You are currently viewing Κώστας Γιαννόπουλος: Ο Ισαάκ  Μπάμπελ σώπασε νωρίς

Κώστας Γιαννόπουλος: Ο Ισαάκ  Μπάμπελ σώπασε νωρίς

«Μικρό παιδί ήμουνα μέγας ψεύτης. Η αιτία ήταν το διάβασμα. Η φαντασία μου ήταν συνεχώς ερεθισμένη. Διάβαζα την ώρα του μαθήματος, στα διαλείμματα, στο δρόμο, καθώς γύριζα στο σπίτι, διάβαζα τη νύχτα κάτω απ’ το τραπέζι, κρυμμένος απ’ το τραπεζομάντιλο που κρεμόταν ως το πάτωμα. Όταν βυθιζόμουν σ’ ένα βιβλίο, ξεχνούσα όλες τις σημαντικές υποθέσεις αυτού του κόσμου, όπως, ας πούμε, να το σκάσω απ’ το σχολείο και να τρέξω στο λιμάνι, ή να μάθω μπιλιάρδο στα καφενεία του ελληνικού δρόμου, ή να πάω να κολυμπήσω στο Λανζερόν. Δεν είχα φίλους. Ποιος θα ’θελε να χάνει τον καιρό του μ’ ένα αγόρι σαν εμένα;»

Αλλά και μεγαλώνοντας δεν άλλαξε. Παρέμεινε ψεύτης με την έννοια του αφηγητή ιστοριών αυτοβιογραφικών ή επινοημένων. Αν παρατηρήσει κανείς την ειδή του θα διαπιστώσει εκείνη την αθωότητα που κουβαλούν μερικοί άνθρωποι από τα παιδικά τους χρόνια. Θα δει να φωτίζεται, με άλλα λόγια από μια γλυκύτητα πηγαία. Ωστόσο ο Μπάμπελ ήταν μια μάλλον αντιφατική προσωπικότητα. Από τη μια πίστευε στην Σοβιετική Επανάσταση και τη σημασία της χωρίς να είναι μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και νόμιζε πως η υποστήριξή του αυτή του έδινε το δικαίωμα να κάνει κριτική  στο καθεστώς όταν άρχιζε να γίνεται καταπιεστικό και αυταρχικό και να δολοφονεί τις ίδιες τις αρχές του. Αλλά όπως του επισήμανε ο Γκόρκυ, ο μεγάλος υποστηρικτής του λογοτεχνικά –γιατί πολιτικά δεν μπορούσε να κάνει πάρα πολλά: «θα μπλέξεις». Ο Μπάμπελ είχε καταφέρει με τα διηγήματα του «Κόκκινου Ιππικού» να γίνει όχι μόνο γνωστός αλλά και δημοφιλής απολαμβάνοντας τα προνόμια αυτής της κατάστασης: Είχει διαμέρισμα στη Μόσχα, αυτοκίνητο, και βίλα στο χωριό των συγγραφέων, το Περεντέλκινο. Ωστόσο δεν γράφει πια. Έχει σωπάσει. Οι λόγοι είναι δύο. Πρώτα από όλα η εποχή. 1936-39. Η σκοτεινή τριετία της μαύρης σταλινικής τρομοκρατίας του Στάλιν. Κι ο θάνατος του μέντορα και προστάτη του Γκόρκυ το 1936. Ώσπου συλλαμβάνεται και κλείνεται στην τρομερή Λουμπλιάνκα με τις κατηγορίες για κατασκοπία και τροκισμό. Είναι πάλι χαμογελαστός και δε δείχνει σημάδια φόβου. Λένε μάλιστα πως τον άκουσαν να λέει: «Δεν με άφησαν να τελειώσω». Όποιος κλείνεται στο κολαστήριο της Λουμπλιάνκα δεν ξαναδίνει σημεία ζωής. Οι συγγενείς γυναίκα και κόρη νομίζουν πως είναι στη φυλακή. Έτσι τους λένε. Αλλά αποδεικνύεται πως έχει εκτελεστεί από το 1940 ή 1941. Το σώμα του έχει απανθρακωθεί κι οι στάχτες του αναμιγμένες με άλλων ομοιοπαθών του είναι χυμένες σ΄ ένα λάκκο.  Αυτή είναι πάντα η σύντομη τραγική μοίρα μιας ταλαντούχας γενιάς που διώχθηκε εκτελέστηκε, εξαφανίστηκε και κάποια χρόνια μετά αποκαταστάθηκε και επέζησε μεταθανάτια χάρις στο έργο που κατέλειπε. Όσοι έφυγαν εκτός Ρωσίας γλίτωσαν. Ο Μπάμπελ ήταν δεμένος με το χώμα και τους ανθρώπους της πατρίδας του κα θεώρησε πως η φλόγα του εκτός αυτής θα έσβηνε.

«Ο Ισαάκ Εμμανουήλοβιτς Μπάμπελ γεννήθηκε στην Οδησσό το 1894. Ήταν γιος ενός εμπόρου αγροτικών μηχανημάτων. Το πρώτο του διήγημα το δημοσίευσε το 1913 αλλά ήταν η Επανάσταση των Μπολσεβίκων και η δεκαετία του ’20 που σηματοδότησε τις μεγάλες και βίαιες κοινωνικές αλλαγές σε όλες τις βαθμίδες της σοβιετικής ζωής που επηρέασαν ανεξίτηλα τον νεαρό συγγραφέα. Την περίοδο αυτή ο Μπάμπελ, όπως και οι συνομήλικοί του Μαγιακόφκσι, Ζαμιάτιν, Παστερνάκ και Μπουλγκάκοφ, απελευθερωμένος από τη λογοκρισία των τσάρων, βρήκε γόνιμο έδαφος για να αναπτύξει τη λογοτεχνική του περσόνα. Εβραίος με σπουδές στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, συνδύασε την υπόθεση της επανάστασης με τη λογοτεχνία, τα δε πρώτα του διηγήματα τα έγραψε στα γαλλικά, επηρεασμένος από τον Φλομπέρ και τον Μωπασάν».

Αυτό είναι ένα σύντομο πορτραίτο του Μπάμπελ που βρίσκει κανείς εύκολα στο διαδίκτυο.  Ο Γκόρκυ του είχε συστήσει να συνεχίσει τη μαθητεία στη ζωή στη φωτιά της μάχης. Αν και απαλλαγμένος από το στρατό κατατάσσεται εθελοντικά τον Οκτώβρη του 1917 μέχρι που προσβάλλεται από ελονοσία και αποστρατεύεται. Εργάζεται στο Κομισαριάτο του Λαού για την εκπαίδευση. Ξαναγυρίζει στο στρατό το 1920 στη διάρκεια του εμφυλίου και αναλαμβάνει ανταποκριτής του πρακτορείου Ρόστα- μετέπειτα Τας.

Στα «Χρονικά του ‘18» αποτυπώνει στην ταραγμένη μετεπαναστατική Πετρούπολη τις αλλαγές που επιφέρει ο εμφύλιος.

 Στο «Πεδίο τιμής» αφηγείται ιστορίες από τη δίνη του καταστροφικού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μελετώντας κλινικά αλλά και με αρκετή ειρωνεία τους ανθρώπινους χαρακτήρες με ένα κωμικοτραγικό τρόπο.

Στο «Πολεμικό ημερολόγιο» εντυπωσιάζει με την αντικειμενική όψη του πολέμου, των εχθρών που παρουσιάζει αλλά και την εποχή – αν και έχει αναλάβει ρόλο προπαγανδιστή.

Το 1932 έρχεται στο Παρίσι, όπου βρισκόταν ήδη η γυναίκα του Ευγενία, και βλέπει για πρώτη φορά την τριετή κόρη του Ναταλί. Στο Παρίσι γνωρίζει τον Ιλία Ερεμπούργκ, ο οποίος τον φέρνει σε επαφή με τον Αντρέ Μαλρό, ο οποίος, σε συνεννόηση με τον Αντρέ Ζιντ, πρωτοστατεί στο να σταλούν ο Μπάμπελ και ο Παστερνάκ τον Ιούνιο του 1933 στο Διεθνές Αντιφασιστικό Συνέδριο των Συγγραφέων στο Παρίσι. Το 1934 ο Μπάμπελ ασκεί δημόσια και σκληρή κριτική στο καθεστώς του Στάλιν. Το 1935 συνεργάζεται με τον Αϊζενστάιν στην παραγωγή της ταινίας “Το λιβάδι του Μπεζίν”. Όλο το διάστημα του Μεσοπολέμου εκδίδει δεκάδες βιβλία με διηγήματα που πηγαίνουν πολύ καλά στις πωλήσεις.

Ο Νίκος Καζαντζάκης στην πρώιμη μελέτη του για την «Ιστορία της Ρωσικής λογοτεχνίας» με τη γνωστή οξυδερκή κριτική ματιά του διακρίνει πως με τη «λιτή και διαλεχτή» φράση του περιγράφει τη γλύκα της ζωής και την απλότητα του θανάτου […]. Παντού η λιγόλογη και παραστατική έκφραση, η ακριβολεξία, το σπάνιο επίθετο και οραματικότητα χωρίς καμιά ρητορεία». Και συνεχίζει ο Καζαντζάκης με ανάλογη λιτότητα ύφους : «Οι ήρωες του Μπάμπελ –ληστές, στρατιώτες, πόρνες, χωριάτες- παίρνουν συχνά επικήν ευγένεια. Η ειρωνεία δίνει συχνά στο πάθος κάποιο αντιφέγγισμα πικρίας, και ελαττώνει τον ρομαντικό κάποτε τόνο».

Ο Μπάμπελ δεν είναι πολεμικός ή αντιπολεμικός συγγραφέας τουλάχιστον αποκλειστικά. Στοχάζεται πάνω στην ανθρώπινη φύση και τις αντιφάσεις της και φυσικά πάνω στους ήρωές του. Στη δική του «Πρώτη Αγάπη»- τη γνωστή ιστορία του έρωτα ενός παιδιού για μια μεγαλύτερή του γυναίκα, ένα σύνηθες λογοτεχνικό μοτίβο γράφει: «Ο έρωτας και η ζήλεια ενός δεκάχρονου αγοριού μοιάζουν από κάθε πλευρά, με τον έρωτα και τη ζήλεια ενός μεγάλου».

Ενώ στις πιο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα ιστορίες του με τον ρομαντικό «Άρωμα Οδησσού» ομολογεί:

«Όταν έκανα τις μουσικές μου ασκήσεις, έβαζα πάνω στο αναλόγιο τα βιβλία του Τουργκένιεφ ή του Δουμά, και γρατζουνώντας το βιολί μου καταβρόχθιζα τη μια σελίδα μετά την άλλη. Τη μέρα διηγιόμουν στα παιδιά της γειτονιάς απίθανες ιστορίες και το βράδυ τις μετέφερα στο χαρτί. Το γράψιμο ήταν κληρονομική ασχολία στην οικογένειά μας. Ο παππούς Λεβί-Ιτσρόκ, που στα γεράματά του είχε ξεκουτιάνει, όλη του τη ζωή έγραφε ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Ο ακέφαλος άνθρωπος». Σ’ αυτόν είχα μοιάσει».

Παρότι εκτελέστηκε στα 46 του χρόνια πρόλαβε να δείξει τι μπορούσε να κάνει κι όπως λέει ο Μπόρχες:

«η μουσικότητα της τεχνοτροπίας του έρχεται σε πλήρη αντίστιξη με τη σχεδόν αφόρητη ωμότητα ορισμένων σκηνών».

Isaac Babel, 1933. Photo: Georgii Petrusov

 

 

-ΙΣΑΑΚ ΜΠΑΜΠΕΛ, Στο Υπόγειο και άλλες ιστορίες, μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς, εκδόσεις Στιγμή, 1988

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.