You are currently viewing Μαριάννα Παπουτσοπούλου:  «42 κείμενα καραντίνας», Εύμαρος, 2020.   

Μαριάννα Παπουτσοπούλου:  «42 κείμενα καραντίνας», Εύμαρος, 2020.  

Ένα ψηφιδωτό έμπνευσης και ανθρώπινης ευαισθησίας

 

Όταν ο Πέτρος Κακολύρης μου ζήτησε στις αρχές Απριλίου ένα κείμενο για την καραντίνα, στην αρχή κατσούφιασα, δεν ήξερα αν θα μπορέσω, ήταν όλα τόσο δύσκολα κι έγραφα κάτι άλλο εκείνο τον καιρό. Όμως, καθώς οι μέρες του εγκλεισμού περνούσαν, καταλάβαινα λίγο-λίγο τη νέα και πρωτόγνωρη συνθήκη. Φαντάζομαι πως δεν ήταν έτσι για όλους, άλλοι συγγραφείς μπορεί να ήταν πιο έτοιμοι ή να είχαν ένα κείμενο κατάλληλο, ίσως και καλύτερη διάθεση. Όταν το βιβλίο ήρθε πια έτοιμο στα χέρια μου πριν λίγες μέρες, χάρη σε μια καλή φίλη και τη φροντίδα του Πέτρου, παρατήρησα κάτι αξιοθαύμαστο για μια συλλογή ετερόκλητων κειμένων, έστω και με κοινή θεματική. Αν και τα κείμενα ανθολογούνται κατ’ αλφαβητική σειρά, έχουν ωστόσο κάποια δομή, εισαγωγή, σώμα και συμπέρασμα. Έτσι αποφάσισα κάτι να γράψω για το ίδιο το βιβλίο, κι ας έχω μέσα ένα κείμενο κι εγώ.

 Στο βιβλίο «42 κείμενα καραντίνας», Εύμαρος, 2020, γράφουμε νέοι και παλιότεροι συγγραφείς, έμπειροι και λιγότερο έμπειροι. Ο αναγνώστης θα βρεθεί λοιπόν διαδοχικά και εναλλακτικά μπροστά σε εννέα διηγήματα, οκτώ ποιητικά μικρά πεζά, οκτώ δοκίμια, έντεκα  χρονικά, τρία παραμύθια, ένα εκτεταμένο απόσπασμα ιστορικής αφήγησης, τέλος δυο ποιήματα. Πρόκειται για ένα ψηφιδωτό ηλικιών, διαθέσεων και τρόπων να μιλάς για φοβερά πράγματα σαν την υγειονομική καραντίνα για την πανδημία Covid 19, και να τα ξορκίζεις με μέσο τη λογοτεχνία. Χαρακτήρες, ταλέντα και κλίσεις γίνονται έκτυπα ορατές στο βιβλίο σαν μια μεγάλη ζωφόρος ή σαν λεκτικό ανάχωμα στο φόβο και την απομόνωση. Ο καθένας φέρνει τη δική του πνευματική ή ψυχική σοδειά για να περάσει η κρίση αυτή, να πάμε πιο κάτω. Άλλος μιλά τη γλώσσα της φιλοσοφίας κι άλλος της ποίησης, άλλος της πραγματικότητας κι άλλος του μύθου, κάποιοι της συγκίνησης ή του πένθους, κάποιοι την γλώσσα του δοκιμίου, άλλοι της ειρωνείας, του θυμού και του παραλόγου, κι ένας μόνο, νεότατος, την ακάματη γλώσσα του πηγαίου χιούμορ. Δεν πρόκειται βεβαίως για το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου, εκείνος είναι ανεπανάληπτος, ωστόσο, τα διηγήματα κυρίως σου κλέβουν την καρδιά.

 Διηγήματα λοιπόν. Δύτες και μεταλλωρύχοι του Νεοκλή Δημόπουλου, ένα τραγούδι στον ακάλυπτο που δεν θα ξεχάσετε ποτέ. Σπαρακτική Η κυρία Θάλεια του Ραλφ, της Ζαχαρούλας Δημητράκου,  θαυμάσιο το ειλικρινές Μπέργκαμο-κούρβα Πιζάνι ρέκβιεμ, του Κώστα Ποντικόπουλου, δυνατό το Καραντάνι, της Ευμορφίλης Καρκαλέτσου, γλυκύτατη Η συνάντηση,  του Αλέξανδρου Βαναργιώτη με τον παιδικό εαυτό του, το ευρηματικότατο Η πληγή, της Μαρίας Τζαρδή,  και Ο Ιώβ ή υπόληψις της Μαρώς Τριανταφύλλου είναι αληθινά διαμάντια, ενώ το Ένα ζευγάρι Γόβες για τον Γιάννη, της Γεωργίας Δρακάκη, θα βραβευόταν αν υπήρχαν βραβεία τώρα στα δύσκολα, όπως και η Καταδρομική, του Γιώργου Κοντόπουλου, με τη νεανική  δύναμη και το πικρό του γέλιο, που πηγάζει αβίαστα.

Στο άλλο επίπεδο, της Ποιητικής Πρόζας, αντιστοιχούν πολλές όμορφες και συγκινητικές φωνές: Ο Νίκος Γραικός με το λυρικό και δραματικό, Ο χορός ζωής και θανάτου,  τα Ψιλά γράμματα της Γιώτας Αναγνώστου, ο έξοχος θυμωμένος θεατρικός μονόλογος της Μαίρης Κακολύρη, Ε! εσύ 19, το Ημερολόγιο απομόνωσης, της Σωσώς Μακρή, που αφορά μια τάξη μικρών παιδιών κι έναν ήρωα που πέθανε μέσα στην πανδημία, η Ελένη Νανοπούλου, Μόνες μας, για μια λατρεμένη μάνα με άνοια. Η λίστα της αγκαλιάς, του Θοδωρή Τσάτσου, και Η Γραμματική των χρόνων της Ειρήνης Προκοπίου. Τα Παραμύθια έρχονται ωστόσο να μας παρηγορήσουν: Ο κότσυφας που έφερε την ‘Άνοιξη του Δημήτρη Προύσαλη, που πρωτοεμφανίζεται καταχείμωνο ένα μαύρο πουλί στο χιόνι,  και Ο Covid 19 της Ελένης Κολέθρα, όπου μιλούν τα εγκαταλειμμένα λόγω κορωνοϊού σκυλιά, αλλά κι Ένα παραμύθι για τον Κορωνοϊό, με νεράιδες και τα σχετικά, της Ναταλίας Δεδουσοπούλου.

 Υπάρχουν και κάποια Χρονικά πιο παραμυθένια κι από παραμύθια, όπως η θαυμάσια Αλλαγή προγράμματος του Τάσου Βασιλείου στο μακρινό ηπειρώτικο χωριό Μπισντούνι, που γεννά τις φοβερές αναμνήσεις του Εμφυλίου, ο Ιωάννης Κουτεντάκης με το, Ο χρόνος που μένει, η ξεχωριστή πάντα και φίνα γραφή της Μαρίας Μαραγκουδάκη, Από άλλον αιώνα, και η έξοχη Ζωή Κατσιαμπούρα με το Ιός και φόβος, με μια προβολή μέχρι τον λοιμό του Θουκυδίδη. Η Ευρυδίκη Τρισόν Μελσανή, Μέρες του ’20, και η Ελένη Λιντζαροπούλου, Η κανονικότητα ενός  ίού, μένουν στο κλασικό χαριτωμένο ανάλαφρο χρονικό, ενώ Το θηρίο της Αντωνίας Ζεβόλη Νταουντάκη, πιάνει το χορό αλλά και τη σύγκριση της αντοχής και της γενναιότητας  με τη γενιά της αντίστασης. Χιούμορ αλλά σατιρικό, ειρωνικό των καταστάσεων και των νοοτροπιών, έχει να προσφέρει και  το χρονικό η Καραντίνα του Νίκου Χαρτοματσίδη. Η Μπαλάντα του οικόσιτου πιγκουίνου του Γιώργου Δρόσου μας κάνει να χαμογελάσουμε πικρά στις ουρές των μάρκετ με τα καμώματα των συμπολιτών μας, που παντού διεκδικούν την …πρωτιά. Ένα πειραματικό χρονικό της Χριστίνας Ιωάννου,  Όταν το αυτονόητο θεωρείται πολυτέλεια, υπογραμμίζει σχεδόν ποιητικά, κατά τον τρόπο των Νταντά, τον παραλογισμό μιας πανδημίας, ενώ η Σάντερλαντ, του Μανώλη Κατεινά, νοσταλγεί την πατρίδα και ελπίζει με αγορίστικο και αθώο ποδοσφαιρικό αγωνιστικό πάθος. Όσο για την Ειρήνη Δερμιτζάκη, θα στοχαστεί καθώς καταλαγιάζει Ο Θόρυβος της πανδημίας, τι είναι σημαντικό στη ζωή μας και τι όχι. 

 Είναι ωστόσο ένα δοκίμιο του Βασίλη Δ. Αναγνωστόπουλου, που ανοίγει το βιβλίο ρωτώντας ευθέως, Επαληθεύονται τα παραμύθια; και χαρίζοντας τη ζωή σ’ έναν γέροντα, αφού «κάθε γέροντας που πεθαίνει είναι σα να καίγεται μια βιβλιοθήκη». Τα οκτώ  δοκίμια του μικρού τόμου διανθίζουν ερμηνευτικά το άλλο υλικό, Η επιστροφή της φύσης και του περιβάλλοντος στο κείμενο στου Στάθη Βλαχάκου, Η σιωπή ως «εχθρός του ποιητή», κάποτε και της ζωής, στο μπεκετικής κοπής κείμενο του Κώστα Ξ. Γιαννόπουλου, Μίμος, ο ηθοποιός της σιωπής,  αλλά και το φάντασμα του Ντοστογιέφσκι στα χρόνια του κορωνοϊού, του Λέανδρου Πολενάκη, απέναντι σε έναν σύγχρονο Ιβάν Καραμαζώφ. Η Λίζα Διονυσιάδου, θα πιάσει την γνώμη και τη σοφία του Λιχατσώφ ως οδηγό,  Για τη ζωή και για το θάνατο, ενώ Τα φώτα βαριά της Θούλης Στάικου, επιχειρούν και κατορθώνουν να υψώσουν την αγάπη, «φως μου», παντοδύναμη απέναντι σε κάθε ενδεχόμενο δυστοπίας  και κάθε  μαύρη τρύπα. Κάπου εδώ Κουτσά στραβά είμαι κι εγώ με το θέμα των μολυσματικών ιών και της εξάπλωσής τους. Κι όμως αυτός ο βόμβος… επιμένει ο Δημήτρης Κουκουλάς για τη μεγάλη μας πόλη και τον προηγμένο κόσμο στο μικρό του διήγημα δοκίμιο.

  Ο αγαπητός Γιώργος Μπουγελέκας με το ποίημα Έξοδος και  οι Ακροβασίες της Γιάννας Ανδρεοπούλη, φέρνουν λίγους στίχους, ελεύθερους ή με ρίμες, ως ταπεινά και πολύτιμα δώρα των μουσών. Όσο για την μεσολογγίτισσα Μαρία Χασιώτη, δίνει την πολύτιμη συμβολή της μεταξύ έρωτος, πολιορκίας και άλλων δαιμονίων, λαογραφικώς τε και ιστορικώς διδάσκοντας την γενναιότητα λίγο πριν τα διακόσια χρόνια του ’21 στο ακροτελεύτιο, Οι Πολιορκημένοι παίξανε τον Χάρωνα.

Ξέχασα κανέναν;

 

 

 

 

 

Μαριάννα Παπουτσοπούλου

Η Μαριάννα Παπουτσοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε διάφορα λογοτεχνικά, ιστορικά και καλλιτεχνικά πράγματα, κατόπιν τα μοιράστηκε στη μέση εκπαίδευση για τριάντα χρόνια. Γράφει πεζό και μεταφράζει αγγλική και γαλλική λογοτεχνία από τα εφηβικά της χρόνια, έγραψε πολλά ανώνυμα για το κίνημα των εκπαιδευτικών και των γυναικών, ποίηση έγραψε σε μεγάλη ηλικία μάλλον από έρωτα και άκρατο ενθουσιασμό. Άρχισε να εκδίδει αργά, επειδή ντρεπόταν. Ταξίδεψε αρκετά, είδε πολλά, αγάπησε, χόρτασε. Σήμερα ζει με τους φίλους και τα παιδιά της στην Αθήνα.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.