You are currently viewing Παναγιώτα Λάσκαρη: Γιάννης Ρίτσος  (1/5/1909- 11/11/1990) – Σπουδάζοντας τον Γιάννη Ρίτσο πάνω στην ψαύση της σιωπής και της οδύνης του τίποτα.

Παναγιώτα Λάσκαρη: Γιάννης Ρίτσος  (1/5/1909- 11/11/1990) – Σπουδάζοντας τον Γιάννη Ρίτσο πάνω στην ψαύση της σιωπής και της οδύνης του τίποτα.

Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση
Όλη σου την σιωπή την είπε η ποίηση.

 Γ. Ρίτσος

 

Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα…

 

 Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα…, τέσσερεις συλλογές σ’ ένα βιβλίο, κι ο Γιάννης Ρίτσος του τέλους, ανυπόδητος και γυμνός, ριψοκίνδυνα ηττημένος, αλλά και κυρίαρχος της ήττας του, ανασυνθέτει την ιστορία του προσώπου του με φαγωμένα από τη φθορά και τον χρόνο όλα τα προσωπεία του, την ώρα που η ψαύση της σιωπής, έμμονη ιδέα της ποίησής του, απειλεί τον ίδιο και τον ποιητικό του λόγο με αφανισμό, ενώ, παράλληλα, συνεχίζει ποικιλοτρόπως να τους τροφοδοτεί.(1)

Τα παραπετάσματα πέφτουν και η οδύνη του τίποτα ασθμαίνει με τραγική ηρεμία και αξιοπρέπεια μέσα στο σώμα μιας λυρικής εξομολόγησης που με τη λαλούσα σιωπή της κρύβει και συνάμα αποκαλύπτει βασανιστικό σκοτάδι. O ποιητής μονολογεί: Μέσα σ΄αυτή τη μεγάλη ησυχία, / μέσα σ΄ αυτό το θαύμα-τίποτα / Κωφάλαλα τ΄ αγάλματα. / Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε. (Νύχτωσε, σελ.141). Η αναμονή του Θανάτου, παρουσία εγγύτερη πια από τη θωπεία όλων των προσφιλών πραγμάτων, που σιγά- σιγά αντιστεκόμενα στοιχειώνουν, κατακλύζει την ύπαρξη. Το κενό, ως χαίνον αδηφάγο στόμα, προκαλεί σε μια αναμέτρηση μαζί του, κι ο Ρίτσος, αμάθητος στις νοητικές εποπτείες, ζητά απεγνωσμένα σαρκωμένη αλήθεια, αλλά το μηδέν, «Αυτός, ο πιο ανησυχητικός από τους επισκέπτες, στέκεται έξω από την πόρτα».(2)

 

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο για έναν εντυπωσιακά πολυγραφότατο ποιητή σαν τον Γιάννη Ρίτσο, το θέμα της σιωπής αποτελεί το επίμονο θέμα και αίτημα της ποίησής του. Πρόκειται για μια « έμμονη ιδέα» που διατρέχει υπόγεια όλο το φάσμα της ποιητικής του γραφής, για ένα πυριφλεγές κέντρο που συνενώνει στη λάβα του όλα τα επιμέρους θέματα ενός πρωτεϊκού και πολυσήμαντου υπαρξιακού προβληματισμού, που συμπεριλαμβάνει όλες τις αντινομίες της ύπαρξης, για να τον ταξιδέψει ποιητικά, αρθρώνοντας και συνάμα οικοδομώντας την ποιητική του.(3)

Η σιωπή, ως έμμονη ιδέα και αιτούμενο της ποίησής του, τη διατρέχει σε όλη της τη διαδρομή, έτσι ώστε λόγος και σιωπή να συνυπάρχουν άλλοτε ανταγωνιστικά, άλλοτε συμφιλιωτικά και άλλοτε μέσα στο κλίμα μιας εμφανούς αμφισβήτησης του λόγου που ηττάται από την παντοδυναμία της σιωπής, ενώ ταυτόχρονα είναι ο ίδιος, ο αδύναμος λόγος, που καθίσταται δυνατός, ακριβώς επειδή είναι αυτός που της αποδίδει τα εύσημά της και την αποκαθιστά στο βάθρο της.

Τρεις περίοδοι με ρευστά όρια σηματοδοτούν τον ρόλο της σιωπής στο έργο του Γ. Ρίτσου.(4)  Στην πρώτη περίοδο η ανάγνωση της σιωπής από τον ποιητή είναι αρνητική. Ο ποιητικός λόγος συγκρούεται μαζί της και κατισχύει. Η ιδεολογική και κοινωνική στράτευση επιτάσσει λόγους και πράξεις. Η σιωπή είναι το άλλοθι των επικίνδυνα αδιάφορων και κομφορμιστών. Αποπνέει μυρωδιά ναφθαλίνης…

Στη δεύτερη περίοδο, που εισάγεται με κάποια ποιήματα της Δοκιμασίας και ολοκληρώνεται στα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1950, μια συνύπαρξη σιωπής και λόγου τεχνουργεί σταδιακά μια ποιητική και υπαρξιακή συμφιλίωση. Το μυστήριο της σιωπής αρχίζει να διαχέεται από μισόκλειστα ερμάρια, ενώ ο λόγος να χάνει την αυτάρκη δύναμή του από τη θέα των αποκαλυπτόμενων.

 Στην τρίτη περίοδο, που περιλαμβάνει όλη την κατοπινή του ποιητική παραγωγή, ο λόγος του διερευνώντας επίμονα όψεις της σιωπής, συχνά αντιφατικές μεταξύ τους, ανοίγει μια πολύπτυχη συν-ομιλία μαζί της με επαμφοτερίζουσες διακυμάνσεις, πολύτροπη δυναμική και την τραγική βίωση ενός εγχειρήματος του ανέφικτου. Ο λόγος ραγίζει και ενίοτε θραύεται από την αδυσώπητη παρουσία της που αλώνει τον χώρο του, ενώ, ταυτόχρονα, μυστηριακά νοηματοδοτεί την ύπαρξη μέσα στην πτώση του, ακριβώς εξαιτίας της επίμονης πρόσκλησης που της απευθύνει.

Ειδικότερα, στα τελευταία-τελευταία ποιήματα του Ρίτσου, που περιλαμβάνονται εν είδει τεσσάρων συλλογών στον τόμο με τον τίτλο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα από τις εκδόσεις Κέδρος (Τα αρνητικά της σιωπής, Το γυμνό δέντρο, Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, Δευτερόλεπτα), η Σιωπή και τα παρεπόμενά της ενορχηστρώνουν μια ποίηση του Τέλους «τέτοιας συναισθηματικής διαύγειας και συγκινησιακής πυκνότητας» που το μικρής, κυρίως, εκτάσεως ποίημα αναδεικνύει τον Ρίτσο σ΄έναν εξαιρετικό ενορχηστρωτή υπαρξιακών φωνών, όπως αυτές που υπαγορεύουν η φθορά, ο χρόνος, το παράλογο του κόσμου, η μοναξιά, ο φόβος, το κενό, ο θάνατος, μαζί με τις αντίμαχες δυνάμεις τους, κατά τρόπο λεπτότερο, όπως παρατηρεί ο Νάσος Βαγενάς, απ’ ό,τι ο Καβάφης και ο Σεφέρης.(5)

Ο Ρίτσος του τέλους, «εξομολογούμενος και αυτολογοκρινόμενος», προκαλεί σε μια άλλη ανάγνωση του ποιητικού του προσώπου που αποκαλύπτει ότι ο Ρίτσος τού πριν μπορεί να ήταν κι ένας Ρίτσος «εσωτερικός και ανεκδήλωτος»,(6) μελαγχολικός και αβέβαιος, αμφιβάλλων και τρωτός, τέτοιος που δεν τον ήθελε η τυπική και άτυπη συμφωνία μ΄ έναν χώρο ιδεολογικής και κοινωνικής στράτευσης, κάτω από τη βία των ιστορικών περιστάσεων, αλλά κι έναν τρόπο προδιαγεγραμμένο από τον απολυτοποιημένο ανθρωποκεντρισμό μας, που θέλει τον ποιητή και την ποίηση του ένδοξους μονομάχους που με το έργο τους ακεραιώνουν και σώζουν την ύπαρξη. Ο Ρίτσος, όμως, του τέλους, με μια γυμνή ως το κόκκαλο ειλικρίνεια, αρχίζει να ξεφτίζει ένα-ένα όλα τα προσωπεία, τα δικά του και των άλλων, μετά από τη βαθιά επίγνωση που του χάρισε η προσωπική και ιστορική του μοίρα ότι είναι πολύ αυχμηρή «η πνευματική ερήμωση που μπορεί να κρύβεται πίσω από μια φανταχτερή πρόσοψη».(7) Τί λαμπρά προσωπεία/εκάλυψαν απελπισμένα πρόσωπα, εκάλυψαν / συνωμοσίες του χρόνου, του θανάτου(Παραδοχή, σελ.35)…Ώσπου τέλος/απόμεινε μια πάγχρυση μονάχα προσωπίδα/και πίσω απ΄αυτή την προσωπίδα πρόσωπο κανένα.(Αποσυνάγωγοι, σελ.46).

 

Μέσα απ΄ αυτή τη σταδιακή απογύμνωση η σιωπή εμφανίζεται ως η μόνη συν-ομιλούσα φίλη: Και περιμένεις ολομόναχος το βράδυ μήπως τ΄ αστέρια με κρυφά σινιάλα συνεχίσουν/εκείνη την απόμακρη προσωπική σου ιεροτελεστία (Ο ακάλεστος, σελ 18) ή Ίσως να μας υπερασπίσει ακόμα /η φωνή ενός πουλιού, / ένα άστρο που μας δείχνει την προτίμησή του, / η γαλανή γραμμή των βουνών στο χρυσό δείλι / κι ο λόγος που ωριμάζει στη βαθύτερη σιωπή. (Δ.68, σελ.221). Γι΄ αυτό εμπιστεύεται και πάλι το ποίημα (Κάτι μένει, σελ.183), αυτό το αρνητικό της σιωπής, γιατί είναι αυτό που την ανασύρει από το απροσμέτρητο βάθος της και καθιστά μεθεκτές τις ιαματικές μυστηριακές της χάρες.

Τούτη, όμως, η ψαύση της σιωπής, η ιαματική, υπονομεύεται και βάλλεται βασανιστικά από την άλλη, εκείνη που κατισχύει στα περισσότερα ποιήματα του τέλους και εμφανίζει ποικίλες όψεις του μηδενός μ΄ έναν πολυσήμαντο τρόπο. Γραφή και ύπαρξη συμπορεύονται σφιχταγκαλιασμένες σε μια οντολογική αναμέτρηση μαζί του: Κι όμως στα χνωτισμένα τζάμια / έγραψε με το δάχτυλό του ένα ΜΗΔΕΝ (Δ.25, σελ.203) ή Και το χαρτί μηδέν κρυμμένο στο μανίκι μου(Χαρτοπαίκτες, σελ.143). Τούτο, όμως, το μηδέν του Ρίτσου είναι πρωτεϊκό και γι΄ αυτό καθόλου εύκολα αναγνώσιμο. Κατ΄ αρχάς, μας εισάγει στο κλίμα μιας αποφατικής ποίησης, που, παρά την παρελθούσα πληθωρικότητά της, και, ίσως, εξαιτίας αυτής, αρνείται, τώρα στο τέλος, πιο έντονα από ποτέ, να δώσει στον λόγο, τον άλλοτε κυρίαρχο, την ψευδαίσθηση της επάρκειας να υποκαθιστά ή να εξαντλεί τη γνωστική αμεσότητα της σχέσης. Τραγικά διαπιστώνει πως Τα ονόματα δεν εφαρμόζουν πια στα πράγματα(Στάδια κούρασης, σελ.171)… Η νικοτίνη πικρίζει τα χείλη της σιωπής (Δ.81,σελ.228). Και έτσι: Τοποθετεί μια πέτρα πάνω στην άλλη. / Δεν χτίζει σπίτι. / Λέξεις. Μονάχα λέξεις. / Όχι ποίημα. (Δ.24,σελ.202) ή Οι χτεσινοί στρατιώτες γέρασαν / Λίγο λίγο πεθαίνουν κι οι λέξεις. (Δ.12, σελ.197). Γι΄ αυτό Καλύτερα, λοιπόν, να σωπάσεις. / Η νύχτα δεν σε κρύβει.(Δ. 5, σελ. 194).

Το μηδέν σε τούτη την προσέγγιση δεν ταυτίζεται κατ΄ ανάγκην με το Τίποτα, το πέραν της φθαρτής φαινομενικότητας των φθαρτών, Τίποτα. Αρχικά, φαίνεται να πρόκειται για την άρνηση από τον Ρίτσο των νοητικών εκείνων εποπτειών που εγκαθιδρύει ο λόγος προκειμένου να κερδίσει σε ύπαρξη, όχι μέσα από σαρκωμένη αλήθεια, αλλά από νοητική βεβαιότητα. Το παιχνίδι του λόγου το έπαιζε με μεγάλη μαεστρία ο Ρίτσος, όταν όλα έμοιαζαν αδιαφιλονίκητα παρόντα: ο ίδιος, τα προσφιλή πρόσωπα, τα προσφιλή πράγματα και οι υποσχέσεις των ανθρώπινων δυνατοτήτων, αλλά τώρα που τα οχυρά του παρελθόντος σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο έπεσαν, τώρα που το γήρας οδεύει αναπόφευκτα προς τον Θάνατο,(8) οι νοητικές αναγωγές του λόγου δεν επαληθεύουν τα πράγματα, αλλά τα στοιχειώνουν. Τούτη η γενναία, πραγματικά γενναία τελευταία και τελική του στάση απέναντι στη γραφή, στον λόγο και εν τέλει στην ίδια την ανθρώπινη νόηση, η στάση τού να παραδεχτεί κανείς δηλ. ότι: « Ξέρετε; Εγώ δεν είμαι τα λόγια μου. Τα πράγματα δεν είναι τα λόγια μου. Η αλήθεια δεν εξαντλείται στα λόγια μου. Η αλήθεια δεν εξαντλείται στις νοητικές μου εποπτείες. Τα λόγια μας δεν φτάνουν για να υπάρχουμε», οδηγεί υποχρεωτικά σε μια οντολογική διερεύνηση επάνω σ΄ ένα σοφόκλειο τρίστρατο. Πρώτη στράτα: υποκατάσταση της νοησιαρχικής βεβαιότητας από τον ατομοκεντρικό εμπειρισμό, που, όμως, κι αυτός, όπως η νοησιαρχική βεβαιότητα, αργά ή γρήγορα, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου και εξαπολύει αδηφάγο το κενό. Η απροκατάληπτη μελέτη του νεωτερικού και μετα-νεωτερικού πολιτισμικού παραδείγματος το αποδεικνύει περίτρανα. Δεύτερη στράτα: ανοιχτή η διερώτηση ως μια απορητική σκέψη που σώζει την ελευθερία της, γιατί συνεχίζει να απορεί, βαστάζοντας όμως, συχνά, κι όλο το βάρος ενός συθέμελα υπαρξιακού συγκλονισμού. Τρίτη στράτα: ο αποφατισμός, ως συνεπέστατος εμπειρισμός, που, όμως, σ΄ αυτήν του την εκδοχή, δεν εκφράζει την ατομοκεντρική εμπειρία, αλλά, τουναντίον, το γεγονός της άμεσης εμπειρίας μιας προσωπικής σχέσης, κατά την οποία η γνώση γίνεται εμπειρία μετοχής του κτιστού στο Άκτιστο. Και μια τέτοια μετοχή είναι υπαρκτικό γεγονός που νικά τη Φθορά και τον Θάνατο.

Ενίοτε ο Ρίτσος ακολουθεί τη δεύτερη στράτα. Να πώς εκφράζει τούτη την οδοιπορία ποιητικά: Πιθανόν κάτω απ΄ τη σιωπή του να ΄κρυβε κάποια απελπισία ανομολόγητη, κι ίσως να υποδεχόταν ήσυχος το πιο βαθύ και δυσανάγνωστο(Μια νύχτα, σελ.14) ή Αλλά την ώρα / που ήμουν έτοιμος πια ν΄ ανακαλύψω το νόημά μου/σηκώθηκε η γερόντισσα κι έκλεισε την πόρτα (Παρ΄ ολίγο, 76). Τα μυστικά αγγίζονται και χάνονται πάραυτα. Μένει εκκρεμής η υπαρξιακή απορία, με κλιμακούμενη την αγωνία της ανάλογα με τον συγκλονισμό της στιγμής. Η ψαύση της σιωπής τού ανοίγει πόρτες, που, απροσδόκητα, κλείνουν και τον αφήνουν «ανεπαισθήτως έξω». Πιο συχνά, λοιπόν, αποκαρδιωμένος, ακολουθεί αναγκαστικά την πρώτη στράτα. Εδώ το Μηδέν, από ενδεχόμενη προυπόθεση της α-λήθειας των όντων, από σημαίνουσα απουσία, μετατρέπεται σταδιακά σε Τίποτα, σε Τίποτα που συνοδεύεται από ένα λυσσαλέο αίσθημα κενού, καθώς η ερμηνεία του γεγονότος της ύπαρξης αρχίζει με και τελειώνει στην πιστοποίηση της φαινομενικότητας των υπαρκτών που νομοτελειακά καταλήγουν στην φθορά και στον θάνατο.

Μέσα σ΄αυτό το θαύμα-τίποτα, λοιπόν, Κωφάλαλα τ΄ αγάλματα. Κωφάλαλα και τα ποιήματα.(Νύχτωσε, σελ.141). Από το διπλανό δωμάτιο έρχεται ο ατμός της σιωπής…Ακούγεται ο βόμβος του κενού.(Αποτυχία, σελ.20). Και στο χέρι σου μένει ψυχρή, διαβρωτική η ανάσα του άδειου ( Άδειασμα, σελ.158), γιατί Τί ψέμματα εφευρίσκει ο άνθρωπος για να κρατήσει / μια μικρή θέση σε τούτη τη γη (Ο τρελός, σελ.33). Δοσμένος όλος, αφημένος στην πληρότητα / του αδιάφορου κενού, μαδάει τα φτερά του(Αποφυλάκιση, σελ.34). Τώρα, αυτός ο εγκάρδιος κι ομιλητικός, σωπαίνει / ίσως γιατί στο βάθος διέκρινε τα σβησμένα φανάρια/κι αρνείται / ν΄ αρθρώσει τη μοναδική κι έσχατη λέξη «μαύρο» (Αποφυγή, σελ.27). Αν, όμως, δεν κοβόταν η συνέχεια / αν το παιδί στο παράθυρο / έβρεχε το μικρό του δάχτυλο / στο ποτήρι του φεγγαριού-Αν, αν-Τίποτα.(Δ.53, σελ.215) γιατί Τούτη την ώρα με πρόλαβε ο Αόρατος, / ο Πανταχού και Πάντοτε Παρών, μου σβησε το φανάρι / και πια δε βλέπω ούτε να δείξω τίποτα ούτε να περπατήσω (Το σβησμένο φανάρι, σελ 137). Και κατόπιν τούτων, σαν κατακλείδα – όχι υποψία πια, μα βεβαιότητα τώρα- ότι βαδίζει προς το βαθύ πουθενά(Κατάλοιπα, σελ.75).

SYN-32.TIF

Τίποτα και πουθενά. Η μεταφυσική του Γ. Ρίτσου φαίνεται να καταλήγει στη βεβαιότητα της άρνησης. Ωστόσο, αυτή η διαπίστωση από τη μεριά μας δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Το σίγουρο είναι πως θα πρέπει να αποφύγουμε τον σκόπελο των αβασάνιστων συμπερασμάτων. Θα περιοριστώ, λοιπόν, για τούτο τον λόγο, σε κάποιες ενδιαφέρουσες, κατά τη γνώμη μου, ολιγόλογες επισημάνσεις:

  1. Ο Ρίτσος ως ποιητής ξεκινά από κάποιες βεβαιότητες που υπαγορεύουν οι καιροί, και λόγω πολιτικής και κοινωνικής στράτευσης, και λόγω της αισιόδοξης δύναμης που προσδίδει στο ποιητικό υποκείμενο η αίγλη της τέχνης του. Στη διαδρομή, πολιτικές και κοινωνικές συνιστώσες, η οξυμμένη ευαισθησία του απέναντι στα μηνύματα των καιρών, αλλά και η όρθωση προσωπικών αδιεξόδων εξελίσσουν την ήδη πρωτεϊκή ποιητική του φύση σε φορέα μιας γραφής πολυσήμαντης, πολυδύναμης, πολύτροπης και αντινομικής. Στον Ρίτσο, όμως, οι αντινομίες της ζωής και του πνεύματος φαίνεται να ισορροπούν σαν καλοδουλεμένο σκαρί σε πολυκύμαντη θάλασσα. Στο τέλος της διαδρομής, η μεταφυσική αρνητική βεβαιότητα των ποιημάτων της διετίας 87-89 κλείνει τον κύκλο. Αξίζει να παρατηρηθεί ότι οι βεβαιότητες, θετικές και αρνητικές, της αρχής και του τέλους, έχουν ενδοκοσμικές αφορμήσεις και ενδοκοσμικά κριτήρια τόσο, όσο και η απροσδιόριστη πρωτεϊκότητα της πολύχρονης ποιητικής του διαδρομής.

  2. O θάνατος, λοιπόν, προ των πυλών, ως η τελευταία πράξη του δράματος, γιατί Όπου κι αν πας, ο θάνατος / σε παίρνει από πίσω (Δ39,σελ.208), το κάθε ωραίο είναι διάφανο/και πίσω του διαφαίνεται ο ασφοδελός λειμώνας (Δ41,σελ.209). Μόνη αλήθεια η βεβαιότητα του Τίποτα και του Πουθενά. Ωστόσο, πρόκειται για μια παραδοχή που στον Γ. Ρίτσο ανατρέπει τον εαυτό της. Γιατί ο Ρίτσος, στα ποιήματα του τέλους, παραδέχεται αυτό που αρνείται μέχρι την τελευταία στιγμή να παραδεχτεί. Αυτή η αντινομική πάλη, συνεχώς παλινδρομικά, τον θέτει εντός και εκτός των ορίων της αυτάρκειας του ατομοκεντρικού εμπειρισμού και της ποιητικής δεξιοσύνης της γραφής του να «σώζει» τα πράγματα. Μάχεται υπαρξιακά και ποιητικά με όπλα που αυτοακυρώνονται. Και είναι και γι΄ αυτό, που τούτη η μάχη εμφορείται από απροσχημάτιστη οδύνη. Μια οδύνη που προκαλεί σεβασμό και δέος, γιατί, καθώς αγγίζει τα έγκατα της ανθρώπινης ύπαρξης και τη συγκλονίζει συθέμελα, καταφέρνει να ισορροπεί, με αξιόλογη αισθητική ευαισθησία και λεπτότητα, ανάμεσα στην απροκάλυπτη εξομολόγηση και την ισοδύναμή της αυθεντική αξιοπρέπεια.(9) Κι ο περήφανος/επιχειρεί το τελευταίο του χαμόγελο/ευδιάθετος δήθεν, αιώνιος δήθεν (Παραδοχή, σελ.11)

  3. Και μια τελευταία, ουσιωδώς συναφής με τα προηγούμενα, επισήμανση: καθώς χάνει ένα-ένα τα οχυρά του, ο ποιητικός λόγος, μέσα σε τούτη την αναμέτρηση, εκπτύσσει μιαν απροσμέτρητης αξίας δυναμική. Στα ποιήματά της διετίας 87-89, ο Ρίτσος, διακινδυνεύοντας τα κεκτημένα του, προβάλλει εμφατικά, όσο ποτέ, μια μεγάλη στην απλότητά της αλήθεια για τη γλώσσα και την ποίηση: ότι ο λόγος έχει λόγο ύπαρξης μόνον ως φορέας νοήματος. Και, αν την τελευταία λέξη την έχει ο Θάνατος, τότε δεν υπάρχει νόημα. Καθώς, δε, το νόημα καθίσταται σταδιακά γι΄ αυτόν αδιόρατο, για να καταλήγει, ενίοτε, προκλητικά ανύπαρκτο, η εννόηση αυτή τον συγκλονίζει συθέμελα. Γι΄αυτό Δεν χτίζει σπίτι. Λέξεις. Μονάχα λέξεις. Οχι ποίημα.(Δ24,σελ.202) ή στη λάσπη ένα ροδόφυλλο /στο κενό ένα ποίημα (Δ55,σελ.216).Ο ίδιος δεν διστάζει να φτάσει στην έσχατη ένδεια όχι, απλώς, να βιώσει το κενό, αλλά και να το αποκαλύψει, συντρίβοντας έτσι τον άλλοτε παντοδύναμο λόγο του. Αλλά, κατά παράδοξο, τουλάχιστον φαινομενικά, τρόπο, σ΄ αυτήν την καμπή είναι που η τελεστική δύναμη αυτού του ποιητικού λόγου, την ώρα που προσμετρά την ίδια του την κατάρρευση, σώζει τον εαυτό του, καθώς διασώζει τούτη τη μεγάλη αλήθεια. Ο Ρίτσος, με γενναιότητα, γκρεμίζει τη «φανταχτερή πρόσοψη», για να φανεί από πίσω το φτωχό, αλλά αληθινό: η βαθιά οδύνη για την τραγική ανημπόρια εύρεσης νοήματος, την ίδια ώρα που η ιδιότυπη αποδόμηση του ποιητή δεν «μετράει πτώματα», αλλά, ζητώντας απεγνωσμένα σαρκωμένη αλήθεια, σταυρώνει το ποίημα, ενδεχομένως για να βρει,να κοινωνήσει και να αποκαλύψει τη σιωπηλή ομορφιά τόσο σε υπαρξιακό όσο και σε ποιητικό επίπεδο: Ο Μάης πρασίνισε τον τόπο… «Κι εγώ- είπε- φεύγω, εγώ φεύγω». Και το ποίημα έχει το στόμα του κλεισμένο μ΄ έναν κέρινο σταυρό.(Και το ποίημα,σελ.187)

 

 

 

Υποσημειώσεις
  1. Έλλη Φιλοκύπρου, Η ΑΜΕΙΛΙΚΤΗ ΕΥΕΡΓΕΣΙΑ, Όψεις της σιωπής στην ποίηση του Γ. Ρίτσου, Βιβλιόραμα, σελ.16
  2. Είναι η φράση με την οποία αρχίζει το βιβλίο του Νίτσε Der Wille zur Macht
  3. Π. Πρεβελάκης, Ο ποιητής Γ. Ρίτσος-Συνολική θεώρηση του έργου του, Εστία, Αθήνα 1992, σελ.520
  4. Έλλη Φιλοκύπρου, Η αμείλικτη ευεργεσία, σελ.10-11
  5. Νάσος Βαγενάς, Ένας Πικάσσο της ποίησης, απ΄ τον συλλογικό τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Γ. Ρίτσου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 236.
  6. Παντελής Μπουκάλας, Ένας «εσωτερικός» Γ. Ρίτσος, Εισαγωγή στην ποίηση του Γ. Ρίτσου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 402.
  7. Παντελής Πρεβελάκης, Οι δύο πόλοι της δημιουργίας του Ρίτσου, Εισαγωγή στην ποίηση του Γ.Ρίτσου,σελ.121
  8. Χρύσα Προκοπάκη, Υστερόγραφο, Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, Κέδρος,σελ.238-239
  9. Αγγελική Κώττη, «Αν άφεση δεν είναι η ποίηση», Εισαγωγή στην ποίηση του Γ.Ρίτσου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,σελ.261-263
 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.