You are currently viewing Νίκος Προσκεφαλάς: Μια ανάγνωση στο βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των αγράφων» Κίχλη, 2021

Νίκος Προσκεφαλάς: Μια ανάγνωση στο βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των αγράφων» Κίχλη, 2021

Η προδοσία ως διαχρονική ιστορική συνθήκη

 

Ας ειπωθεί εξαρχής για την άρση οποιασδήποτε παρεξήγησης, ή καχύποπτης προκατάληψης. Δεν είναι το βιβλίο τούτο μια ακόμα ιστορία του εμφυλίου, ούτε πολύ περισσότερο ένα ιστορικό, ή ιστορικίζον μυθιστόρημα κοντά σε όλα όσα έχουν γραφτεί με αφορμή τη σκοτεινή εκείνη περίοδο, όσο κι αν ο εμφύλιος αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο δομείται ολόκληρη η αφήγηση.Τούτο δεν σημαίνει βέβαια πως η σκληρή εκείνη εποχή πρέπει να σβηστεί από το χάρτη της μνήμης στο όνομα μιας αόριστης συμφιλίωσης ή μιας άμβλυνσης εκείνων των ιστορικών γωνιών, που ενίοτε μας αγκυλώνουν. Ούτε πολύ περισσότερο θα ήταν ιστορικά τίμιο να υποστηρίξουμε πως τα πρόσωπα και τα γεγονότα της δεν στιγμάτισαν τη μεταπολιτευτική μας ιστορία, ή ακόμα πως οι πολιτικές επιλογές του τότε με τις συνέπειές τους μαζί δεν αποκαλύπτουν στοιχεία αξιοποιήσιμα και στο δικό μας ιστορικό παρόν. Όλα τα παραπάνω ισχύουν, το ζήτημα ωστόσο είναι πως ο συγγραφέας με το βιβλίο αυτό επιθυμεί, είναι φανερό, να πάει παραπέρα.

Γιατί η αλήθεια που το μυθιστόρημα αυτό κομίζει και που κατά τη γνώμη μου είναι αυτή που παρασύρει σε μια γόνιμη αναγνωστική δίνη εν τέλει τον αναγνώστη, είναι πως πέρα και πάνω από κάθε ιδεολογική, ή ιδεοληπτική αντίληψη της ιστορίας, της πολιτικής και των στοιχείων της, οι άνθρωποι είναι εκείνοι που κρατούν, ή που οφείλουν να κρατούν με συνέπεια και ευθύνη τη σκυτάλη των γεγονότων. Ακριβώς γιατί το λαϊκό σώμα της κάθε ιστορικής περιόδου είναι εκείνο  που υφίσταται τα δεινά ή τις ευεργεσίες των εκάστοτε, πολιτικών κυρίως, επιλογών των ιστορικών υποκείμενων, που σε κάθε ιστορική περίοδο δρουν και πρωταγωνιστούν.

Αλλά πρωταγωνιστεί το λαϊκό σώμα στην ιστορία; Την δημιουργεί; Την γεννά; Την αναδιατάσσει; Είναι εντέλει υποκείμενο της ιστορίας ο λαός; Κι αν κάποτε συμβεί να είναι, το όραμά του έχει ελπίδες να σαρκωθεί μέσα στο πολυπαραγοντικό γίγνεσθαι; Τα ερωτήματα αυτά δεν σχετίζονται μόνο με την ιστορία του εμφυλίου. Σχετίζονται αφενός συνολικά με την ιστορία, προβάλλουν δε αφετέρου αμείλικτα και εν πολλοίς αναπάντητα και στο δικό μας σύγχρονο ασαφές παρόν. Και βεβαίως αφήνονται ελεύθερα να κυκλοφορήσουν στο νου και στην καρδιά του αναγνώστη μετά το πέρας της ανάγνωσης.

Το μυθιστόρημα είναι σπονδυλωτό και ζωγραφίζει στο άσπρο φόντο του χιονιού, μέσα από τις ξεχωριστές ιστορίες των ηρώων του, εκείνη την άγνωστη ίσως σε πολλούς πορεία της ταξιαρχίας των αόπλων, η οποία κάτω από τις διαταγές του θρυλικού Γούσια κλήθηκε το Φλεβάρη του ‘48 να μεταφέρει εφεδρείες για το Δημοκρατικό Στρατό από τη Βράχα προς τη Μακεδονία. Άοπλοι κι ανεκπαίδευτοι οι επίστρατοι, άλλοι εθελοντές κι άλλοι στρατολογημένοι, διασχίζουν τους ορεινούς όγκους του Ολύμπου και των Πιερίων κάτω από το ανελέητο κυνηγητό, τις ενέδρες και τους βομβαρδισμούς του Κυβερνητικού Στρατού. Βασανισμένοι κι αποδεκατισμένοι φτάνουν τελικά ελάχιστοι στον προορισμό τους, κουβαλώντας, άδειο κιβώτιο, το προδομένο τους όραμα, την κουρασμένη ψυχή τους.

Η αλήθεια είναι πως οι ήρωες του Χατζημωυσιάδη, που συμμετέχουν σε τούτη την αφήγηση, δεν εμφορούνται από υψηλά ιδανικά, αποκρυσταλλωμένες  ιδέες, συμπαγές συνταγογραφημένο αξιακό σύστημα. Δεν έχουν διαβάσει τα μανιφέστα του Μάρξ και του Ένγκελς. Δεν είναι συνειδητά πολιτικοποιημένοι, ή ριζοσπαστικοποιημένοι. Δεν κουβαλούν οράματα κατασκευασμένα σε μηχανισμούς γραφειοκρατικούς ή σε φροντιστήρια καθοδήγησης. Είναι άνθρωποι απλοί με σάρκα και οστά, που τους τους κινεί ωστόσο μια φλόγα για έναν καλύτερο, έναν δικαιότερο κόσμο και αυτό το υποσυνείδητο όραμα συνειδητά και με πίστη ακολουθούν. Και κάτι ακόμα. Έχουν όλοι τους  βιώσει θάνατο, στις πολλαπλές μάλιστα εκφάνσεις του, από την απώλεια δικών τους προσώπων, ως το βιασμό του σώματος και της ψυχής τους. Ως τον ασφυκτικό εγκλωβισμό τους στο στενό δόκανο μιας επαρχίας, που τους συνθλίβει, που τους πνίγει, που τίποτα δεν τους υπόσχεται, παρά μόνο τον πολλαπλασιασμό και την επέκταση της θανατερής ομίχλης. Κι ο θάνατος έχει την ιδιαιτερότητα να τέμνει την ψυχή του ανθρώπου, να χαράσσει γραμμές πλεύσης, να προσπερνά ιδεολογίες, να εγγράφει βιώματα βαθιά κι ανεξίτηλα.

Δυστυχώς όμως αυτά τα απλά, τα ειλικρινή και αυθεντικά οράματα, με έναν παράδοξο τρόπο, λες και γεννιούνται για να προδίδονται. Οι απρόσωπες γραφειοκρατικές δομές, τις οποίες ο επικεφαλής της ταξιαρχίας Γούσιας καλείται με απάνθρωπη συνέπεια να υπηρετήσει, δεν αναγνωρίζουν προσωπικά ονείρατα δικαιοσύνης, ούτε χαμπαριάζουν από συναισθήματα, πόνο, αναγνώριση προσωπικών λαθών, αυτοκριτική, συλλογικές αποφάσεις, κοινωνική συνύπαρξη, αλληλέγγυα ανθρωπιά. Κι ας κόπτονται σχεδόν πάντα οι εκφραστές τους πως όλα τα παραπάνω υπηρετούν, για όλα αυτά τάχα με πάθος πολεμούν. Αυτή ακριβώς η ασυνέπεια ιδέας και πράξης είναι που αποκαλύπτεται τελικά με ενάργεια στο βιβλίο, μέσα από τη συναρπαστική αφήγηση του Χατζημωυσιάδη, η οποία καθηλώνει και συγκινεί. Στο πρόσωπο του Γούσια σαρκώνεται ο ανθρωπολογικός εκείνος τύπος που στο όνομα της προσωπικής φιλοδοξίας καταφέρνει να σχετικοποιήσει και τελικά να υπονομεύσει στη συνείδηση του απλού αγωνιστή κάθε ελπίδα για έναν ομορφότερο, δικαιότερο κόσμο, κάθε γνήσιο τελικά επανασταστικό κίνητρο.

Παρόλη την προδοσία εντούτοις, τα πρόσωπα του βιβλίου δεν σκοπεύουν να εξαφανιστούν, όσο κι αν ο επικεφαλής τους επιθυμεί την ενοχοποίηση και τελικά το θάνατό τους. Δεν συνθηκολογούν, δεν παραδέχονται την ήττα. Είναι πεπεισμένα πως πράττουν το σωστό και το δίκαιο κι η σύγκρουσή τους με τον εξουσιαστικό μηχανισμό είναι μετωπική κι αμείλικτη. Νικηφόρα ή όχι, αδιάφορο. Δεν είναι αυτό, που μετράει. Η διαχρονική αξιοπρέπεια είναι που λογαριάζεται εδώ, όχι τα μετρημένα κουκιά μιας κάλπικης επιτυχίας, επιβεβαιωμένης με μια ακόμα εκτέλεση. 

Ερωτευμένοι με το «αλλιώς» του βίου, οι ταπεινοί επαναστάτες του Χατζημωυσιάδη, ξέρουν πως ο έρωτας είναι μια όψη της επανάστασης και δεν σκοπεύουν να τον προδώσουν κι ας προδόθηκαν οι ίδιοι. Για αυτό και διαφεύγουν θυσιαστικά στο χιόνι, δίνουν το τέλος που τους αξίζει, βροντοφωνάζουν με τη θανή τους πως πρέπει κάποτε ο λαός να γίνει υποκείμενο της ιστορίας κι όχι παιχνίδι στα χέρια των καιροσκόπων ηγετών της. Σύμμαχός τους η πηγαία, η ζωντανή γραφή του συγγραφέα, που έρχεται να τους δικαιώσει, να τους ξαναστήσει όρθιους μπροστά στα μάτια μας σαν διαχρονικούς αδριάντες μνήμης. Θαρρώ μάλιστα πως το χιόνι που τους αγκαλιάζει, λευκό και αγνό σαν την ψυχή τους, δεν είναι το συνηθισμένο. Άλιωτο κι εκτυφλωτικό, επιμένει να αντανακλά με τη λάμψη του ήλιου το χαμόγελό και την έξαψή τους. Αν μάλιστα κοιτάξεις προσεκτικά πάνω του, ίσως δεις ακόμα κάποια απ’ τα ίχνη τους, ίσως διαβάσεις με κόκκινα ματωμένα γράμματα μια δυο φράσεις.

«Η πορεία συνεχίζεται. Τίποτα δεν έχει τελειώσει».

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.