Skip to content
ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ
Είμαι μια αίθουσα αναμονής Δημόσιου Νοσοκομείου
με ανοιχτή την τηλεόραση στα πρωινάδικα
μπροστά στα μάτια ανθρώπων κουρασμένων
που περιμένουν για χημειοθεραπεία.
Χειμώνας, κι η πόρτα όλο ανοίγει
και μπαίνουν κι άλλοι, κι άλλοι , με συνοδό ή χωρίς
κι οι υπόλοιποι κοιτούν τους νεοφερμένους
και η πόρτα ανοίγει κάθε τόσο,
κι όλο ένας νέος αριθμός στον φωτεινό πίνακα ψηλά
ανάβει
και κάποιος «τυχερός» σηκώνεται και προχωράει μπροστά.
Πίσω οι άλλοι βαριεστημένοι ανοίγουν συζητήσεις,
σωπαίνουν
ή μιλούν ψιθυριστά και ψιλοκουβεντιάζουν
απέναντι σε παρουσίες αστραφτερές των πρωινάδικων,
σε μια ένταση ληθαργική, κοιτούν μαγνητισμένοι την οθόνη-
don’t worry, be happy–
Κανείς κανάλι δεν αλλάζει
Ποιος έχει το τηλεκοντρόλ, κανείς δεν ξέρει.
ΜΥΣΤΗΡΙΟ
Του τέλους το μυστήριο
εκείνο με τρελαίνει.
Πώς ένιωσες χωρίς εμάς
να σου κρατούμε το χέρι
όταν το μεγάλο αφεντικό
στο κρεβάτι σου πλησίασε
και το μόνιτορ σημείωσε ανελλιπώς
τη δύσπνοια και το τέλος σου,
μια ίσια γραμμή.
Τότε που έτρεξαν κοντά σου
οι άνθρωποι με τις άσπρες μπλούζες.
Θυμήθηκες τότε ποιαν αγάπη
Ποια χαρά παλιά και ποια ελπίδα.
Το πρόσωπο της μητέρας
Τον εαυτό σου παιδί χαρούμενο, ή τι.
457
You Might Also Like