You are currently viewing Παυλίνα Παμπούδη: ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ – ΕΚΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΩΝ ΕΙΚΟΣΙΔΥΟ (!) ΒΙΒΛΙΩΝ

Παυλίνα Παμπούδη: ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ – ΕΚΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΩΝ ΕΙΚΟΣΙΔΥΟ (!) ΒΙΒΛΙΩΝ

Πρέπει να ήταν 2006, μπορεί και 2007  (δεν ορκίζομαι) όταν έκανα την πρώτη μου «παρουσίαση» βιβλίου – μάλλον τις 22 πρώτες μου! Έγινε στην κοσμοβριθή Στοά του Βιβλίου, συνοδεύτηκε από Έκθεση των Εξωφύλλων της Βαρβάρας Μαυρακάκη και διάβασαν αποσπάσματα (ναι, από τα 22 βιβλία) οι ηθοποιοί Γιώτα Φέστα και Κώστας Καστανάς. Νομίζω πως έχει ενδιαφέρον για να μείνει στην Ιστορία!   

 

 

Π: Σας καλωσορίζω σ’ αυτή την κάπως ασυνήθιστη εκδήλωση, όπου παρουσιάζονται, ούτε ένα ούτε δυο, αλλά εικοσιδύο βιβλία. Κι εγώ η ίδια νιώθω έκπληκτη, βλέποντας τώρα πόση δουλειά έχει γίνει σ’ ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα.

Πρόκειται για τέσσερις σειρές βιβλίων: τη σειρά Ποίηση για πάντα, η οποία περιλαμβάνει μεγάλους, διαχρονικούς ποιητές, τη σειρά Οι Αυριανοί, η οποία στεγάζει ευέλπιδες αυριανούς ποιητές, τη σειρά Ποιητές του κόσμου στην οποία ανθολογείται Ποίηση από διαφορετικούς τόπους και χρόνους, και τη σειρά Έλληνες συγγραφείς η οποία παρουσιάζει σύγχρονους γνωστούς, λιγότερο γνωστούς ή και άγνωστους ακόμη δημιουργούς.

Αυτές οι σειρές στήθηκαν με πολλή αγάπη και αρκετό κόπο, κι έχουν κοινό σημείο την έμφαση στο δίδυμο εικόνα – λόγος: Τα εξώφυλλα όλων των βιβλίων φιλοτεχνήθηκαν από τη ζωγράφο Βαρβάρα Μαυρακάκη, η οποία έχει ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο να βλέπει το απείκασμα, την αύρα των επιλεγμένων κειμένων, να μεταφράζει σε εικόνα ποίηση και πεζογραφία και να μεταμορφώνει το βιβλίο σε εικαστικό αντικείμενο.

Π: Η ιστορία ξεκινά με τα ποιήματα του Τόμας Στερν Έλιοτ. Η μετάφρασή τους με είχε απασχολήσει πολλά χρόνια. Όταν κάποτε ήρθε η ώρα να πραγματοποιηθεί αυτή η δίγλωσση έκδοση, η εικαστική τους μετάφραση βασάνισε εξίσου και τη Β. Μ.: δοκίμασε κι εκείνη πολλές τεχνικές, ρυθμούς, χρώματα, μέχρι να καταλήξει. Βλέπετε την επιλεγμένη οπτική εκδοχή αυτού του πυκνού ποιητικού λόγου (είναι σαν μια παρτιτούρα ορατών και αοράτων…) Ας ακούσουμε και ένα απόσπασμά του από τον Κώστα Καστανά.

 

1(Κ. Κ.):

 

ΤΟΜΑΣ ΣΤΕΡΝ ΕΛΙΟΤ

 

Θάνατος από νερό

 

Ο Φληβάς ο Φοίνικας, ένα δεκαπενθήμερο νεκρός,

Ξέχασε την κραυγή των γλάρων, το κύμα του ωκεανού

Και το κέρδος και τη ζημιά.

Ένα υποθαλάσσιο ρεύμα

Καθάρισε τα κόκαλά του με ψιθύρους. Ανεβοκατεβαίνοντας

Τα στάδια πέρασε της ηλικίωσής του και της νιότης του

Εισδύοντας στη δίνη.

 

Εθνικέ ή Εβραίε,

Ω εσύ που γυρνάς το τιμόνι και κοιτάζεις προσήνεμα,

Στοχάσου τον Φληβά που ήταν κάποτε

Ωραίος κι υψηλός όπως εσύ.

Π:  Ο Τόμας Στερν Έλιοτ, λοιπόν, εγκαινίασε στις εκδόσεις PRINTA τη σειρά Ποίηση για πάντα. Ακολούθησε η έκδοση ενός άλλου μεγάλου ποιητή. Του Σουηδού Τούμας Τράνστρεμερ, δυο φορές υποψήφιου για Νόμπελ. Την πολύ ευαίσθητη μετάφραση έκανε ο Βασίλης Παπαγεωργίου, καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας σε σουηδικό πανεπιστήμιο και προσωπικός φίλος του ποιητή. Το εξώφυλλο της Β. Μ. έδωσε ένα εναργέστατο απείκασμα του σύγχρονου, διαυγούς λόγου του. Ας ακούσουμε ένα ποίημα από τη Γιώτα Φέστα:

 

2 (Γ. Φ.):

 

ΤΟΥΜΑΣ ΤΡΑΝΣΤΡΕΜΕΡ

 

Το ζευγάρι

 

Σβήνουν το φως και ο λευκός γλόμπος θαμποφέγγει

για μια στιγμή πριν διαλυθεί

σαν χάπι σ’ ένα ποτήρι σκοτάδι.

Κατόπιν μεταρσιώνονται.

Οι τοίχοι του ξενοδοχείου υψώνονται στο σκοτεινό ουρανό.

Οι κινήσεις του έρωτα έχουν κοπάσει και τους έχει πάρει ο ύπνος,

αλλά οι πιο κρυφές τους σκέψεις συναντιώνται

σαν δυο χρώματα που ρέουν το ένα μέσα στο άλλο

πάνω στο υγρό χαρτί με τη ζωγραφιά του μαθητή.

Επικρατεί σκοτάδι και ησυχία. Η πόλη όμως έχει έρθει πιο κοντά

απόψε. Με σβηστά παράθυρα. Τα σπίτια πλησίασαν.

Στέκονται στριμωγμένα και περιμένουν κοντά -κοντά,

ένα πλήθος με ανέκφραστα πρόσωπα.

 

Π: Το τρίτο βιβλίο της σειράς ήταν τα ποιήματα του Τσέζαρε Παβέζε, άλλη μια δίγλωσση έκδοση, σε πολύ προσεγμένη μετάφραση του Γιάννη Παππά. Δυνατός, άμεσος, σχεδόν πεζολογικός δημιουργός, ενέπνευσε ένα εξώφυλλο σε τόνους φρυγμένης, δουλεμένης σκληρά, δύστοκης γης. Ο Κ. Κ. θα μας δώσει μια γεύση από τον αδρό του λόγο:

 

3 (Κ.Κ.)

 

ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ

 

Η μεθυσμένη γριά

 

Της γριάς της αρέσει να ξαπλώνει στον ήλιο

και ν’ απλώνει τα χέρια. Η βαριά θέρμη

συντρίβει το μικρό πρόσωπο, όπως συντρίβει το χώμα.

Από τα πράγματα που καίνε, τώρα πια δεν της μένει παρά μονάχα ο ήλιος.

Ο άντρας και το κρασί, έτριψαν και πρόδωσαν αυτά τα κόκαλα

που στέκονται σκοτεινά μέσα στο φόρεμα,

όμως η κομματιασμένη γη βουίζει σαν μια φλόγα. Δεν χρειάζονται λόγια

δεν χρειάζεται θλίψη. (…)

Η γριά, με μάτια κλειστά,

απολαμβάνει ακίνητη τον ουρανό με το σώμα που είχε κάποτε. (…)

Π:

 

Η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑΡΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ήταν το βιβλίο που εγκαινίασε στις εκδόσεις ΡΟΕΣ τη σειρά Οι αυριανοί. Αυτό το βιβλίο προέκυψε από ένα διαγωνισμό που έγινε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών (με συμμετοχή παιδιών κι από άλλες σχολές) κατά τον εορτασμό της Ημέρας Ποίησης του 2002. Ο καθηγητής Φώτης Δημητρακόπουλος, η Λίνα Νικολακοπούλου, ο Γιάννης Κοντός, η Μαρία Λαϊνά κι εγώ, διαλέξαμε ανάμεσα στις πάμπολλες συμμετοχές μερικά ποιήματα που κρίναμε ότι οι μικροί αυτουργοί τους θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τον τίτλο του αυριανού Ποιητή με κεφαλαίο. Ιδού το βιβλίο στην εικαστική μετάφραση του περιεχομένου του: Ολόφρεσκο, δροσερό, γεμάτο αιχμηρά βλαστάρια. Επιλέγω να διαβαστεί ένα νεαρό ποίημα του Χάρη Ψαρρά, φοιτητή της Νομικής, ο οποίος, από τότε έχει ήδη εκδώσει δυο βιβλία!:

 

4 (Γ.):

Χάρης Ψαρράς

Το καναρίνι

 

(…) Τις προάλλες, κι ενώ είχε αρχίσει το πένθος

για τον πρόωρο θάνατό του να ηρεμεί,

ήρθε στον ύπνο μου βαθιά / ο ίσκιος του καναρινιού και μου μιλούσε:

«Αχ, τα νυχάκια κόψε μου, πρώην ιδιοκτήτη

του πουπουλένιου μου κορμιού

Τι να τις κάνω, εδώ στον Άδη τέτοιες άμυνες;

Στον κάτω κόσμο είναι όλοι φιλικοί

τις απαλές τους πλάτες ξεγυμνώνουν οι νεκροί

και χάδια ανταλλάσσουν.

Κι εγώ με μια σκευή επίθεσης στα πόδια μου

στην έμπρακτη παρηγοριά δεν συμμετέχω.

Αχ, κόψε μου τα νύχια που μ’ ανθίζουνε».

Αν και ευθύς κατάλαβα πως έχει ήδη χάσει

το καναρίνι μου την επαφή με αυτό

που στωικά αποκαλούμε ισορροπία, / εγώ με μια διάθεση σχεδόν ελεημοσύνης

το νυχοκόπτη πήρα και να κλαδεύω άρχισα

τα μπουμπουκάκια των ποδιών του τα σκληρά.

Κι ενώ αφοσιωμένος ήμουν στο αλλόκοτο

πάρεργο το νυχτερινό που μου επεβλήθη

ξάφνου, ένιωσα μια φτερούγα

και την ψυχή μου

να θηλάζει κάτι, ολοένα.

 

Π:

 

Το επόμενο βιβλίο στη σειρά Οι Αυριανοί ήταν το ΒΑΘΙΑ ΜΩΒ ΝΕΦΕΛΩΜΑΤΑ ενός άγνωστου νεαρού, του Φώτη Λυμπερόπουλου, που ήρθε μια μέρα στον εκδότη, φέρνοντας αυτοπροσώπως το πρώτο του πόνημα. Η ζωγράφος εντόπισε κάποιο έντονο αποτύπωμα στη γραφή του και το ανέπτυξε σ’ έναν παιγνιώδη κυματισμό. Δείγμα:

 

5 (Κ. Κ.)

 

ΦΩΤΗΣ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

 

ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ

 

(…) Γλυκό κερί σβησμένο σε κρασί

στάζει καπνό σε ότι παλιό έχει σωθεί,

ξαναχορεύουν

τα χνάρια μας θολά σ’ ένα νησί·

μετά από χρόνια να τ’ ακούμε πια μαζί

να δραπετεύουν.

Χείλη μου, μάτια και μαλλιά

μακριά σαν θα ’μαι

μικρό κορίτσι, που είχες αύρα βιολετιά

θα σε θυμάμαι. (…)

 

Π:

 

Το τρίτο βιβλίο, ήταν το Αριστείον μαύρης χλόης. Το χειρόγραφο το είχε στείλει η Δώρα Ζαφειροπούλου, μια κοπελίτσα από την Πάτρα, η οποία, όπως έμαθα όταν την πήρα τηλέφωνο, μόλις είχε πετύχει στη σχολή ανθοκομίας και εντωμεταξύ εργαζόταν στο περίπτερο των γονιών της. Σήμερα, είναι φοιτήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το εξώφυλλο του βιβλίου της σημειολογικά, αποδίδει απόλυτα τη διάθεση αυτής της δειλής και ανήσυχης χαμηλής βλάστησης, της γεμάτης σποράκια μέλλοντος. Ένα μικρό ποίημα:

 

6 (Γ. Φ.)

ΘΕΟΔΩΡΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ

 

ΣΤΗΝ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ

 

Τη λέξη Κομμαγηνή βλέποντας, είδα ένα φως

και πίσω του άλλο ένα κι άλλο ένα.

Ολόκληρο χωριό, σπιτάκια και παλιά αρχοντικά

που έζησαν χιλιάδες χρόνια μακριά

απ’ τους ανθρώπους τους.

 

Χάρτινες αναμνήσεις, χωμάτινες ιδέες.

Και πίσω τους άλλο ένα φως.

 

Παμφάγο.

 

Π:

 

Ακολούθησε ο Θοδωρής Τσαπακίδης με το βιβλίο του «Ο τρίτος από αριστερά κωπηλάτης». Η γραφή αυτής της ποιητικής σύνθεσης – που βασίζεται δήθεν σε κάποιο θρύλο – ακροβατεί ανάμεσα στον ποιητικό και στο θεατρικό λόγο. Γι αυτό, στο εξώφυλλο το απείκασμά της ίπταται, ή πλέει σ’ έναν ανεστραμμένο ουρανό. Ένα απόσπασμα:

 

7 (Κ. Κ.):

 

ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΣΑΠΑΚΙΔΗΣ

 

(…) Η αρμυρή ζελατίνα των δακρύων

στο πρόσωπό του / θρυμματιζόταν.

«Ο κόσμος είν’ ωραίος.» Αισθάνθηκε

όλο το βάρος του

ν’ απαγκιστρώνεται απ’ τις αρθρώσεις του

ώσπου ο γδούπος τον συνέφερε.

Ένα μούδιασμα τον κατέβαλε

σ’ όλη την αριστερή πλευρά,

σα ν’ άνοιγαν μικρές οπές

για να ρεύσει ο πόνος

που υπάρχει ανέκαθεν διάχυτος.

 

Π:

 

Πέμπτη παρουσία στη σειρά των Αυριανών είναι ένα δυνατό και μαζί άκρως λεπταίσθητο βιβλίο: Το μάτι του άνθους γραμμένο από τον Νίκο Λαμπρόπουλο. Το ερμητικό αλλά και εξωστρεφές σύμβολο στο εξώφυλλο, αποδίδει την γονιμοποιημένη σκέψη του νεαρού ποιητή. Απόσπασμα:

 

8 (Γ. Φ.):

 

ΝΙΚΟΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ

 

Θραύσμα θραυσμάτων

1

Μ’ απόχη ανύπαρκτη, πλην όμως ορατή, ζητά

αόρατες, πλην όμως υπαρκτές να πιάσει πεταλούδες.

Μην ενοχλείστε:

στίχους σκαρώνει πάλι ο μαύρος.

 

 

Π:

 

Το πιο πρόσφατο στη σειρά των Αυριανών είναι το βιβλίο Ερωτικά και ερωτευμένα της Στέλλας Καρτάκη. Ποιήματα ζωηρά κόκκινα, και άγουρα, τολμηρά πράσινα σε μια ευφρόσυνη ανθοφορία που συνεχίζεται και στο εξώφυλλο. Δείγμα:

 

9 (Γ. Φ.)

ΣΤΕΛΛΑ ΚΑΡΤΑΚΗ

 

 

Γιασεμάκι μου δεν με χωρούν πια οι τοίχοι του παλιού σπιτιού. Το φως λίγο, χλομό. Η κατηφόρα απ’ τη μια κι από την άλλη ο Γολγοθάς, τι θα διαλέξω; Ούτε στο νοίκι αντέχω, ούτε στην ιδιοκτησία. Το ποδήλατο περιμένει απέξω, θ’ αλητέψω. Παζάρια κι αγορές θα γυρνώ, θα δοκιμάζω αγάπες και καλές καρδιές.

Ας με λέει παλιόπαιδο η γειτονιά. Εγώ θα σκέφτομαι πάντα τ’ αγριεμένα κύματα της Νότιας Κρήτης, και μπουκάλια κρασί, να μπω μέσα τους – στόλος να με παν ως εκεί. Να τηλεγραφήσω στη μάνα μου, να ’ρθουν να με πάρουν από το λιμάνι. Αύριο φτάνω στο νησί.

 

 Π:

 

Στις ΡΟΕΣ ανήκει επίσης και η σειρά Ποιητές του κόσμου. Η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (αρχαίο κείμενο, εισαγωγή, σχόλια και ζουμερή μετάφραση της Γεωργίας Παπαδάκη) αποδόθηκε εικαστικά με στιβαρές γραμμές, γαιώδη και ρόδινα χρώματα σάρκας. Ας ακούσουμε ένα απόσπασμα από τον Ανακρέοντα:

 

10 (Κ. Κ.)

 

 

Ανακρέων

 

Φοραδίτσα μου θρακιώτικη, γιατί λοξό μου ρίχνεις βλέμμα

και μ’ αποφεύγεις άσπλαχνα;

Μα τι, νομίζεις πως εγώ διόλου μυαλό δεν έχω;

Ξέρε το, λοιπόν, καλά, πως θα μπορούσα όμορφα το χαλινάρι να σου βάλω,

κι ενώ τα γκέμια θα κρατώ,

από τη μια την άκρη του ιππόδρομου να σε γυρνώ στην άλλη.

πλην όμως τώρα, και σε λιβάδια βγαίνεις για βοσκή,

και με ανάλαφρα σκιρτήματα χοροπηδάς και παίζεις,

γιατί δεν έχεις ικανό και έμπειρο στα άλογα αναβάτη.

 

 

Π:

 

Ταυτόχρονα, εκδόθηκε και η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ με εισαγωγή, σχόλια και εξαιρετική μετάφραση του Γιάννη Λειβαδά. Βλέπετε το απολύτως εύστοχο εικαστικό ανάλογο της κομψής, ευαίσθητης και ακαριαίας αυτής ποίησης. Ένα δείγμα:

 

11 (Γ. Φ.):

 

Ματσούο Μπασό

 

Χάικου

 

Χρόνο το χρόνο / η μάσκα του πιθήκου / φανερώνει τον πίθηκο.

 

Ανοιξιάτικο φεγγάρι· / πρόσωπο λουλουδιού μες στην ομίχλη.

 

Όσο κοντά κι αν κοιτάξω / το λευκό χρυσάνθεμο / άσπιλο.

 

Βιολέτες· / πόσο πολύτιμες / στο ορεινό μονοπάτι.

 

Πόσο θέλω να δω / το πρόσωπο του θεού / στα αυγινά λουλούδια.

 

Ίριδες ανθίζουν / απ’ τα πόδια μου- / τα μπλε σανδάλια.

 

Τέσσερις πόρτες του ναού· / κάτω απ’ το φεγγάρι / τέσσερις αιρέσεις.

 

Απ’ την καρδιά / της γλυκιάς παιωνίας / μια μεθυσμένη μέλισσα.

 

Π:

 

Ακολούθησε η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΜΠΙΤ ΠΟΙΗΣΗΣ με εισαγωγή, σχόλια και μετάφραση πάλι του Γιάννη Λειβαδά. Μια σκληρή, χαλύβδινη, αδιέξοδη κατασκευή στο εξώφυλλο σηματοδοτεί το σκοτεινό αυτό χωρόχρονο στην ποίηση. Ένα απόσπασμα:

 

12 (Κ. Κ.)

Άλεν Γκίνσμπεργκ

 

Ένα περίεργο εξοχικό στο Μπέρκλεϊ

 

(…) κύλησα ένα μεγάλο λάστιχο αυτοκινήτου πέρα απ’ τους κατακόκκινους θάμνους, έκρυψα τη μαριχουάνα,

πότισα τα λουλούδια, ρίχνοντας το ηλιόλουστο νερό στο καθένα

επιστρέφοντας για άγιες παραπανίσιες σταγόνες

για τα φασόλια και τις μαργαρίτες,

τρεις φορές περπάτησα γύρω απ’ το γρασίδι

και αναστέναξα αφηρημένα:

η αμοιβή μου, όταν ο κήπος μου ’δωσε τα δαμάσκηνά του

απ’ τη μορφή του μικρού δέντρου στη γωνία,

ένας άγγελος που συλλογιέται το στομάχι μου

και τη στεγνή και ερωτόπληκτη γλώσσα μου.

 

 

 

 

Π:

 

Η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΙΑΠΩΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ τρίτο πόνημα του Γιάννη Λειβαδά (κατατοπιστική εισαγωγή, εμπεριστατωμένα σχόλια και ποιητικότατη μετάφραση) είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο της σειράς. Κοιτάξτε πώς αποδίδεται εικαστικά η αίσθηση αυτών των κομψοτεχνημάτων

 

13 (Γ. Φ.)

 

 

Λι Πο

 

Θλίψη στη σκάλα του νεφρίτη

 

Μακριά η νύχτα στη σκάλα του νεφρίτη,

πάχνη λευκή την κυκλώνει, τις διάφανες κάλτσες της μουσκεύει.

Μέσα απ’ τα κρύσταλλα που κρέμονται απ’ τα μάτια της,

το φθινοπωρινό φεγγάρι ατενίζει.

 

Π:

 

Και τώρα, η σειρά Έλληνες Συγγραφείς. μια σειρά που προϋπήρχε μεν στις εκδόσεις ΡΟΕΣ, διευρύνθηκε όμως, για να φιλοξενήσει πρωτοεμφανιζόμενους πεζογράφους, αλλά και σύγχρονους, δόκιμους ποιητές. Αρχικά την διεύρυνα μάλλον βιαίως για να στεγάσει την ογκώδη Χάρτινη Ζωή μου, μια μυθιστορία βασισμένη κυρίως σε γραπτά δημόσια και ιδιωτικά ντοκουμέντα δυο αιώνων. Εξαιρετικά εύστοχη η εικαστική της απόδοση. Ένα απόσπασμα:

 

14 (Κ. Κ.)

 

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ

 

(…) Μέσα σ’ αυτή τη στέρνα, λέει, ζούσε η Μαρμάγκα. Κανείς δεν μπορούσε να την περιγράψει με τι έμοιαζε, γυναίκα ήταν πάντως. Άπλωνε πάνω της το μαύρο νερό σαν μαντίλα και μάζευε ό, τι έπεφτε μέσα, παιδί, χώμα, ζώο, έντομο, σπόρο, πουλί.

Τα ρουφούσε όλα, τα διέλυε με υπομονή κι έπαιρνε τις ουσίες και τα ονόματά τους. Κάποτε θα κατόρθωνε να φτιάξει μ’ αυτά το δικό της παιδί, ένα δαίμονα παντοδύναμο, ένα πλάσμα που θα ήταν όλα τα πλάσματα μαζί – και βατράχι και άνθρωπος και σκοτάδι και δέντρο και σκυλί και άνεμος και νυχτερίδα και βροχή – και θα έβγαινε από τη στέρνα να διαφεντέψει τον κόσμο.

Την ιστορία αυτή τη μισοπίστευαν κι η Ηρώ και ο Έκτορας, δεν μπορούσε όμως να τους κρατήσει μακριά απ’ την πελώρια βασιλική συκιά που τα κλαδιά της σκοτείνιαζαν τη στέρνα και την έκαναν να φαίνεται κατάμαυρη κι απύθμενη σαν την κόλαση. (…)

 

Π:

 

Ακολούθησαν τα διηγήματα της Λίζας Διονυσιάδου με τον τίτλο Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ.

Το εξώφυλλο, όπως και το περιεχόμενο εικονογραφούν αδρά μια κλειστή, εσωτερική, αδιέξοδη ζωή. Ένα απόσπασμα από το διήγημα Η ΑΝΝΑ

 

15

 

(Γ. Φ.)

 

ΛΙΖΑ ΔΙΟΝΥΣΙΑΔΟΥ

 

(…) Η πόλη τη φόβιζε. Την έβρισκε αποκρουστική. Η Άννα δεν μπήκε σε λεωφορείο ποτέ. Αδιάφορα ήταν όλα. Με τον καιρό, τα χαρακτηριστικά της αλλοιώθηκαν, σκλήρυναν. Απότομη στα λόγια με όλους, σπάραζε από εσωτερική θλίψη. «Στο διάβολο να πάτε όλοι σας! Ουρσούσκου και συ!» φώναζε στη μικρή Ελένη. «Έλα εδώ να φας! Με τον αέρα ζεις!»

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μια γριά…»

«Παππού, παππού, από πού να ’ρθώ;»

«Έλα από πάνω.» (Έτρωγε το πάνω πάνω.)

«Παππού, παππού, από πού να ’ρθώ;»

«Έλα από μέσα.» (Έτρωγε τη γέμιση.)

«Από πού να ’ρθω, παππού;»

«Έλα από κάτω.» (Έτρωγε το κάτω φύλλο.) Πάει η πίττα όλη…

Μόνο εκεί πάνω στην ολική εξαφάνιση της πίττας, στο μπούκωμα της μικρής, η Άννα ξαφνικά, επιτέλους, γελούσε! Ένα γέλιο βαθύ, που έβγαινε από μέσα της, μαζί με τον αναστεναγμό της. (…)

 Π:

 

Τρίτο βιβλίο της σειράς, το ΕΝΝΕΑ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ της επίσης πρωτοεμφανιζόμενης Νανάς Κακαβά. Στο εξώφυλλο ένα ρολόι, σημαίνοντας ένα μετέωρο χρόνο, τον ίδιο που σταματάει ξαφνικά ή εκτρέπει ανεπανόρθωτα τις δρομολογημένες ζωές των ανθρώπων. Μια γεωμετρική κατασκευή από ασταθή συναισθηματικά υλικά. Δείγμα γραφής από το διήγημα «ΔΕΝ»:

 

16 (Γ. Φ.)

 

ΝΑΝΑ ΚΑΚΑΒΑ

 

(…) «Δεν θέλω να μείνεις άλλο στο σπίτι, Δημήτρη. Το σπίτι άδειασε. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω άλλο. Δεν είμαι πια δυνατή. Δεν έμεινε τίποτα άλλο να πουλήσεις για τη δόση σου. Δεν αντέχω να σε βλέπω να πεθαίνεις. Δεν θ’ αντέξω να σε δω στο ψυχιατρείο του Κορυδαλλού. Δεν θ’ αντέξω να σε δω νεκρό στο μπάνιο ένα πρωί. Δεν θέλω να ζήσω, γιατί δεν θέλεις να ζήσεις. Δεν είμαι πια η μάνα σου, με εξαφάνισες. Σε λίγο θα εξαφανιστείς κι εσύ. Δεν έκανα εγώ για μάνα. Δεν έπρεπε να σε γεννήσω. Δεν έπρεπε να μείνω ακίνητη στο κρεβάτι για να μην αποβάλλω. Σε αποβάλλω τώρα. Δεν μπορώ να σε κρατήσω. Φύγε. Δεν…» (…)

 Π:

 

Ακολουθεί η ΕΝΤΑΣΗ, πρώτο βιβλίο της Ιωάννας Κωνσταντάκου. Ένα βιβλίο άνισο ίσως, αλλά δυνατό. Το επιθετικό εξώφυλλο είναι ταυτισμένο απόλυτα με τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια της γραφής. Απόσπασμα από το διήγημα ΑΘΩΟΙ ΕΝΟΧΟΙ:

 

17

(Κ. Κ.):

 

ΙΩΑΝΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΥ

 

(…) – Ίσα! Φτάσαμε… Τι σου χρωστώ, κουμπάρε;

Το μυαλό του Μάκη είχε κολλήσει από την υπερένταση· κοίταξε σαν χαζός το ταξίμετρο, δεν κατάφερε όμως να κάνει την αφαίρεση. Ο γύφτος είχε εντωμεταξύ βγει από το αμάξι, και στεκόταν αδημονώντας δίπλα στην πόρτα του οδηγού.

-Δώσε μου τέσσερα ευρώ, του είπε διστακτικά. Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσο έκανε η διαδρομή – όταν είχε μπει αυτός ο δεύτερος πελάτης, ξέχασε μέσα στην ταραχή του να κοιτάξει το ταξίμετρο.

-Τέσσερα ευρώ! Ο γύφτος άρχισε να ωρύεται χειρονομώντας και βρίζοντας σε μια γλώσσα ακατάληπτη.

Και τότε συνέβη αυτό που ο Μάκης έτρεμε από την αρχή. Μια χερούκλα τον άρπαξε από τον σβέρκο, ένα κλικ ακούστηκε, και κάτι πολύ κρύο και κοφτερό τσίμπησε το καρύδι του. Ένα βίαιο κύμα αδρεναλίνης μούδιασε το αίμα, τους μύες και τις κλειδώσεις του· ταυτόχρονα, η σπονδυλική του στήλη λύθηκε ξαφνικά σαν φερμουάρ που σπάει απότομα, κάνοντάς τον να νιώθει ότι τα μέλη του γίνονταν χίλια κομμάτια. Ο ήδη λασπερός και σκοτεινός κόσμος χάθηκε εντελώς από τα μάτια του. (…)

 

 

Π:

 

Το επόμενο βιβλίο είναι το ΜΥΣΤΙΚΟ της Ευγενίας Μπογιάννου. Η νεαρή συγγραφέας προσεγγίζει με απλό και φυσικό λόγο πολυδαίδαλα ανθρώπινα συναισθήματα – και αυτό το απλό και ανησυχητικό εξώφυλλο αποδίδει το βάθος της προσέγγισής της. Δείγμα γραφής από το διήγημα Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ:

 

18

(Γ.Φ.):

 

ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ

 

(…) Όταν αποχαιρέτησε τη μάνα του, προσπαθώντας από περηφάνια να κρύψει τη συγκίνησή του, ήξερε πως δεν θα την ξανάβλεπε ζωντανή. Το ένιωσε μόλις ακούμπησε φευγαλέα τα χείλη του στο μάγουλό της. Αυτή δεν ήξερε από φιλιά και αγκαλιάσματα. Το πρόσωπό της παρέμεινε ανέκφραστο, όπως το θυμόταν πάντα ο Νικόλας, χωρίς έκπληξη, χωρίς επιθυμία, χωρίς κανένα ίχνος ανθρώπινου συναισθήματος. Αισθάνθηκε να την αγαπά παράφορα, να λιώνει από ανέκφραστη αγάπη για κείνη. Ποτέ του δεν ευχήθηκε να ήταν κάποια άλλη, θα ήθελε όμως να είναι κάπως αλλιώς. Δεν ήξερε πώς. Αλλιώς.

Μπήκε στο αυτοκίνητο και άρχισε τον κατήφορο. Βράδιαζε και είχε ψύχρα. Τα κλαδιά των δέντρων του έγνεφαν χαιρετισμούς, το αίμα των προγόνων του φωσφόριζε πάνω στο δρόμο, ένιωθε περηφάνια γι αυτούς, κι ας μην ήταν σαν κι αυτούς, ήταν όμως ένας απ’ αυτούς.(…)

Π:

 

Ταυτόχρονα, κυκλοφόρησε και το ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ του Θωμά Στεργιόπουλου. Το εξώφυλλο, είναι το πιο περιγραφικό όλων: δυο τοπία ισοδύναμα, όπως στο παιχνίδι «βρείτε τις διαφορές», όμοια σαν αντικατοπτρισμός το ένα του άλλου, που τα χωρίζει βίαια μια κόκκινη, αυθαίρετη, φονική κάθετος. Και αποδίδει πιστά τη ρεαλιστική δύναμη της γραφής του. Δείγμα από το διήγημα Ο ΑΜΙΛΗΤΟΣ:

 

19 (Κ. Κ.)

 

ΘΩΜΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

 

-Προκοπή ε σεϊτάνητ! Τε μπανταλιάξουρ!

Ο αμίλητος ήταν. Πέτρος τ’ όνομά του, όμως όλοι τον έλεγαν, ο αμίλητος. Σώγαμπρος απ’ το Σωπίκι, αλβανοχώρι, τρεις ώρες μακριά απ’ το δικό μας. Τα σπίτια μας αντικριστά. Δε μιλούσε, δεν κουβέντιαζε. Έβριζε, φοβέριζε ό, τι βρισκόταν μπροστά του: σκυλιά, γίδια, κότες και πουλιά που γυρόφερναν τη μεγάλη συκαμιά της αυλής με τ’ άσπρα συκάμια. Μόλις ξυπνούσε – και ο Πέτρος πάντα ξυπνούσε νωρίς – θα την πέταγε μια πέτρα ή μια βρισιά.

-Ίκνι γιου τσαφτ ούικου! Ελεγε, προγκώντας κάποιο ζώο κουρνιασμένο στη δροσερή σκιά που έριχνε το ντουβάρι του σπιτιού.

Ακούγαμε αυτές τις παράξενες λέξεις, τις ακαταλαβίστικες, και ρωτούσαμε τον πατέρα.

-Είναι αλβανικά, μας έλεγε.

Από τον Πέτρο, που πάντα τον βλέπαμε θυμωμένο, είχαμε την αίσθηση πως τ’ αλβανικά είναι μια γλώσσα καμωμένη να βρίζεις, να προγκάς και ν’ απειλείς. (…)

 

 

Π: Κι ένα δεύτερο δικό μου βιβλίο, η ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ, το οποίο εκδόθηκε με τη φιλοδοξία να εγκαινιάσει μια υπο –σειρά με τίτλο Πτερόεντα. Το εξώφυλλο είναι, όπως και το περιεχόμενο του βιβλίου, ένα παζλ από άνισα, ορυκτά στοιχεία που δεν ταίριασαν μέχρι τώρα πουθενά. Ένα δείγμα:

 

20 (Κ. Κ.):

 

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ

 

(…) Το λήμμα ΥΠΝΟΣ:

Αν υποτεθεί ότι κάποιος ζει 70 χρόνια, κοιμάται 70χ360=25200 φορές. Γιατί χρειαζόμαστε τόσες γενικές δοκιμές; Πρέπει να πρόκειται για πολύ σπουδαία παράσταση. (…)

 

Π: Ακολουθεί το πρώτο μυθιστόρημα της Μάρης Μαρουδή, ΛΑΘΟΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. Το στέρεο σχέδιο καθώς και τα καθαρά, έντονα χρώματα στο εξώφυλλο απηχούν τη ζωντανή πλοκή του βιβλίου, την τελείως απλή, που όμως πετυχαίνει, με λιτά μέσα και μεγάλη φυσικότητα, να δημιουργεί σασπένς. Απόσπασμα:

 

21

 (Γ. Φ.):

 

ΜΑΡΗ ΜΑΡΟΥΔΗ

 

(…) Ο Γιάννης γύρισε το κλειδί και το αυτοκίνητο πήρε μπροστά με ορμή. Η βαλίτσα στο πίσω κάθισμα είχε αποκτήσει έναν όγκο τεράστιο που του φάνηκε ότι έκρυβε το φως. Ξεκινούσε την καινούργια του ζωή, έφευγε από το κλουβί, αλλά δεν ένιωθε χαρά. Δεν ένιωθε απολύτως τίποτα, για την ακρίβεια. Ούτε είχε προγραμματίσει τις επόμενες κινήσεις του. Είχε λειτουργήσει αυθόρμητα, δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του την παραμικρή σκέψη που θα τον εμπόδιζε να προχωρήσει. Θα έκανε σχέδια μετά.

Τώρα το μετά είχε έρθει. Ή ερχόταν, με την ταχύτητα που ερχόταν πάνω του η διαχωριστική γραμμή στη λεωφόρο. Δυο άσπρες, παράλληλες γραμμές που σταματούν ξαφνικά να συμβαδίζουν. Στη λεωφόρο της ζωής τους, ο δρόμος δεν ήταν πια κοινός. Οι δυο άσπρες, παράλληλες γραμμές είχαν γίνει μια. Και διακεκομμένη.

Μπορώ να προσπεράσω, σκέφτηκε. Πάτησε γκάζι και το αυτοκίνητο ανταποκρίθηκε. (…)

 

 

Π:

 

Και το πιο πρόσφατο βιβλίο της σειράς, Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΞΟΡΙΑ, το σύνολο του μέχρι τώρα ποιητικού έργου ενός σημαίνοντος σύγχρονου δημιουργού, του Αναστάση Βιστωνίτη. Το εξώφυλλο δίνει την ακριβή βαρύτητα του λόγου του. Δείγμα:

 

ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ

 

22 (Κ. Κ.)

 

Η εσωτερική εξορία

 

 

Το βράδυ βούλιαξε στο ποτάμι,

από τα χόρτα βγήκε μισό το φεγγάρι,

αέρας χύθηκε στις κορνίζες

και το παράθυρο νεκρός κρατήρας

κοίταξε τον ίσκιο, κοίταξε τον τυφλό

τα ξεραμένα φύλλα του καπνού στην αποθήκη.

 

Είμαι ένα κομμάτι απ’ όλα όσα συνάντησα,

είμαι το άστρο που πηδάει από τη βάρκα,

η μουσική που κυματίζει στο μυαλό,

 

το όνειρο του ποταμού κι ο ίσκιος του καθρέφτη.

 

 

Π:

 

Είμαστε ένα κομμάτι απ’ όλα όσα συναντήσαμε. Ας κρατήσουμε, λοιπόν, από αυτή τη συνάντηση κάτι πολύ αληθινό.

Σας αφήνουμε με μια γεύση ποίησης…

 

Αυτά είναι τα βιβλία μας, μέσα και έξω! Και τα πιστεύουμε, γι αυτό, ευχηθείτε μας να τα εκατοστήσουμε!

 

 

ΥΓ: Έπιασαν οι ευχές… Όλα αυτά τα χρόνια, οι  εκδόσεις Printa– Ροές συνεχίζουν την απρόσκοπτη ροή των βιβλίων τους. Το πιο πρόσφατο, θαρρώ, είναι το του William Carlos Williams (Μτφρ: Γιάννης Ζέρβας).

 

Η δε ζωγράφος Βαρβάρα Μαυρακάκη πρέπει ήδη να πλησιάζει τα 100 εξώφυλλα!

 

 

 

 

 

 

κλπ, κλπ, κλπ….

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.