You are currently viewing Κλεονίκη Δρούγκα: ένα διήγημα

Κλεονίκη Δρούγκα: ένα διήγημα

Φυλαχτά

 

Η Αλεξάνδρα φωτίζει την ντουλάπα με τον φακό του κινητού της και επιλέγει ρούχα. Έχει ορκωμοσία on line. Ο αδελφός της βάζει το μαξιλάρι πάνω του να μην βλέπει το φως, ενώ η αδελφή τής ζητά να μην κάνει θόρυβο, γιατί κοιμάται. Η Αλεξάνδρα τέλειωσε την φαρμακευτική, βασανίστηκε -ειδικά τα δυο τελευταία χρόνια- άντεξε το διάβασμα στην κουζίνα, μιας και το σπίτι είναι μικρό, με λιγοστούς χώρους, μικρά δωμάτια, καμία δυνατότητα απομόνωσης, ζορίστηκε να κοιμάται με τα άλλα δυο αδέλφια της στο ίδιο δωμάτιο και τώρα ετοιμάζεται να φύγει και να ζήσει το όνειρό της. θα ανοίξει την πόρτα του σπιτιού, θα κάνει το βήμα, θα χορέψει πάνω στη γη και μάλιστα στην Ολλανδία. Φεύγει για μεταπτυχιακό.

Η Αλεξάνδρα χαμογελά στον καθρέφτη, διακρίνοντας αμυδρά τον εαυτό της στο ημίφως και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Παίρνει και δεύτερη. Νιώθει να πιέζεται· από τους τοίχους, τις συνθήκες, την παρουσία των άλλων στο χώρο της. Όσο κι αν εξήγησε στη μητέρα της ότι καθένας μπορεί να δει την τελετή στο χώρο του, από ένα link, αυτή κάλεσε όλο το σόι. Από την προηγούμενη μέρα, μάλιστα, μαγείρευε κι ετοίμαζε την υποδοχή. Η Αλεξάνδρα γούρλωσε τα μάτια, όταν της το ψιθύρισε, και το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει είναι «έλεος…ζω για την ημέρα που θα φύγω». Η Ουτρέχτη την καλούσε με τ’ όνομά της κι αυτή έκλεινε τα μάτια κι ονειρευόταν: μόνη, χωρίς το βλέμμα των άλλων πάνω της, χωρίς την over doze προστασία, που τον τελευταίο καιρό δεν αντεχόταν, χωρίς κανέναν. Λύτρωση. Κλείνει το φακό στο κινητό και ελέγχει τα μηνύματα. Κανένα που να την ενδιαφέρει.

Στάθηκε μπροστά από τον υπολογιστή κι οι άλλοι από πίσω της με τα καλά τους και, ακούγοντας το όνομά της, χειροκρότησαν. Η μητέρα έκλαψε, ο πατέρας κρατήθηκε, τα αδέλφια πέταξαν κομφετί και έφυγαν βολίδα για το σαλόνι, οι θείες έβγαλαν χαρτομάνδηλα, τα ξαδέλφια την τραβούσαν να τη φιλήσουν. Η Αλεξάνδρα έψαχνε το κινητό της. Να μοιραστεί αυτά που ζούσε μαζί του. Έστειλε μια φωτογραφία. Κανένα μήνυμα.

Δυο μέρες μετά μπροστά στην ανοιχτή βαλίτσα η Αλεξάνδρα βάζει τα αντισηπτικά. Της τα φόρτωσε η μάνα της. Τα βγάζει. Τα ξαναχώνει και τα αφήνει. Έπειτα τοποθετεί τα ρούχα, τα χειμωνιάτικα. Κάνει κρύο εκεί αλλά …πόσες ζακέτες να πάρει. Σιγά σιγά αφαιρεί από αυτές τις καλοσιδερωμένες που της έδωσε η μητέρα της. Νευριασμένη, βγάζει τα φυλαχτά που εκείνη έβαλε ανάμεσά τους και σηκώνει το κεφάλι να ακούσει τη μητέρα της που αναστενάζει στο τηλέφωνο. Ελέγχει τα εισιτήρια του αεροπλάνου. Όλα καλά. Κλείνει τη βαλίτσα. Έντρομη, εκείνη τη στιγμή, μπαίνει η μητέρα της μέσα στο δωμάτιο και της ανακοινώνει ότι η θεία που ήταν στην ορκωμοσία της έχει covid. Η Αλεξάνδρα σωριάζεται στο κρεβάτι και βγάζει κραυγές, επιρρίπτοντας την ευθύνη στη μητέρα που μάζεψε όλο το σόι στο σπίτι. Χάνει τον έλεγχο, επικαλείται τη λογική, δεν τα καταφέρνει, φωνάζει ότι δεν τους αντέχει άλλο, ότι ζει για τη στιγμή που θα κλείσει την πόρτα πίσω της, ενώ η μητέρα την ακούει αμίλητη, με κατεβασμένο το κεφάλι και σταυροκοπιέται. Η Αλεξάνδρα κατακόκκινη παίρνει το πορτοφόλι της, κλείνει με δύναμη την πόρτα, παίρνοντας εκδίκηση από το άψυχο ξύλο για ό,τι της συμβαίνει και φεύγει. Κάνει τεστ. Δείχνει αρνητικό.

Την επόμενη μέρα την αποχαιρετάνε όλοι με μάσκες! Η μητέρα την παρακαλεί να την μετακινήσουν στο αεροδρόμιο αλλά η Αλεξάνδρα είναι ανένδοτη. Ζαρώνει τα φρύδια, στραβώνει το στόμα κι ανοίγει τα μάτια. Δεν της αρέσουν τα δακρύβρεχτα, εναντιώνεται με όλο της το είναι σε κάθε μελό αποχαιρετισμό, μαζεύει τις δυνάμεις της και αρνείται. Θα πάρει ταξί. Θα πάει μόνη της.

Η Αλεξάνδρα νιώθει το κινητό της να δονείται. Το κοιτάζει. Ψάχνει απεγνωσμένα ένα μήνυμά του, κάτι που να δείχνει ότι εκείνος νοιάζεται, ότι την αγαπάει και θα προσπαθήσει να πάει να τη βρει. Με απογοήτευση, όμως, διαβάζει ότι είναι καιρός για περισυλλογή και αποφάσεις. «Καλύτερα να βρει καθένας τον εαυτό του» της γράφει. Κλείνει τα μάτια και βλέπει τον εαυτό της να κάνει ποδήλατο στους ποδηλατοδρόμους της Ουτρέχτης, να μπαίνει στο πανεπιστήμιο, να μιλά με τους νέους φίλους της. Η ζωή θέλει γρήγορες αποφάσεις, σκέφτεται. Ανοίγει τα μάτια και τον διαγράφει.

Την χαιρετάνε στην πόρτα. Κανένας δεν επιτρέπεται να την αγκαλιάσει. Η μητέρα κατεβάζει τα μάτια και κλαίει. Η Αλεξάνδρα δεν μιλά. Κανονικά εδώ χοροπηδάνε από χαρά κι αυτή δυσκολεύεται να προχωρήσει.  Έξω κάνει πολλή ζέστη αλλά η Αλεξάνδρα κρυώνει.

Ξαφνικά σπρώχνει την αδελφή της, γυρίζει πίσω, βγάζει το φυλαχτό από το συρτάρι, ακούει τη φωνή της μητέρας της να της εύχεται καλό ταξίδι, κάνει ένα βήμα μπροστά, κάνει ένα δεύτερο και λίγο πριν κλείσει την πόρτα τούς κοιτά και δυνατά λέει:

Σας περιμένω όλους στην Ουτρέχτη. Πότε θα έρθετε;

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.