You are currently viewing Μαριάννα Παπουτσοπούλου: για τον Τάσο Λειβαδίτη

Μαριάννα Παπουτσοπούλου: για τον Τάσο Λειβαδίτη

Ο Τάσος Παντελής Λειβαδίτης, ποιητής στοχαστικός των γενναίων παραδοχών, ίσως ήταν ο μεγαλύτερος fabbro της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, για τον οποίο οι γνωστοί και σπουδαίοι της γενιάς του ’30,  που προηγήθηκαν, θα άξιζε «να μεριάσουν για να περάσει». Δεν το έκαναν, τέτοιοι ήταν οι καιροί, με αποτέλεσμα να  αναγνωριστεί πολλά χρόνια αργότερα. Επειδή ο Λειβαδίτης έζησε το έπος της αντίστασης και του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, μιλώντας πολύ νωρίς όχι μόνο για την πελώρια θυσία αλλά και για τη διάψευση και τη γενικότερη μεταπολεμική συνθήκη όπως την καταλάβαινε. Κι επίσης επειδή ήταν άνθρωπος φτιαγμένος από την πικρή στόφα του Ντοστογιέφσκι, που ντρεπόταν στο σαλόνι του Μπερντάγιεφ. Ζούσε τα βάσανά του αποτραβηγμένος, σχεδόν κρυμμένος στην αγαπημένη του οικογένεια, με τις μορφές των πεθαμένων ή κουρασμένων αγωνιστών, τους μέθυσους, τις μοιχαλίδες, τις άγιες πλύστρες της ποίησής του, αλλά και με τη δίψα του απείρου. Έτσι ο πολύς κόσμος αν και τραγούδησε τους στίχους του Δραπετσώνα, Σαββατόβραδο, Μάνα μου και Παναγιά, κτλ.  από την «Πολιτεία» του Μίκη Θεοδωράκη, αφού προβάλουν τις πιο μύχιες πτυχές του συλλογικού ασυνειδήτου, αμφιβάλλω αν γνωρίζει ποιος τους έγραψε. Ίσως κάποιοι από τους παλιότερους θυμούνται το βραβευμένο και απαγορευμένο βιβλίο του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», ή τη συμβολή του στην ταινία «Συνοικία το όνειρο», μέχρι εκεί.


Ο Λειβαδίτης δεν παύει, ωστόσο, να είναι ένας έξοχος μοντερνιστής ευρωπαϊκού επιπέδου, ιδίως στην ωριμότητά του, όταν βρίσκει πλέον τη δική του φωνή. Απλώνει τον στίχο του τολμηρά στα όρια του πεζού ποιήματος, χωρίς  να ξεχνά να ενθέσει, όπου χρειάζεται, σαν σπάνια θραύσματα γλυπτών ή πολύχρωμα ορυκτά, τον ύμνο, το λαϊκό τραγούδι, τη ρίμα, τους βιβλικούς τόνους. Υπήρξε ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους του ρεύματος του ιμαζινισμού-εικονισμού, που έλαμψε με κορυφαίους εκπροσώπους τους Έλιοτ, Πάουντ, Γιεσένιν και Μπάχμαν στην Ευρώπη.  Παρά την αρχική συγγένεια της γραφής του με τον Ρίτσο, φίλο και μέντορά του, στην ποίησή του αντηχούν επίσης οι καταραμένοι γάλλοι ποιητές, «Οι εραστές είναι ακριβά ένδοξα κύπελλα/όπου ο ένας πίνει τον άλλον» (Σε παλιό στυλ), ο Μπωντλαίρ της μέθης και ο Βάρναλης των καπηλειών, και επίσης αναπτύσσει μια εξαιρετική στην ποιητική της ένταση πλατειά πολυπρόσωπη δραματική αφήγηση, με ομηρικές ή μουσικές-μπρεχτικές διαστάσεις, όπως στην αριστουργηματική του «Καντάτα, για τρία δισεκατομμύρια φωνές» και την «25η Ραψωδία της Οδύσσειας», έργα γραμμένα μετά το ’56, που το αναγνωστικό κοινό  γνωρίζει ελάχιστα συγκριτικά με το έργο των Σεφέρη-Ελύτη των νόμπελ, ή και τους περισσότερο διαβασμένους Ρίτσο, Γκάτσο, Αλεξάνδρου, Εγγονόπουλο, Καββαδία. Πλην όμως σχεδόν όλη η πρώτη μεταπολεμική γενιά έμεινε για καιρό κάπως παραγκωνισμένη, αν θυμηθώ και τον Σαχτούρη, τον Παυλόπουλο, τον Σινόπουλο, την Ελένη Βακαλό, τον Παπατζώνη, τον Πεντζίκη, τη Ζωή Καρέλη.   


Θα αναφερθώ σε ένα μόνο από τα έργα της πολύ σημαντικής, κατά τη γνώμη μου, περιόδου ποιημάτων της δεκαετίας 1956-’67, που με έχει καθηλώσει με τη δύναμη, την ειλικρίνεια, την νοηματική πυκνότητά του, αλλά και με  τα στοιχεία της ποιητικής του, που ήδη ξεφεύγουν κατά πολύ από το ως τότε ύφος του, για να επιχειρήσουν μια ανατομία της σύγχρονης τραγωδίας της αποξένωσης με τρόπο εντελώς ιδιαίτερο, οπωσδήποτε όχι στενά ελληνικό, και βαθύτατα δραματικό. Πρόκειται για το 24σελιδο έργο «Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια», σχέδιο για μια σύγχρονη τραγωδία. Το κείμενο, έξοχο δείγμα ωριμότητας, εμπεριέχει τα πιο λαμπρά χαρακτηριστικά της γραφής του: θεατρικότητα, έκτυπη εικόνα, χαρακτήρες, αφήγηση, ανατροπή στο στίχο, ένθετα αρχαιότερα μέτρα και είδη, πολυπρόσωπο χαρακτήρα, υπαρξιακή αγωνία, φιλοσοφούσα διάθεση, θρησκευτικότητα. Το θεματικό υπόβαθρο του εγκλήματος ζηλοτυπίας στο φτηνό ξενοδοχείο, τον βοηθάει να πλάσει μια μοντέρνα όπερα ή σενάριο με ορατό φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό υπόστρωμα. Η στενή σχέση του ποιητή με τη μουσική, αν υπογραμμίζεται στην «Καντάτα» από τις τιτλοφορήσεις, στις «Γυναίκες» είναι άμεσα αισθητή από τα ένθετα λαϊκά τραγούδια και τα άσματα που μεσολαβούν. Και τα δυο έργα θα μπορούσαν άνετα να ανεβούν στη σκηνή ή στην οθόνη, μερικώς μελοποιημένα, εκφράζοντας το σημερινό κοινό χωρίς κανένα αίσθημα παρωχημένου.
Ας τα πάρω όμως από την αρχή. Στις ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ Τ’ ΑΛΟΓΙΣΙΑ ΜΑΤΙΑ – αμέσως μετά τις αρχικές συνοπτικές σκηνικές οδηγίες, ο αναγνώστης πέφτει πάνω σε μια ηθική-φιλοσοφική αποστροφή, που εισάγεται μαστορικά, και σχετίζεται με το μείζον θέμα της αποξένωσης:
…μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ από τον εαυτό της –
Η ζωή των άλλων. Παίρναν λοιπόν ένα δωμάτιο, γδύνονταν,
και ψάχναν απεγνωσμένα να συναντηθούν. Μα τα χέρια τους ήταν τυφλά
από την απληστία.
Σχεδόν ακούμε κάποιο Α κεφαλαίο στην απληστία, έτσι που μένει μόνη της στο στίχο, αφού τύφλωσε τις αισθήσεις, αλλά και στη ζωή των Άλλων, το μέγιστο θέμα της ηθικής φιλοσοφίας του 20ου αι. Αυτοί οι άλλοι θα γίνουν τα κύρια σημεία αναφοράς του ποιήματος. Λίγες αράδες πάρα κάτω απλώνει το χέρι ο ζητιάνος έξω από το ξενοδοχείο των εραστών, όπου
…η μοναξιά είναι τόσο απέραντη, που έρχονται δυο δυο για να την υπομείνουν…
κι εκείνος κρέμασε στη φωνή του αυτό το ραγισμένο σήμαντρο…
ίσως επειδή ήξερε πως οι άνθρωποι είναι πιότερο πονετικοί παρά δίκαιοι.
Τα χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής εποχής που μας ταλαιπωρούν μέχρι σήμερα έχουν κιόλας προβάλει: η τζάμπα συμπόνια των πολλών και η απούσα δικαιοσύνη.
Ακολουθεί το 1ο άσμα με τις τρεις Καμαριέρες, …αυτές που δεν αγαπήθηκαν ποτέ, με τα μεγάλα δακρυσμένα μάτια των αλόγων…
…σαν ένας αρχαίος τραγικός χορός/ μπρος στα προπύλαια/ ενός βρώμικου νιπτήρα/
κουβεντιάζουνε με τόση καρτερία/ που και τα πιο απλά λόγια/ στο πικρό τους στόμα/
τη βαθειά λάμψη ξάφνου παίρνουνε/ των μύθων.
Τι να προσθέσεις και τι να αφαιρέσεις από τέτοια ποίηση;
… και λένε, / λένε,/ μες απ τα λόγια θέλοντας να υπάρξουν.
Το δεύτερο «λένε» στέκει μόνο του στο στίχο, ακολουθώντας τον κλήρο όλης της ανθρωπότητας, κυρίως των ποιητών, και όλων όσων, μες απ’ τα λόγια θέλοντας να υπάρξουν… ζουν. Κι εδώ γνωρίζεις πως οι καθαρίστριες που μιλούν είναι ποιητές-ο ποιητής. Κι επίσης ότι η εποχή των μεγάλων πράξεων έχει τελειώσει.
…Κι ύστερα ήρθαν οι νύχτες, κείνες οι σκοτεινές οι κατασκότεινες νικημένες νύχτες.
Τραβούν κουρτίνες να μη δουν οι νεκροί τη κατάντια μας. Μια μάνα τρελαίνεται: …Πολλοί πάσχουν απ’ την ίδια αρρώστια, πρόσθεσαν. Κι ο υφηγητής με χιούμορ: ίσως όλοι μας. Και ο μεγαλύτερος εχθρός της μεταπολεμικής περιόδου προβάλλει στο ποίημα, είναι η τρέλα, όχι ο θρήνος, η απογοήτευση, το αίσθημα κενού, ούτε καν η εκδίκηση. Ο Λειβαδίτης διευρύνει τη θεματική του ήδη από τη δεκαετία του ‘50, που άλλοι ακόμη ζητούν ατσάλινους αγωνιστές, με την κυρίαρχη σύγχρονη μάστιγα, την  τρέλα. «Τα αλογίσια μάτια» είναι ήδη μάτια του παραλόγου, και βάζουν πλώρη για το έγκλημα που θα συμβεί, όπως πάντα συμβαίνει σε έναν αποξενωμένο απάνθρωπο κόσμο. Ένα λαϊκό τραγουδάκι που λέει η σπασμένη Εβραία τραγουδίστρια υπογραμμίζει σπαρακτικά:
Είναι πικρός ο θάνατος
Μα είναι κι ησυχία
Γιατί γλυτώνει το κορμί
Από την τυραννία.
Ακολουθεί άλλο ένα, και τρία άσματα που αφορούν τις καμαριέρες, αδιάφορες στις αλλαγές και τις ανατροπές, ανυφάντρες του λόγου, μονάχες, …ήρεμες, απλησίαστες, με τα πολύπραγα τρομερά χέρια τους, όσο οι εραστές χαίρονται τον αμφίβολο έρωτά τους, εκείνος ματαιόδοξος, κι εκείνη, η Ελένη, απελπιστικά μόνη.
Αλλά εδώ ακριβώς, όταν εμφανίζεται ο Άντρας-φονιάς και ανεβαίνει προς στον δεύτερο όροφο, θα εμφανιστεί και
…αυτός που ωριμάζει το στάχυ και/ μαραίνει τον έρωτα και στεφανώνει την υπομονή/ και ταξιθέτης του σύμπαντος οδηγεί τον καθένα μας στη θέση/ που του ανήκει/ ο δίκαιος χρόνος.
-Τι στίχοι, Θεέ μου!
Και μπαίνει στην πλοκή και ο Υπάλληλος που έχει δει πολλά στο ξενοδοχείο, ο παλιός αγωνιστής, …και φοβάται μη τον διώξουν,… Ποιος να σε πάρει σε δουλειά μ’ αυτά τα πελώρια μάτια. Και το ποίημα κατρακυλά …στις μικρότητες που κάνουν όμορφη τη ζωή, την ισορροπία της μετριότητας, και στο τρελό γέλιο της Ελένης. Και οι καμαριέρες μεταμορφώνονται από τα λόγια τους κουτσομπολεύοντας τους μοιχούς, σε
.. Συμπόνοια, και Δικαιοσύνη και …την Τρίτη την καλύτερη, που ήταν τα μάτια της τυφλά ολότελα από τα όνειρα. Ενώ πίσω από κάθε φιλί παραμόνευε το τέλος.
Το ποίημα όλο είναι οπωσδήποτε ένας ύμνος στις απλές γυναίκες, ένας θρήνος για τον ευτελισμό της ζωής και του έρωτα, που εδώ κατάντησε τυχαία συνουσία, αλλά και για το αίμα που άδικα θα χυθεί.
Μονάχα ο υπάλληλος καθισμένος στο παράθυρο συλλογίζεται,/ πως [οι εραστές] απόψε θα ναι πάλι μαζί, πλάι πλάι στο νεκροτομείο. Ολόγυμνοι.
Κι η καμαριέρα έτρεξε να πλύνει το αίμα…   αφού έρχονται κι άλλοι
… που θα ριψοκινδυνέψουν την ψυχή τους στη μεγάλη αβεβαιότητα του έρωτα.
….Και πέρα στο βάθος η πόλη
… γιγάντιο στάδιο/ όπου οι δειλοί δεν έχουν θέση.
Στίχοι εμβληματικοί σαν χρησμοί, ο Λειβαδίτης καταγίνεται με τα θέματά του, αποξένωση, έρωτας και θάνατος, συγχώρεση, από τα πιο δύσκολα στη λογοτεχνία, με την πληρότητα ενός μαιτρ. Γι αυτό και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, που σχολιάζουν, είναι συχνά πιο σημαντικοί από τους πρωταγωνιστές της τραγωδίας.
Όπως την ώρα που ανεβαίνει ο σύζυγος, εμφανίζεται για μια μοναδική φορά ο σκιώδης μόνιμος κάτοικος του δωματίου 38, Ζωγράφος, …με το ημιτελές του έργο, την Αποκαθήλωση του Χριστού, που τον λένε αλκοολικό, που ίσως και να είναι ήδη πεθαμένος. Αυτός θα μας πει πώς …όλα μένουν στη ζωή μισά, και πώς κρατούσαν σκυφτό τον ζωγραφιστό Παντοκράτορα …οι σφυριές των μαρμαράδων στον μεγάλο θόλο της εκκλησιάς, …όταν όλη η εκκλησιά κρεμόταν λες από το ‘να τους πλευρό, καθώς λάξευαν κρεμασμένοι εκεί. Και το ποίημα μπαίνει στη μεταφυσική.

Πολλά έχουν πει κατά καιρούς για τη θρησκευτικότητα του Λειβαδίτη, μια πίστη μετά από την άλλη του κομμουνισμού κτλ, όμως μάλλον πρόκειται για τη συνεχή διερώτηση, πίστη και μαζί αμφιβολία του, όπως κάθε ανθρώπου: …Χρόνια με βασανίζει η έκφραση του προσώπου, εννοώ τον πίνακα, με καταλαβαίνετε… Ένας άνθρωπος που πίστεψε ολόκληρος στην αιώνια ζωή και που τώρα νεκρός δεν συναντάει τίποτα. λέει ο ζωγράφος του. – Τι είναι θεός τι μη θεός και τι τ’ ανάμεσό τους, όπως θα έλεγε ο Σεφέρης.
Δεν είναι βέβαια ο πρώτος ευρωπαίος κομμουνιστής που υπήρξε και χριστιανός ο Τάσος Λειβαδίτης, η ηθική των δυο συστημάτων κάπου συγκλίνει, στους φτωχούς, τους ασθενείς και τις γυναίκες, και κάπου αποκλίνει, στη συγχώρεση.  Όμως εδώ έχουμε ένα ποίημα ντοστογιεφσκικό και συμβολικό. Κι όπως γράφει ο ίδιος ο ποιητής εν κατακλείδι δεν πρόκειται παρά …για το πανάρχαιο μυστήριο της τιμωρίας και της συγχώρεσης.
Ο Λειβαδίτης στις «Γυναίκες με τα αλογίσια μάτια», βρίσκεται πια πολύ μακριά  από τη «στρατευμένη ποίηση», βρίσκεται στην ποίηση που τείνει προς το άπειρο, στη φιλοσοφία. Ίσως γι αυτό ακριβώς τόσο πολύ τον ξεχνούσαν. Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ένας ευρωπαίος ποιητής, που δυστυχώς έγραφε στη γλώσσα μιας μικρής χώρας. Οι συγγένειές του με το κινηματογραφικό κίνημα του νεορεαλισμού, τον Αντονιόνι και τον Βισκόντι, αλλά κάπου και με τον μεταγενέστερο στοχαστή Ταρκόφσκι είναι αισθητές.
Στην ΚΑΝΤΑΤΑ για τρία δισεκατομμύρια φωνές, μοντέρνο πολυφωνικό οπερατικό ποίημα της ίδιας περιόδου με σκηνικό τη μεγαλούπολη και έκταση 46 σελίδες, το θαύμα του ποιητικού θεατρικού επαναλαμβάνεται σε ακόμη ευρύτερη κλίμακα. Τα θέματα αναπτύσσονται ιλιγγιωδώς, Τυχαίο, Πεπρωμένο, Σύλληψη πολιτικού κρατουμένου, Αναβλητικότητα, Ποτέ, Παιδική πορνεία, Κέρδος και Ζημία της ψυχής, το Δίδαγμα της αράχνης, η Γυναίκα που έχασε την ευκαιρία …της πιο βαθειάς ερωτικής πράξης, να κλάψει ένας άντρας στα πόδια της, κτλ. και πάλι ο λόγος των Ευαγγελίων, που δίνει τον τύπο του στα αποσπάσματα του Ανθρώπου με το κασκέτο.  Αυτά όλα όμως αποτελούν αντικείμενο μιας άλλης μελέτης και συζήτησης. Το μόνο που ίσως χωράει εδώ είναι η προλογική στροφή της αριστουργηματικής «Καντάτας»:

Ω, αρετή της συγγνώμης,  αρετή της υπομονής, αρετή της αυταπάρνησης,
Μα πάνω απ’ όλα υπέρτατη αρετή, σαν τους απλούς ανθρώπους,
Να δέχεσαι υπάκουα, κατανυχτικά, το πέρασμα του χρόνου,
Κατανοώντας αόριστα το βαθύ μυστήριο της αιώνιας κίνησης κι αλλαγής,
Και σχεδόν συγκατανεύοντας – να σαι λίγο κι εσύ ο δημιουργός του.

Κι, α, ποια άλλη, αλήθεια, πιο απροσμέτρητη λεηλασία υπάρχει
της απρόσιτης αιωνιότητας,
απ’ το τραγούδι.

Μ.Π.16/12/2022

Μαριάννα Παπουτσοπούλου

Η Μαριάννα Παπουτσοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε διάφορα λογοτεχνικά, ιστορικά και καλλιτεχνικά πράγματα, κατόπιν τα μοιράστηκε στη μέση εκπαίδευση για τριάντα χρόνια. Γράφει πεζό και μεταφράζει αγγλική και γαλλική λογοτεχνία από τα εφηβικά της χρόνια, έγραψε πολλά ανώνυμα για το κίνημα των εκπαιδευτικών και των γυναικών, ποίηση έγραψε σε μεγάλη ηλικία μάλλον από έρωτα και άκρατο ενθουσιασμό. Άρχισε να εκδίδει αργά, επειδή ντρεπόταν. Ταξίδεψε αρκετά, είδε πολλά, αγάπησε, χόρτασε. Σήμερα ζει με τους φίλους και τα παιδιά της στην Αθήνα.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.