You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: ένα αφήγημα

Φάνης Κωστόπουλος: ένα αφήγημα

Ο κήπος των αναμνήσεων

Στην παλιά, παμπάλαιη, θά ‘λεγα, εξοχική κατοικία με τον μεγάλο κήπο που μου άφησε ο πατέρας μου,  τη Βίλα Μπομπόρω, όπως πληροφορεί τον περαστικό η μεταλλική πινακίδα έξω στην καγκελόπορτα, ενώ κάτω  από το όνομα διαβάζει κανείς τον στίχο του μεγάλου Άγγλου ρομαντικού William Wordsworth: Let Nature be your teacher ( Άσε τη Φύση να γίνει δάσκαλός σου), εδώ, λοιπόν, σ’ αυτό τον μεγάλο κήπο – που στολίζει αυτή τη βίλα και θυμίζει περσικό παράδεισο με τα οπωροφόρα δέντρα, τα πεύκα και τους θάμνους από σκίνα, που δεν επιτρέπουν στο μάτι να δει άλλο χρώμα από το πράσινο και που η έκτασή του φτάνει, αν δεν τα υπερβαίνει κιόλας, τα δύο στρέμματα – ένιωθα άλλοτε λιγάκι (ανθρώπινη αδυναμία, βλέπεις) σαν τον σατράπη της Λυδίας, τον Κύρο τον Νεότερο (όπως τον ονομάζουν οι ιστορικοί για να τον ξεχωρίζουν από τον Κύρο τον Μέγα), τον αγαπημένο γιο της Παρυσάτιδος, της βασίλισσας της Περσίας, τον γυναικοφίλητο και χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος – σύμφωνα με ό,τι λέει ο Ξενοφών ( Κύρου Ανάβασις, Α,θ,29) – ήταν η δημοφιλέστερη μορφή του αρχαίου κόσμου στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και ο οποίος είχε στις Κελαινές της Μικράς Ασίας, της Φρυγίας πιο συγκεκριμένα, τον δικό του περσικό παράδεισο. Ο παράδεισος αυτός, όπως πάλι διηγείται ο Ξενοφών, είχε το σπάνιο πλεονέκτημα να διασχίζεται από τον Μαίανδρο ποταμό και ήταν καταπράσινος και γεμάτος άγρια ζώα για το κυνήγι, την αγαπημένη απασχόληση του σατράπη. Έτσι, με τέτοια λαμπρότητα, ζούσαν οι μεγαλόσχημοι των Περσών, ενώ, αν πρέπει ν’ ακριβολογήσω, θα έλεγα πως τα πλούτη και η χλιδή ανέβαζαν τους Πέρσες, ως προς τη μεγαλοπρέπεια, πολύ  πιο πάνω απ’ τους Έλληνες και λίγο πιο κάτω απ’ τους θεούς του Ολύμπου. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι στη  σύγκρουσή τους με τους Έλληνες, ό,τι δεν κατάφεραν με τα περσικά όπλα, το κατάφεραν πολλές φορές με τους δαρεικούς – τόσο καλά μας είχαν μάθει και εκμεταλλευόντουσαν, όπως και οι Ρωμαίοι αργότερα, τις διχόνοιες των προγόνων μας. Η φωνή του Καλλικρατίδα, του ναύαρχου των Σπαρτιατών και νικητή του αθηναϊκού στόλου στον λιμένα της Μυτιλήνης, αν και πέρασαν τόσοι αιώνες, ακούγεται ακόμη και σήμερα:

                           αθλιωτάτους είναι τους Έλληνας, 

                  ότι βαρβάρους κολακεύουσιν ένεκα αργυρίου.

    Εκτός από λίγο πότισμα, κι αυτό όποτε είχα όρεξη, δεν έκανα τίποτε άλλο σ’ αυτό τον «περσικό παράδεισο», τον οποίο δημιούργησε ο πατέρας μου στο μεσοστράτι της ζωής του, όπως θα ‘λεγε ο Δάντης, ένας άνθρωπος, που, αν εξαιρέσω την αγάπη του για το κρασάκι και την ταβέρνα, ποτέ δεν είχε αφήσει να εκδηλωθεί, όσο ήμουν παιδί, η αγάπη του για τη φύση και το ενδιαφέρον του για  την κηπουρική. Και είναι αλήθεια ότι όσο έζησε (και έζησε πολλά χρόνια, ενενήντα πέντε για την ακρίβεια) δεν κουράστηκε ποτέ να περιποιείται τον κήπο, που ήταν γι’ αυτόν έργο ζωής. Όσο για μένα, τον μορφωμένο, ας πούμε, της οικογένειας, όχι μόνο δεν ασχολήθηκα ποτέ με τον κήπο, αλλά και ούτε ποτέ προσέλαβα άνθρωπο για την περιποίησή του. Να, λοιπόν, γιατί η κληματαριά έχει αγκαλιάσει, σχεδόν ερωτικά, τη διπλανή ασημοπράσινη ελιά και τώρα τον Αύγουστο, αλλά και κάθε Αύγουστο, τα σταφύλια της κρέμονται από τα κλαδιά του γειτονικού ελαιόδεντρου. Δημιουργούν, θα έλεγα, με αυτό το σμίξιμο των δύο δέντρων, μια βιβλική εικόνα σ’αυτούς που αγαπούν και διαβάζουν την Παλαιά Διαθήκη, μια εικόνα από τη Γη της Επαγγελίας, και σε άλλους, όπως εγώ, λιγότερο θρήσκους και περισσότερο αμαρτωλούς, εκείνο το χωρίο της Βίβλου που αναφέρεται «στα σταφύλια της οργής», τα οποία ο Steinbeck έκανε γνωστά σε όλο τον κόσμο με το υπέροχο βιβλίο του. Δεν ήταν, όμως , λίγες και οι φορές που κοιτάζοντας αυτά τα σταφύλια, μου έρχονταν στη μνήμη στίχοι από τα παιδικά μου διαβάσματα, στίχοι του Γεωργίου Δροσίνη, για παράδειγμα, που ήξερε και τραγουδούσε όσο λίγοι ποιητές μας την ελληνική φύση. Τους παραθέτω όπως τους έχω στη μνήμη μου:

                       Σταφύλι τρισευγενικό της γης βασιλοπαίδι,

                     Άλλοι καρποί έχουν μια θωριά και συ πολυθωριάζεις:

                    Απ’ τη μαυρίλα της ελιάς στην κρυσταλλένια ασπράδα,

                 Κι απ’ τη χλομάδα του κεριού στου κερασιού τη φλόγα.

                Μικρό είτε μεγαλόρογο και τραγανό ή αφράτο,

                Σαν ακροδάχτυλο μακρύ και στρογγυλό σα μάτι,

                Και καρπερό απ’ του Αηλιά κι ως του Χριστού τη Γέννα,

               –  Το μοσκοστάφυλο η αρχή  και το σιρίκι τέλος –

                Πότε στ’ αμπέλι κρύβεσαι και προσκυνάς το χώμα,

                Πότε ψηλά στην κρεβατιά κρέμεσαι σαν καντήλι.

 

    Κι όμως, αυτό το τόσο γευστικό και τόσο ελληνικό φρούτο, για το οποίο ο συγγραφέας του Μπεν Χουρ λέει στο αθάνατο έργο του: « ποτέ δυο υγρά δεν έσμιξαν τόσο γλυκά, όσο το αίμα του Έλληνα και ο χυμός του σταφυλιού», αυτό λοιπόν το ελληνικό φρούτο, σύμφωνα με μια άποψη, σκότωσε με μια ρόγα του τον Σοφοκλή, το αηδόνι του Κολωνού ή την «μέλιτταν» της Αθήνας, όπως τον αποκαλούσαν οι σύγχρονοί του. Λίγο πιο πέρα, το χαμηλό και ταπεινό πυράκανθο, που κάθε φθινόπωρο παίρνει, θαρρείς, φωτιά και λάμπει κατακόκκινο, ζήλεψε το μπόι και την αρχοντιά της φιστικιάς και ρίχτηκε, σαν πάνθηρας, με ένα απίθανο σάλτο στα κλαδιά της και κρέμεται τώρα περήφανο για το κατόρθωμά του.  Το κοίταζα και δεν πίστευα στα μάτια μου, γιατί , αν και πρόκειται για φυτό, δεν του έλειπε η αιλουροειδής ευκινησία…

   ΄Ύστερα από όλα αυτά που ειπώθηκαν, δικαιολογημένα θα με ρωτούσε κάποιος αν πράγματι αγαπώ τη φύση. Και βέβαια την αγαπώ, αλλά με τον δικό μου τρόπο. Δεν ξέρω αν έχετε υπόψη σας ότι στον Βίκτωρα Ουγκώ αρέσανε οι απεριποίητοι κήποι, επειδή μικρό παιδί είχε ζήσει ευτυχισμένες μέρες, παίζοντας με τον αδελφό του Ευγένιο  σε έναν τέτοιο κήπο δίπλα από το σπίτι του, έναν κήπο που ανήκε κάποτε σε μοναστήρι των Φεγιαντίν. Αυτές  οι παιδικές αναμνήσεις θα γίνουν αργότερα ένα αρκετά μεγάλο ποίημα, που επιγράφεται Ο κήπος των Φεγιαντίν.  Από αυτό το ποίημα  θα παραθέσω  εδώ λίγους στίχους σε δική μου απόδοση :     

              Κάτω απ’ το θόλο τ’ ουρανού, τη μέρα ευτυχισμένο

             Παιδί πλανιόμουν, λεύτερο, στον όμορφο αυτό κήπο.

            Έβλεπα εκεί καρπούς χρυσούς, νερά να τρέχουν, βάλτους,

           Τ’ άστρο ν’ ανοίγει σαν ανθός, το λούλουδο να λάμπει,

           Δάση ακόμα και αγρούς που ο νους κατά το βράδυ

          Τα ‘βλεπε στον Βιργίλιο ξανά όπως σε καθρέφτη.

       

     Έτσι, όπως στον Ουγκώ, αρέσουν και σε μένα αυτοί οι κήποι, γιατί, καθώς δεν τους αγγίζει καθόλου  χέρι ανθρώπου , γίνεται πιο φανερό στα μάτια μας  το χέρι του Θεού… Κι αν δεν σε ικανοποιεί, αναγνώστη, αυτός ο τρόπος θεώρησης του κόσμου, μπορείς να δεις το πράγμα και αλλιώς: Όταν εσύ, ο άνθρωπος, αφού λησμόνησες τη συμβουλή του Πάουντ, « να είμαστε άνθρωποι και όχι καταστροφείς » ( Canto, cxix ), μπαίνεις, με τρόπο αυθαίρετο, ανάμεσα σ’ ένα κλαρί δέντρου και σ’ Ένα κλαρί άλλου δέντρου που προσπαθούν να σμίξουν, γιατί έτσι το θέλει η φύση τους, και κόβεις το ένα κλαρί, για να μην ενωθούν  τα δυο δέντρα, δεν κάνεις τίποτα διαφορετικό από την πολιτική που εφάρμοζαν οι αυτοκρατορίες και τα μεγάλα κράτη για να διατηρούν την κυριαρχία τους,  το πολύ γνωστό σήμερα « Διαίρει και βασίλευε ». Έτσι λοιπόν- τι φαντάζεσαι ! – με τέτοιες αυθαίρετες ενέργειες κατάφερες στους αιώνες που πέρασαν να κυριαρχήσεις στο φυτικό και ζωικό βασίλειο και να θεωρείσαι σήμερα ολετήρας του φυσικού περιβάλλοντος και αίτιος ολέθριων κλιματικών αλλαγών. Στους αιώνες που πέρασαν, ρήμαζε ο πολιτισμός σου και  η απληστία σου  τον φυτικό και ζωϊκό κόσμο, που σου χάρισε ο Δημιουργός για να ζήσεις, ρήμαζε πολύ περισσότερο από όσο χρειαζόσουν για την επιβίωσή σου. Δεν είχες ούτε την απλή σοφία των  Ινδιάνων της Αμερικής, που ζώντας στα παρθένα δάση μαζί με τα άγρια ζώα, αντί να τα ξεκάνουν όλα με τα βέλη τους, σέβονταν τον δασικό οικοσύστημα, όπου ζούσαν, και έλεγαν με το θυμοσοφικό μυαλό τους: Είναι αμαρτία να σκοτώνεις δεύτερο ζώο, πριν φας το πρώτο. Ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος, που έζησε ως τον θάνατό του μακριά από την αγαπημένη του Ρώμη,  λέει στις φημισμένες και πολυδιαβασμένες Μεταμορφώσεις του, που έπαψαν να διδάσκονται στα σχολεία μας, για να μπουν μαθήματα πρακτικών επιστημών που θα φέρουν αργότερα στον μαθητή χρήμα, αλλά δεν θα φτιάξουν άνθρωπο:

          Καταστροφικός ο χρόνος, καταστροφικότερος ο άνθρωπος.

                                                      *

   Οι ώρες περνούν , οι μέρες τρέχουν. Ανάσα δεν παίρνουν οι άθλιες. Ακόμη ένα καλοκαίρι έφυγε απ’ τη ζωή μας. Ακόμα ένα φθινόπωρο, μια χειμωνιάτικη άνοιξη, έφτασε με δροσερές βροχούλες και γλυκές, αλλά σκυθρωπές μέρες. Είμαι άνθρωπος της πόλης και με χαρά ξαναγυρίζω στους γνωστούς θορύβους της και στη μολυσμένη της ατμόσφαιρα… Όσο για τον κήπο, θ’ ανταμώσουμε πάλι το άλλο καλοκαίρι. Έτσι αραιά που βλεπόμαστε, η επικοινωνία μας είναι πιο επιθυμητή και πιο ενδιαφέρουσα. Πράγματι, ύστερα από ένα φθινόπωρο, ένα χειμώνα και μια άνοιξη, κάμποσες  βροχές και χιόνια καμιά φορά, ο κήπος είναι  αρκετά διαφορετικός από το προηγούμενο καλοκαίρι – κάτι θα έχασε, αλλά και κάτι θα κέρδισε… Έχει επομένως πολλά δυσάρεστα, αλλά και ευχάριστα, καμιά φορά, να μου πει. Αυτά τα τελευταία τα ανακαλύπτω μόνος μου,  περιφερόμενος ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους. Έτσι  το πρώτο που κάνει, κάθε φορά που με βλέπει, είναι να μου δείξει τις πληγές του από τις κακοκαιρίες που αντιμετώπισε: ένα κλαδί που ξεράθηκε ή  κάποιο δέντρο που το πρόδωσαν οι ρίζες του και το  γκρέμισε ο δυνατός άνεμος.  ΄Ολες αυτές τις απώλειες τις αντιμετωπίζω με ένα καρτερικό χαμόγελο, που στη γλώσσα των φυτών σημαίνει: «Η Φύση, η μάνα σας, θα τ’ αναπληρώσει όλα, έστω κι αν αργήσει λίγο». Κοιτάζω τον κήπο και θυμάμαι  αυτόν που τον δημιούργησε με τέτοια ευαισθησία, που θα ‘λεγες ότι μάλλον  τον ζωγράφισε παρά τα φύτεψε. Σήμερα βέβαια τα λουλούδια που φύτεψε δεν υπάρχουν, τ’ αντικατάστησαν όμως τ’ αγριολούλουδα. Για την ολοκλήρωση αυτού του  ιμπρεσιονιστικού πίνακα συνεχίζει να ζωγραφίζει, με χέρι που το κατευθύνει ο Θεός,  η ίδια η Φύση, της οποίας οι  τολμηρές και εκφραστικές πινελιές  κάνουν να φωσφορίζουν στη μνήμη μου αυτοί οι δυο στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη:

                                  Όσο θες πολέμα

                                             δεν έχει φτέρνες η Τελειότητα.

  Τώρα που γράφω, βαριά μολυβένια σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και μια φθινοπωρινή  μπόρα, που έχει μόλις ξεσπάσει, χτυπάει τα  τζάμια του παραθύρου. Ελπίζω να βρέχει και στη βίλα Μπομπόρω.  Τέτοια ώρα ο κήπος θα είναι ακριβώς όπως τον φαντάζεται ο Έλιοτ  :  

           The desert in the garden  the garden in the desert.

                             ( Ash – Wednesday,  V )       

                        =====================

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.