You are currently viewing Ρούλα Καλανδράνη: Η ιστορία του Παντελή

Ρούλα Καλανδράνη: Η ιστορία του Παντελή

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ

 

  Ο Παντελής  έμενε σε μια μικρή καλύβα, έξω από ένα ψαροχώρι. Είχε μια μικρή βάρκα , πήγαινε για ψάρεμα και ότι έβγαζε το πουλούσε για να ζήσει. Φορούσε πάντα κουρελιασμένα ρούχα και περπατούσε  ξυπόλητος.  Είχε μόνο μια φορεσιά κι ένα ζευγάρι  παπούτσια, που τα φορούσε  κάθε Κυριακή, για να πάει στην εκκλησία. Γράμματα δεν ήξερε και απ όσα έλεγε ο παπάς, καταλάβαινε λίγα πράγματα. 

    Κάθε σούρουπο, μαζευόντουσαν οι ψαράδες στην παραλία και πίνοντας ούζο έλεγαν ιστορίες. Ο Παντελής καθόταν και τους άκουγε με προσοχή έχοντας τα μάτια του κολλημένα στον αφηγητή. Θα έλεγε κανείς βλέποντας τον πως προσπαθούσε να ζήσει την περιπέτεια  μέσα από τις ιστορίες που άκουγε. 

 Ένα βράδυ, κάποιος λέει  στον Παντελή. 

– Ξέρεις να μας πεις μια ιστορία Παντελή;

Ο Παντελής , έσκυψε το κεφάλι. Τι ιστορία να πει, δεν ήξερε τίποτε εκτός απ αυτά που άκουγε απ τους ψαράδες και  απ’ τον παπά, στις λειτουργίες της Κυριακής.

– Ε , να, τι να πω,  ψέλλισε.

– Κάτι  βρε αδερφέ, μια ιστορία. Δεν ξέρεις να μας πεις μια ιστορία? Είπε γελώντας ο Κωνσταντής.

 Ο Παντελής  πήρε ένα βότσαλο στα χέρια του,  μισόκλεισε τα μάτια του, κοίταξε προς την θάλασσα και άρχισε να λέει.

–   Τον ξέρετε τον άρχοντα  που μένει στην κορφή του λόφου; Ε, αυτός είναι πολύ πλούσιος.  Έχει κι ένα γιο αλλά και  πολλά αμπέλια, να, απέναντι, είπε και τους έδειξε το ξερονήσι που αχνοφαινόταν στον ορίζοντα. Όμως, δεν τα καλλιεργεί κανένας, συνέχισε. Ετσιδά μένει, ακαλιέργητο, απότιστο, κι ο ευλογημένος δεν μου δίνει ένα μεροκάματο να πάω να το ποτίσω. Τέλος πάντων, άρχοντας είναι, δικό του το βιος. Που λέτε, ο γιος του ταξίδευε συνέχεια. Ήθελε να πάει να βρει την τύχη του,  μέχρι και παραγιός είχε γίνει για να ζήσει. Στο τέλος όμως, είδε κι απόειδε  και  γύρισε σπίτι του. Ο  πατέρας του για χατίρι του έσφαξε ένα  βόδι. Μια μέρα, περνούσε απ τα μέρη τους ένας καλός Σαμαρείτης, τους ζήτησε νερό κι αυτός αφού τον έβαλε στο σπίτι του,  του έδωσε να πιει κρασί. Στο τέλος ο Σαμαρείτης έφυγε μεθυσμένος απ εκεί.   

 Ένα Σάββατο, ο άρχοντας κάλεσε τους άλλους άρχοντες για να τους κάνει το τραπέζι  αλλά κανένας τους δεν πήγε. Είπαν ότι είχαν δουλειές. Ψέματα, δεν ήθελαν να πάνε, ποιος ξέρει γιατί. Τότε έστειλε τους υπηρέτες του και φώναξαν όλους τους φτωχούς και τους τάισε, εγώ δεν πήγα γιατί ήμουν στο ψάρεμα. Θα πάω όμως μια απ’ αυτές τις μέρες  και άμα πιάσω ψάρια θα του τα πάω. Λοιπόν που λέτε, μια βδομάδα μετά το τραπέζι,  ο άρχοντας θέλησε να πάει στην εκκλησία να προσευχηθεί. Συναντηθήκαμε έξω στο προαύλιο και μπήκαμε μέσα μαζί.  Εκεί είδαμε  δυο ανθρώπους να προσεύχονται. Ο ένας ήταν στη μέση της εκκλησίας κι έλεγε δυνατά μια παράξενη προσευχή , που εγώ δεν την ήξερα. Ο άλλος ήταν κρυμμένος πίσω από κάτι θρονιά και προσευχόταν από μέσα του και δεν τον ακούγαμε τι έλεγε. Όταν τελείωσα την προσευχή μου και πήγα να φύγω, έξω από την εκκλησία, είδα τον άρχοντα πολύ θυμωμένο. Έδιωχνε μερικούς γύφτους που πουλούσαν διάφορα.  Πολύ στεναχωρήθηκα με αυτό που είδα. Τη άλλη μέρα, ο άρχοντας , πήγε εκδρομή στο ποτάμι κι έκανε μπάνιο. Κατά το απόγευμα, κατέβηκε κάτω στο Παντέλι. Δεν τον θυμάστε; Μπήκε στη βάρκα του μπάρμπα μου του Πέτρου.  Εκείνη την ημέρα ο μπάρμπας έβγαλε πολλά ψάρια, τόσα που κατάφερε επιτέλους να αγοράσει μια τράτα και να παντρέψει την κόρη του τη Λενιώ. Είναι πολύ καλός άνθρωπος αφού καταδέχτηκε να πλύνει τα λασπωμένα πόδια της Μαγδάλως, αυτής ντε που την έχει σπιτωμενη ο Κυριάκος. Την βρήκε να περιπλανιεται στο σοκάκι που πάει προς τα Σικίδια την περασμένη Τρίτη. 

– Για κάτσε ρε Παντελή, σαν να μη μας τα λες καλά τα πράγματα , είπε ο Κωνσταντής γελώντας. Ποιος άρχοντας και ποια Μαγδαλω. Αυτά είναι απ τα ευαγγέλια που λέει ο παπάς στην εκκλησία, μόνο που τα λες μπουρδουκλωμένα. Τι μου τσαμπουνάς ότι τα έζησες κι ότι γνωρίζεις δήθεν, κάποιον άρχοντα.

– Είπα εγώ το αντίθετο; Ιστορία ζητήσατε, ιστορία σας είπα για έναν καλό άρχοντα. Και κάθε φορά που ακούω το ευαγγέλιο απ τον παπά, ζω κι εγώ αυτά που λέει και βρίσκομαι κι εγώ στα μέρη που δίδαξε ο Κύριος. Τώρα, σωστά – λάθος,  εγώ αυτά άκουσα από τον παπά.

Και λέγοντας αυτά, σηκώθηκε, πέταξε το βότσαλο που κρατούσε στη θάλασσα κι έκανε το Σταυρό του.

 

 

This Post Has One Comment

  1. Γεώργιος Παλαπουγιούκ

    Τρομερή ιστορία !!!
    Ταλαντούχα η συγγραφέας !!!

    Πολλά μπράβο !!!

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.