπορέσουμε έστω να τις κάνουμε στο αλάτι, σαν θρούμπες; Έχει συνταγές στο Ίντερνετ και για τέτοιες περιπτώσεις.

Πρώτα πρέπει να κόψουμε το ψηλό, καρπισμένο, κλωνάρι από την ελιά της Τόνιας, που το χτυπάει κάθε φορά το σκουπιδιάρικο και γεμίζει ο δρόμος με λιπαρούς, γλιστερούς  λεκέδες. Ναι. Αλλά η Τόνια δεν θέλει να μαζέψει τις ελιές που θα πέσουν, καθώς το κόβουμε, από το πεζοδρόμιο ή από το οδόστρωμα, γιατί κατουρούν, λέει, τα σκυλιά. Εντάξει, ας στρώσουμε κάτι. Αφού δεν έχουμε λιόδιχτα (ε, αυτό μας έλειπε!), να στρώσουμε τις παλιές κουρελούδες και τα σεντόνια που σκεπάζουμε τους ηλιακούς το καλοκαίρι όταν φεύγουμε.

Ανεβαίνει ο Νίκος την ανεμόσκαλα να κόψει το κλωνάρι, δεν κόβει το αλυσοπρίονο. Να πάρει, ανάποδα το συναρμολόγησε! Το ανασυναρμολογεί, αλλά, εν τω μεταξύ, μαζεύουμε τα στρωσίδια, γιατί περνούν αυτοκίνητα.

Ξαναανεβαίνει. Το πριόνι ακούγεται να κόβει, αλλά βλέπω να  έρχεται αυτοκίνητο. Βάζουμε τις φωνές και κάνουμε έντρομες χειρονομίες και στον Νίκο και στο αυτοκίνητο,  ο Νίκος δεν ακούει, ευτυχώς σταματά το αυτοκίνητο την τελευταία στιγμή και μπαπ, πέφτει στο δρόμο το κλωνάρι με τις ελιές, πριν προλάβουμε, απασχολημένες με την αποσόβηση του ατυχήματος, να απλώσουμε τίποτα από κάτω! Το πριόνι που δεν έπαιρνε μπροστά έκοψε το κλαρί σε λιγότερο από ένα λεπτό! Ανεξέλεγκτη τεχνολογία…

Τέλος πάντων, μαζεύουμε τις ελιές από το οδόστρωμα με μια σκούπα, τις κόβουμε από το κλαρί, δυο πλαστικές λεκάνες, σοδειά! Η Τόνια τις σιχαίνεται και δεν τις θέλει, θα ανέβει να μαζέψει άλλες από τα χαμηλότερα κλωνάρια. Μα οι μισές είναι από το κλωνάρι μαζεμένες, δεν ακούμπησαν στο δρόμο, πάρε αυτές μόνο! Όχι;  Όχι! Θα ανέβει του Αγίου Ποτέ, όσο ανέβηκε μέχρι τώρα… Χαμένες θα πάνε, αλλά τουλάχιστον δεν θα πέφτουν στον δρόμο, θα πέφτουν στον κήπο της.

Είχε και το δικό μας δέντρο μια λεκάνη καρπούς. Πολύ μικρούς, αλλά έπρεπε να τις μαζέψουμε καθώς ήταν καιρός κι αυτό να κλαδευτεί. Το πατσοκουρέψαμε κιόλας, αφού το ηλεκτρικό πριόνι με την ευκολία του σε προκαλεί να κόβεις ό,τι φτάνει το χέρι σου.

Οι γείτονες που περνούσαν αστειεύονταν αν είχαμε κλείσει ελαιοτριβείο, αν θα πουλήσουμε λάδι και τέτοια. Η Καίτη όμως ρώτησε στα σοβαρά «δεν τις φοβάστε; Τόσα αυτοκίνητα που πέρασαν, τόσο μόλυβδο που πήραν;».

Μας πάγωσε. Μα δεν είναι αμόλυβδη η βενζίνη; Ε, και μετά; Οι ελιές που αγοράζουμε είναι σίγουρα από απομακρυσμένες βουνοπλαγιές; Άντε τώρα, είπαμε να έχουμε τη σοδειά μας, να φάμε τα δικά μας βιολογικά  και μας βγήκε ξινό!

Δεν πειράζει. Δικές μας είναι και θα τις φάμε. Στο κάτω κάτω και να μείνει αυτό το καυσαέριο απάνω τους μετά από τόσο πλύσιμο και ξύδι, άλλο τόσο δεν έχουμε εισπνεύσει; Δεν είναι το ίδιο; Σιγά…

Και τις παστώσαμε. Αλλά, πάει η χαρά μας! Όταν τις τρώγαμε μετά, είχαμε την αίσθηση ότι κάνουμε πράγματα επικίνδυνα. Έμειναν καιρό στα βάζα, μπαγιάτεψαν, μούχλιασαν, σάπισαν, τις πετάξαμε. Και ούτε τις ξαναμαζέψαμε από τότε. Τις τρώνε τα κοτσύφια…

 

Το μάτι αγριεμένο

Στη γιορτή του Αγίου Νικολάου το 2008 ο καλός μου πήρε δώρο καινούργιο κινητό με κάμερα και ετοιμαζόταν να απαθανατίσει το πάρτυ! Είχαμε αρκετό κόσμο, ήταν και Σάββατο και θα πήγαινε πιο χαλαρά ώς πολύ αργά, προγραμματίζαμε. Αλλά δεν πήγε, γιατί πολύ νωρίς πήρε η Χριστίνα το μήνυμα ότι στα Εξάρχεια ένα μπάτσος είχε σκοτώσει ένα παιδί, και τα παιδιά όλα έφυγαν, σχεδόν χωρίς να φάνε. Και από κει και μετά κάπως μιζέρεψε το πάρτυ, δεν υπήρχε και πολύ κέφι, μια ανησυχία για το τι είχε γίνει, μια αγωνία για τα παιδιά που ίσως ήταν κάτω σε συγκρούσεις.

Την Κυριακή το πρωί μάθαμε για την εκδήλωση διαμαρτυρίας που οργάνωναν διάφοροι και, εννοείται, πήγαμε. Και αρκετοί φίλοι από τη χτεσινή γιορτή. Ασαφή ακόμα τα νέα, αλλά, τι στο καλό, δεν είναι δυνατόν να πυροβολούνται εν ψυχρώ παιδιά. Ούτε και εν θερμώ, ακόμα, σκεφτόμουν, καθώς τα παιδιά μπορούν πολύ συχνά να σε φέρουν σε θερμότατη κατάσταση σαν γονιό ή δάσκαλο. Γιατί όχι σαν μπάτσο; Αλλά να το σκοτώσει; Ας το πλάκωνε στο ξύλο. Ας το συλλάμβανε, πια!

Στη συγκέντρωση μπροστά στο Πολυτεχνείο σταθήκαμε με τον Σπύρο στο μπλοκ με τους γνωστούς από το παλιό ΚΚΕ εσωτερικού. Σοκαρίστηκα λίγο, καθώς η ατμόσφαιρα ήταν όπως  στις μεταπολιτευτικές συγκεντρώσεις περισσότερο, παρά σαν συγκεκριμένη διαμαρτυρία για τη βία. Κάπως χαρούμενη, κάπως αμήχανη, κάπως «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Μάλλον έτσι πρέπει να έγιναν όλες οι τέτοιες εκδηλώσεις πια, είχαμε να κατεβούμε από πέρυσι με τις συντάξεις… Ή, ίσως να είμαστε εμείς  που τις βλέπουμε έτσι.

Κάποιοι μίλησαν, κάτι είπαν, δεν άκουγα. Κι ύστερα ξεκινήσαμε, πορεία για το ΓΑΔΑ. Από τη δεξιά πλευρά της Πατησίων, ανεβαίνοντας προς τα Πατήσια. Και τότε τους είδαμε. Ομάδες με κουκούλες που έτρεχαν, παράλληλα, αλλά από την αριστερή μεριά του δρόμου, μισοκρυμμένοι  από τα φυτά του  διαχωριστικού. Άντρες άγριοι, «διάπυροι ιδείν» μου φαίνονταν, κουβαλώντας λοστούς και στειλιάρια και καφάσια με μπουκάλια. Και κοπέλες, το ίδιο τσιτωμένες. Ε, μα πού έτρεχαν; Δεν φαίνονταν να τους κυνηγάει κανένας.

Μα όταν φτάσαμε στη γωνιά, εκεί που αρχίζει η Αλεξάνδρας, ακούσαμε τα σπασίματα και τους είδαμε να διαλύουν τον τηλεφωνικό θάλαμο (τον ανοικτό «μισοθάλαμο») και να προσπαθούν κοπανώντας να σπάσουν τη βιτρίνα της έκθεσης χαλιών. Αυτοί ήταν οι κυνηγοί. Τι κυνηγούσαν; Φοβήθηκα πολύ. Οι της δικής μας πλευράς του δρόμου έκαναν ότι δεν έβλεπαν, αμήχανα. «Τα γνωστά, πάλι».

«Πάμε να φύγουμε», τράβαγα τον άντρα μου από το χέρι, «φοβάμαι, τι θέλουμε εμείς εδώ;».

Και στρίψαμε στην Ιουλιανού. Κάποιος έκλεινε εσπευσμένα το μαγαζί του, ένα προπατζίδικο, αν θυμάμαι. Σταθήκαμε κάπως απόμακρα, τους βλέπαμε και τους ακούγαμε να βαρούν ό,τι έβρισκαν ουρλιάζοντας. Σκέφτηκα να εγκαινιάσουμε  το καινούργιο κινητό που χτες δεν είχε κανείς διάθεση να χρησιμοποιήσει. Πήρα λοιπόν το τηλέφωνο και τράβηξα ένα βίντεο, τρέμοντας κιόλας στην παλαβή  σκέψη ότι, αν μας έβλεπαν,  τα αλουμινένια ματσούκια που κοπανούσαν τις βιτρίνες θα μπορούσαν να έχουν στόχο εμάς. Φεύγοντας γρήγορα  προς τη Βικτώρια για το τρένο, νά, πάνω στη στροφή, στην 3ης Σεπτεμβρίου, βλέπουμε τα ΜΑΤ. Συντεταγμένοι, με τις ασπίδες τους, και ο αρχηγός τους να φωνάζει «σιγά σιγά, όλοι μαζί, μη μας κυκλώσουν, σιγά σιγά είπα!». Μα τι σιγά σιγά είπε, οι άλλοι, οι στόχοι,  ποδοβολούσαν!  Σιγά σιγά, για να προλάβουν να φύγουν μη και τους φτάσουν;

Στο τρένο ακούγαμε ένα νεαρό δημοσιογράφο να μεταδίδει ενθουσιασμένος τηλεφωνικά στη δουλειά του τα νέα για την πελώρια συγκέντρωση. Τον ρώτησα αν ξέρει τι ακριβώς έγινε με τον φόνο. Με κοίταξε περιφρονητικά «μα δεν παρακολουθείτε ειδήσεις; Κυνήγησαν τα παιδιά και τα πυροβόλησαν». Ε, είπα μήπως ήξερε τίποτα παραπάνω μετά από τόσες ώρες…

Δεν ησύχαζε το καρδιοχτύπι και δεν με χωρούσε ο τόπος. «Άντε», λέει ο άντρας μου, «πάμε μια βόλτα  στην Πεντέλη να ηρεμήσουμε». Πώς να ηρεμήσουμε όμως;  Η αδερφή μου από την πορεία απαντούσε στο κινητό ότι άρχισαν τα δακρυγόνα και οι συγκρούσεις. Από ψηλά στο βουνό φαίνονταν καπνοί στην Αθήνα. Ζήτησα  το κινητό  να δούμε την ταινία που είχα τραβήξει. Ακούγαμε ουρλιαχτά και κρότους και σπασίματα τζαμιών και βλέπαμε απλώς ένα μάτι, ένα μάτι αγριεμένο και τρομαγμένο μαζί. Το δικό μου! Δεν είχα εμπειρία κινητού με κάμερα  και σκόπευσα το πρόσωπό μου!

Εκνευρίστηκα και έσβησα την ταινία.

Κακώς. Δεν είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα…

Γιατί από τότε μέχρι τώρα, κοντεύει Φλεβάρης του 2018, με αυτό το αγριεμένο και τρομαγμένο μάτι  παρακολουθώ όλη την ταραγμένη ζωή μας κι ας μην το βιντεοσκοπώ πια κατά λάθος…

This Post Has One Comment

  1. Χρίστος Δάλκος

    Μεγέθυνση τῆς μουχλιασμένης μας ζωῆς μέσα ἀπό ἕνα ἀγριεμμένο -πλήν τίμιο- μάτι. Τά δύο ἀθηναϊκά διηγήματα τῆς Ζωῆς Κατσιαμπούρα -στά ὁποῖα εὔχομαι καλή συνέχεια- δέν εἶναι “ἄλλα λόγια ν᾿ ἀγαπιώμαστε”. Χρίστος Δάλκος

Γράψτε απάντηση στο Χρίστος Δάλκος Ακύρωση απάντησης

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.