You are currently viewing Παυλίνα Παμπούδη: Χρήστος Αντωνίου, Από το «Οι λέξεις και το αίμα»  μέχρι το «Το κλαδί της ποίησης».   

Παυλίνα Παμπούδη: Χρήστος Αντωνίου, Από το «Οι λέξεις και το αίμα»  μέχρι το «Το κλαδί της ποίησης».  

Τον Χρήστο Αντωνίου τον γνωρίζω από τα μισά σχεδόν του προηγούμενου αιώνα!

Πρωτοσυναντηθήκαμε μάλλον στο φροντιστήριο όταν ετοιμαζόμασταν για το Πανεπιστήμιο. Μετά,  με ακολουθούσε (ή τον ακολουθούσα – χωρίς όμως να συναντιόμαστε πια) πρώτα στην Φιλοσοφική, μετά στο Πολυτεχνείο – εντάξει, στη Φυσικομαθηματική πήγα μόνη μου.

Μετά, τον είδα ξανά στα «ποιητικά απογεύματα» που έκανε τότε ο πολύς Κίμων Φράιερ στο καταθλιπτικό, εργένικο διαμερισματάκι του της οδού Καλλιδρομίου και μας μάζευε, εμάς, τους φερέλπιδες μελλοντικούς ποιητές της θρυλικής πλέον γενιάς του 70.

 Αλλά, χρειάστηκε να έρθει η επόμενη χιλιετία, και να προχωρήσει αρκετά μάλιστα, για να δημιουργηθεί το Περί ου – και να γνωρίσω και τα ποιήματά του.

Ο Χρήστος Αντωνίου άργησε να εκδώσει, πιθανόν λόγω ιδιοσυγκρασίας: είναι σεμνός, σχολαστικός, προσεχτικός…

Η πρώτη του συλλογή (Το άλλο ημισφαίριο) κυκλοφόρησε μόλις το 1980 – σε αντίθεση με τις συλλογές των υπόλοιπων φερέλπιδων, που βιαστήκαμε να προκαλέσουμε τον ποιητικό συνωστισμό της δεκαετίας του 70.

Εκείνος, συνέχισε βεβαίως να γράφει και να δημοσιεύει – σε άρρυθμα χρονικά διαστήματα – (Σύρματα και τροχαλίες, 1984), (Οι λέξεις και το αίμα, 1986), (Στο τέλος μιας εποχής, 1995), (Το κλαδί της ποίησης, 2006), αλλά  προφανώς, έδινε πάντα προτεραιότητα στις επιστημονικές του δημοσιεύσεις.  

Η πορεία του αυτή του στοίχισε την γραμματολογική κατάταξη (το «μάντρωμα») στην γενιά του 70 που συνέβη στους υπόλοιπους, μόνο και μόνο για την εξυπηρέτηση των σύγχρονων (;) και μελλοντικών (;) μελετητών…

Εγώ πάντως πιστεύω πως ο κάθε ποιητής (ως το κατ’ εξοχήν μοναχικό άτομο) είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, και δεν «ομαδοποιείται».  

Θέλω λοιπόν να πω δυο λόγια για την συγκεκριμένη ξεχωριστή περίπτωση.

Έχω μπροστά μου δυο βιβλία του Χρήστου Αντωνίου: Το «Οι λέξεις και το αίμα» και το «Το κλαδί της ποίησης».

 Το ένα είναι του 1986, το άλλο έχει γραφτεί 20 χρόνια μετά, το 2006. Μια ολόκληρη διαδρομή – ή μάλλον ένα άλμα, καθώς δεν έχουν μεσολαβήσει άλλα (ποιητικά) βιβλία ώστε να μπορείς να παρακολουθήσεις ομαλά την εξέλιξη στην γραφή. Όπως ξέρουμε όμως, ο ποιητικός χρόνος είναι σχετικός (και άσχετος). Ο Χρήστος  Αντωνίου συνεχίζει σαν να μην έλειψε καθόλου από την ποιητική ζωή του: είναι συνεπής, συνεπέστατος.
Και ξαναβρίσκει τον κόσμο και τον εαυτό του ακριβώς εκεί που τους άφησε, και όπως τους άφησε, διατυπωμένους.

Αυτό δεν σημαίνει πως επαναλαμβάνεται. Σημαίνει πως παραμένει πιστός στις αρχές του –δεν χάνει το «στίγμα» του.
Βεβαίως όμως, οπωσδήποτε, στο μεταξύ έχει καλλιεργηθεί, σαν από μόνη της, η τεχνική του και έχει διευρυνθεί η οπτική γωνία από την οποία βλέπει και εντοπίζει τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα.
Και τα δυο αυτά βιβλία ζουν σε ίδιο κλίμα, έχουν την ίδια ατμόσφαιρα. Τα ποιήματά τους τα διακρίνει ένα ήμερο πείσμα και τα συνέχει μια αχλή θλίψης.

Σε ένα ποίημα, υπάρχει μια περιγραφή του ποιητικού του τοπίου, καθώς και μια νύξη προσανατολισμού:

Κατάμαυρη η αμμουδιά μ’ ένα μικρό πένθος /σε κάθε της βότσαλο / κι η θάλασσα βαθιά γαλάζια, αριστερά, / μια μεγάλη ράχη γκαμήλας / το βουνό / μηρυκάζει τον εαυτό του /(…) Χάνουμε βάρος ολοένα και επιπλέουμε / χωρίς κατεύθυνση. (ΑΠΩΛΕΙΑ)

 Αλλού, υπάρχει και η κοινοποίηση ενός σύμβολου πίστεως. Ο ποιητής μάς εξηγεί γιατί γράφει:

 (…)/ με χίλιες δυσκολίες κράτησα με τα δόντια μου / μια πίστη να την κάνω μια μέρα ποιήματα. // Γιατί τα ποιήματα που δε γράφουμε γίνονται σκουλήκια / και καταβροχθίζουν την ψυχή μας – μεταλαβιά / της επανάστασης που χάθηκε – και μόλις / τα γράψουμε πεταλούδες έτοιμες για την άνοιξη. (ΔΗΛΩΣΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ)

 Ένα άλλο ποίημα πάλι – εξηγώντας μας κι αυτό το γιατί γράφεται-, χρησιμοποιεί τη γλώσσα της οργισμένης νιότης εκείνης της οργισμένης εποχής (που ο απόηχός της εξακολουθεί να υπάρχει και στο επόμενο βιβλίο, όπως υπάρχουν πάντα και οι πολιτικές αιχμές):

 (…) Αυτή την χρόνια κραυγή πώς να την εμπιστευτείς σ’ ανήμπορες διαμαρτυρίες/ και να ’ναι νύχτα, χειμώνας και σιωπή / να γυρίζεις τον διακόπτη του ηλεκτρικού για συσκότιση / να δένεις βιαστικά την πληγή σου από την προηγούμενη ανάκριση / να μεταμφιέζεσαι, να μεταμφιέζεσαι… / μέχρι την τέλεια διάλυση. Γι αυτό την πνίγεις μέσα στο ποίημα / όπως σβήνεις βιαστικά το τσιγάρο για να φύγεις κρυφά / από ταράτσα σε ταράτσα μη σε προλάβουν οι χωροφύλακες (…) (ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ)

 Από την άλλη, ο Χρήστος Αντωνίου σε άλλο ποίημα,  γράφοντας μεν πάντα  στακάτα, αλλά αβρά και θλιμμένα, δοκιμάζεται και σαν ερωτικός ποιητής:

 Τώρα ξαναγύρισαν όλα στη θέση τους / οι ανάποδες αναμνήσεις της μηχανής / κάθε μεσημέρι / το κλικ του περιστρόφου της πόρτας / κι ύστερα η σιωπή / ο χτύπος της καρδιάς μέσα στη σιωπή / και το ποίημα. // Μα τι να σου κάνουν οι λέξεις που δεν είναι ανάγλυφα / όπως το χέρι σου στο δικό μου / όπως τα χείλη σου με τη ροζ αιδώ, / ο δισταγμός σου. / Τα τριαντάφυλλα είναι καμωμένα με καημό / μετράς χίλιες φορές την απόσταση ως την αγάπη / για να κρατήσεις ένα αιχμάλωτο στο χαρτί / να το ταχυδρομήσεις πριν την αυτοπυρπόληση. (…) (ΕΠΑΝΟΔΟΣ)

 Αλλού, η ποίησή του γίνεται πιο εσωτερική, παρατηρεί προσεχτικά τα πράγματα από μέσα:

 Με πολλούς συνδυασμούς χρωμάτων βγάζεις το μαύρο / γι αυτό κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή / καθώς αναλύεις τη χρωματιστή όψη της ζωής / να νομίζεις πως βλέπεις το φως / ενώ στην ουσία είσαι τυφλός. / Πάντα φταίει κάποια απροσεξία στην ανάλυση. (ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ)

 

Στο δεύτερο βιβλίο τώρα:

 Ο Χρήστος Αντωνίου, όπως, είπαμε, συνεχίζει σαν να μην έχει μεσολαβήσει το κενό των 20 χρόνων. Νιώθει όμως ενοχές για τα άγραφα, νιώθει σχεδόν υπεύθυνος, βρίσκει  ανοιχτούς λογαριασμούς:

 Συνήθως αφήνουμε ζωντανά πλάσματα αβοήθητα / να κινούνται απελπισμένα / στο βάθος της μνήμης μας / αδελφές ψυχές καταδικασμένες στη λησμονιά.

(ΑΠΑΝΘΡΩΠΟ)

 Έχει αρχίσει όμως να αμφιβάλλει για τον ρόλο της γραφής:

 Τι να ’ναι τάχατες οι ποιητές; / Κάποιοι αποτυχημένοι της ζωής / που μελανώνουν από αμηχανία / νύχτα μέρα λευκά χαρτιά / όπως η σπαστική νοικοκυρά / τρίβει τα μάρμαρα του νεροχύτη με μανία (…) (ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ)

 Στο ίδιο ποίημα, σε βαθιά αμφιβολία για την δική του περίπτωση, αποτιμά  συγκαταβατικά και τρυφερά τους σύγχρονούς του ποιητές:

 Ειδικά σήμερα οι ποιητές / ύστερα από μιαν αναλαμπή / ίσως κι ολόκληρη φωτιά μέσα στη νύχτα / χάνονται / στους συνοικισμούς των Εξαρχείων / ή των βορείων προαστίων / σιωπηλά. (ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ)

 Αλλού όμως, αναγκάζεται να παραδεχτεί (με λόγο κρυπτικό) πως η ποίηση τελικά, όσο κι αν απαξιώνεται ο ρόλος της στη ζωή του ή ο ρόλος της ζωής του σ’ εκείνη, εκείνη είναι που κατέχει και διατηρεί την πραγματική  του ουσία:

 (…) Αυτός είμαι /ολόκληρη συνομοταξία αγγέλων γιασεμιών / πεσμένη σ’ ανυποληψία. / Τα ποιήματά μου απλώς με θυμίζουν/ (ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΝΑΟΥ)

 Ήδη από το πρώτο βιβλίο, ο Χρήστος Αντωνίου έχει τοποθετηθεί απέναντι στην έννοια  «ποίημα». Ήδη την είχε τοποθετήσει σε περίβλεπτη θέση στον χώρο τής ζωής του. Εκείνος κινείται – απομακρύνεται, φεύγει, επιστρέφει, αλλά εκείνη τον υποχρεώνει πάντα να περιφέρεται γύρω της, σαν σε σημείο αναφοράς ή να σκοντάφτει κάθε τόσο πάνω της: Περνούν τα χρόνια κι όμως το ποίημα / μένει αμετακίνητο / σαν έπιπλο παλιό. (ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ /Η ΕΛΠΙΔΑ) γράφει το 1986.

Και, το 2006 ξαναγυρνά (από άλλη ατραπό τώρα) στην ιδέα – που είχε δώσει και τον τίτλο στο παλιότερο βιβλίο του:

 Είναι όμορφο να ξέρεις ότι οι λέξεις σου μέσα  στον στίχο / είναι ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας / που ξεκινάει απ’ την ψυχή, αγγίζει το μυαλό / σχίζει τα νεύρα και βγαίνει απ’ τα δάχτυλα / στο χαρτί. / Μη μένεις λοιπόν μόνο σ’ αυτά που διαβάζεις / ν’ ακολουθείς αντίστροφα την πορεία / μέχρι την ψυχή / κι ακόμα πιο βαθιά / στο αίμα. (ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ)

Ο Χρήστος Αντωνίου  δεν κάνει μεγάλα πετάγματα, είναι ένας νομοταγής αναρχικός, ένας ονειροπόλος συμβασιούχος του βίου του. (…Ευτυχώς που ξέρω να ψαλλιδίζω τα φτερά μου.)

Τα ποιήματά του, περισσότερο κέρδη εγρήγορσης και υπομονής παρά αιφνίδιας έμπνευσης ή τύχης, βιωμένα, άμεσα και βατά, είναι οι ανταποκρίσεις από την πραγματικότητα της κλειστής ζωής ενός ανοιχτού, ευαίσθητου ανθρώπου που ζει, πάσχει, συμπάσχει, παρατηρεί και σχολιάζει.
O κόσμος του είναι μεν εγκεφαλική κατασκευή, αλλά έχει χτιστεί όλος με υλικά από κατεδαφίσεις ψυχής και, επιπλέον, διαθέτει παράθυρα με τζάμια που αντικατοπτρίζουν κήπους, θάλασσες, ανθρώπους και, φυσικά, έχουν πανοραμική  θέα προς τα μέσα.

Όμως, αυτό ακριβώς δεν είναι η ποίηση; Ένα βασανισμένο, πολυσύνθετο ημίεργον

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.