Ακολουθώ
Ο άνθρωπος ακολουθώ το ποίημα, διαπλέει
Παράλια αχαρτογράφητα
Αχαρτογράφητο, πεισματικά, ανώφελα
Μέχρι το πόντισμα σε άλλα βάθη
Πνίγεται-
Τότε, πάντα σχεδόν, μια λέξη
Άγνωστη λέξη – τρίαινα μπήγεται άξαφνα στο χάος
Θάλασσα αναβλύζει πάλι κι ανεβαίνει-
Και ναυαγώ σε άγνωστο πλανήτη-
Ορθώνομαι
Ορθώνομαι, αλλά
Συλλογισμοί διάττοντες
Στην άμμο με καρφώνουν πάλι να ριζώσω-
Απλώνω πιο βαθιά
Ήσυχα, στην απέραντη ελευθερία
Σαν ήδη όλα τα βιβλία να ’χουνε γραφτεί
Σαν να ’χουν όλες οι θρησκείες ιδρυθεί
Και σα να’ χουν εκλείψει-
Τα πανθ’ ορώσα
Υπεράνω των υδάτων εκκρεμεί
Σεβάσμια πανσέληνος –
Φωτίζεται
Φωτίζεται για μια στιγμή ξανά
Το βυθισμένο σκηνικό εκείνο, όπου
Καθώς αφηνιασμένος ο αιώνας
Στο διάβα του τα παρασέρνει όλα
Μένουν να φέγγουν
Τα παιδικά κειμήλια, οξειδωμένα
Να θάβονται και να ξεθάβονται αέναα
Στου λόγου του κινούμενου την άμμο –
Αστράφτει
Ξάφνου
Αστραπιαία πτήση σμήνους αργυρού αφρόψαρων
Στα ύφαλα μαύρων μαντείων, στο βυθό
Αστράφτει, σβήνει αμέσως, πάει, έσβησε-
Αμέσως, μ’ ένα γδούπο, μαύρος ήχος
Αδειάζει σαν από καμπάνα, χύνεται
Και στερεοποιείται:
Μια γνώση αδιέξοδη, βράχος απέναντι
Ριζώνει πατημένος σε βαθύ αποτύπωμα θεού-
Ο άνθρωπος
Κανένας τρόπος πάλι να περάσω απ’ την άλλη-
Περνά
Περνά σύννεφο μαύρο, πάει, πέρασε
Ποιανού ζωή να ήταν, άραγε;
Κάπου μακριά σκάβουν τον ουρανό
Να βρούνε κι άλλη θάλασσα, να, κιόλας
Φυτεύονται ψιλές φωνές ίσκιων στην άμμο
Κι άλλες ζωές
Θ’ ανθίσουν κύματα
Θεσπέσια, θεόρατα-