You are currently viewing Κώστια Κοντολέων: Φωτογραφίες… αθώες
Nudes of the 1920s-1930s

Κώστια Κοντολέων: Φωτογραφίες… αθώες

 Μακρόστενη η σκιά της αντανακλάται στο βρεμένο πεζοδρόμιο, σκιά μεγεθυμένη από ριπές αστραπών και εκτυφλωτικά φώτα αυτοκινήτων.

Σκιά ασκεπής, εκτεθειμένη στο έλεος της βροχής αναζητά σκέπαστρο προστασίας.

Περίτεχνη μεταλλική πόρτα στ’ αριστερά της την καλεί στα ενδότερα, εκεί που η υδάτινη επέλαση αδυνατεί να φτάσει…

Μα να και που εκεί η μνήμη ανοίγει άλλους δρόμους…

Και να που εκεί η δική της -η τοτινή σκιά-  μικραίνει, και το χεράκι της -το τοτινό- βαστά σφικτά το χέρι της  μάνας.

Ταμπέλα μπρούτζινη αποκαλύπτει  ταυτότητες… 

Υπουργείο Οικονομικών, Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. 

Την τρομάζει η βαριά μεταλλική πόρτα με τους αλλεπάλληλους κώνους καθώς διαβαίνει το κατώφλι κολλημένη στη μητέρα της.  Μαρμάρινες σκάλες, άγνωστοι άντρες και γυναίκες ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά, μελίσσι σε πλήρη δράση. 

Τα πόδια τρέμουν μπροστά στην κλειστή πόρτα όπου ταμπέλα αποκαλύπτει νέες ταυτότητες, Τμήμα: Εντελλόμενα, Πρωτόκολλο.

Αθόρυβο συλλάβισμα λέξεων και σφίξιμο στο χέρι της μάνας ξανά.

‘Εδώ δουλεύω,’ λέει καθώς ανοίγει την πόρτα, ‘να είσαι ευγενική,’ ψιθυρίζει και μπαίνουν μέσα.

Δωμάτιο γεμάτο γραφεία, το παιδί σαρώνει με το βλέμμα πρόσωπα νεανικά, πρόσωπα ηλικιωμένα, καλοσυνάτα ή κατσουφιασμένα, σώματα λεπτά και σώματα βαριά από περίσσιο λίπος.  Το μικρό χεράκι σφίγγει πάντα το χέρι με τις δυο βέρες στο μεσιανό το δάχτυλο της μάνας.  ‘Να είσαι ευγενική’ επανέρχεται νοερά η εντολή.  Γύρω της κι εμπρός της φιλικά γνέματα από τα διάφορα γραφεία.  Βήματα διστακτικά την φέρνουν ανάμεσα τους.  Συρτάρια ανοίγουν, μπισκότα, καραμέλες και σοκολάτες βγαίνουν από αυτά και γεμίζουν τις παιδικές χούφτες.  Ξεθαρρεύει, απαντάει ευγενικά στις ερωτήσεις των μεγάλων, την αφήνουν να παίξει  για λίγο στις γραφομηχανές τους. 

Μόνο ένας, εκείνος στο μεγάλο γραφείο πλάι στην πόρτα δεν έχει όρεξη να χαλάσει την ώρα του με τα νιάνιαρα που κουβαλάνε οι μανάδες στο γραφείο του.  Μένει αδιάφορος, ελαφρώς ενοχλημένος, από την παρουσία της.  Κοντά στο μεσημέρι, λίγο πριν το σχόλασμα, ο βλοσυρός άντρας την φωνάζει κι αυτός στο γραφείο του.  Ανοίγει το συρτάρι του, το παιδί περιμένει ένα ακόμη κέρασμα, εκείνος με ανοιχτό ακόμη το συρτάρι της ζητάει να σκύψει να δει μέσα, δάχτυλα αντρικά ανακατεύουν φωτογραφίες, συμπλέγματα γυμνών αντρών και γυναικών  εναλλάσσονται στα έκπληκτα μάτια του παιδιού.  Σηκώνεται να φύγει ο άντρας γελά πονηρά και της κλείνει το μάτι.  Το παιδί κρατά το στόμα του κλειστό κανείς να μην μάθει τι κρύβει ο άντρας στο συρτάρι του, οι γυμνές φωτογραφίες μήτε σβήστηκαν ούτε ξεθώριασαν στη μνήμη του έμειναν εκεί να θυμίζουν, να τρομοκρατούν.

 

Η βροχή -πλέον- δείχνει να κοπάζει, μπορεί πια να φύγει…

Μα βήματα ακούγονται, από πίσω της,  στην σκάλα να κατεβαίνουν βιαστικά, την πλησιάζουν, ‘ψιτ μικρή’ ακούει την αντρική σκιά που μεγαλώνει στο ημίφως της πόρτας, γεμίζει το χώρο και ‘Καινούριες φωτογραφίες’, σαρκάζει γελώντας. 

Η βαριά πόρτα ανοίγει και κλείνει, οριστικά πια πίσω της.  Τα βρεμένα πεζοδρόμια έπαψαν να αντανακλούν μικρές ή μεγάλες σκιές, οι ομπρέλες μάσκες προσώπων και προσωπείων κρύβουν ταυτότητες ίσως και λύκους στα δάση του κόσμου που παραμονεύουν -πάντα- κοκκινοσκουφίτσες.

                 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.