ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΩΝ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ
Το έχω πει κι άλλες φορές ότι στα μαθητικά μου χρόνια διάβαζα, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, σαν καπουτσίνος καλόγερος, τη Βίβλο. Είναι αλήθεια ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που αυτά τα διαβάσματα γίνονταν όπλο του Διαβόλου και με έφερναν συχνά σε σύγκρουση με τον καθηγητή των Θρησκευτικών και με το σχολείο ακόμα. Μια φορά μάλιστα η διαφωνία μου με τον καθηγητή ήταν τόσο σοβαρή, ώστε αυτός ο εκπαιδευτικός λειτουργός, που μας δίδασκε: «αγαπάτε τους εχθρούς υμών» ( Ματθ. ε΄44 ), έφτασε στο σημείο να θέλει να με διώξουν από το Σχολείο- τόσο φανατικό και άξιο τέκνο της Ιερής Εξέτασης ήταν. Παρ’ όλα αυτά, μυαλό δεν έβαζα και συνέχιζα απτόητος αυτό το παιχνίδι του Διαβόλου που έφερνε σε δύσκολη θέση τον θεολόγο του Σχολείου μέσα στην τάξη. Πρέπει όμως να παραδεχτώ ότι το λίγο, το ελάχιστο, θα ‘λεγα πιο σωστά, ενδιαφέρον μου για το σχολείο οφειλόταν σ’ αυτό και μόνο σ’ αυτό το σατανικό παιχνίδι, που είχα επινοήσει και το οποίο μπορεί από τη μια μεριά να με έκανε να φαίνομαι στα μάτια των θεολόγων καθηγητών σωστό διαβολόπαιδο, από την άλλη, όμως, έβρισκα, όπως είπα, ενδιαφέρον για το σχολείο. Και αυτή η παράτολμη συμπεριφορά μου στηριζόταν – ποιος θα το πίστευε;- στον Απόστολο των Εθνών, του οποίου παραφράζοντας τα λόγια , πίστευα ότι « ει ο (Εωσφόρος ) υπέρ ημών, τις καθ’ ημών; » (Προς Ρωμαίους, Η, 31 ).
*
Εκείνο το γλυκό πρωινό του φθινοπώρου ένα από τα μαθήματα που είχαμε στο σχολικό πρόγραμμα ήταν και τα καημένα τα Θρησκευτικά, που αν τα είχαν εξοβελίσει από το σχολικό πρόγραμμα μαθημάτων, όπως θέλουν πολλοί σήμερα, θα μου ήταν αδύνατο να τελειώσω το εξατάξιο τότε Γυμνάσιο. Ήταν το μάθημα, που, όπως είπα, κέντριζε το ενδιαφέρον μου για το σχολείο και μου έδινε το κουράγιο να συνεχίσω ως την αποφοίτησή μου από το Λύκειο. Ο καθηγητής – που ήταν νέος άνθρωπος και με ανοιχτό μυαλό – ήθελε να εκσυγχρονίσει τον τρόπο διδασκαλίας και διέθετε λίγο χρόνο από την ώρα του μαθήματος, για να συζητήσει τυχόν θρησκευτικές απορίες που είχαν οι μαθητές του. Εκείνο, λοιπόν, το φθινοπωρινό πρωινό δεν σηκώθηκε κανένα χέρι στην τάξη για απορία και ο καθηγητής ήταν έτοιμος να συνεχίσει το μάθημα, όταν ξαφνικά ένας μαθητής σήκωσε την τελευταία στιγμή το χέρι του. Το χέρι αυτό δεν μπορούσε να είναι άλλο απ’ το δικό μου. Άργησα να το σηκώσω, γιατί ήθελα πρώτα να βεβαιωθώ ότι δεν υπήρχε άλλος μαθητής στην τάξη με απορία. Ο καθηγητής, που, όπως είπα, ήταν έτοιμος να συνεχίσει το μάθημα, με είδε και αμέσως, χωρίς να δείξει την παραμικρή ενόχληση, μου έδωσε την άδεια να μιλήσω. Σηκώθηκα απ’ τη θέση μου και αφού έριξα πρώτα ένα βλέμμα γεμάτο οίκτο στους μικρούς «γραμματείς και φαρισαίους» της αίθουσας , έστρεψα, ύστερα, την προσοχή μου στον άνθρωπο που είχα μπροστά μου, και χωρίς κανένα δισταγμό τού είπα: «Διαβάζοντας τα τρία πρώτα Ευαγγέλια ( το Κατά Ματθαίον, το Κατά Μάρκον και το Κατά Λουκάν ), νομίζω – και δεν πρέπει να κάνω λάθος – ότι στο τελευταίο Ευαγγέλιο, και συγκεκριμένα στην αφήγηση των γεγονότων της σταύρωσης, υπάρχει λ ο γ ο κ ρ ι σ ί α». Ο καθηγητής, αν και ήταν φανερό ότι ξαφνιάστηκε από την τελευταία λέξη, δεν με διέκοψε και εγώ συνέχισα τον λόγο μου με εκείνο το θράσος που έχουν συνήθως οι άνθρωποι που θέλουν, με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα, να πετύχουν τον στόχο τους. «Είναι φανερό, κύριε καθηγητά», είπα και η φωνή μου ήταν σταθερή και σίγουρη για την ορθότητα αυτού που τολμούσα εκείνη τη στιγμή να ισχυριστώ, «ότι, ενώ οι δυο πρώτοι Ευαγγελιστές διατείνονται ότι ο Χριστός, στις τελευταίες του στιγμές επάνω στον σταυρό, δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο μέσα του την εγκατάλειψη που ένιωθε στον μαρτυρικό του θάνατο, και με φωνή, ραγισμένη από τον πόνο, είπε: ‘Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες’, ο Ευαγγελιστής Λουκάς, στο δικό του Ευαγγέλιο – που το προόριζε για την υψηλή ρωμαϊκή κοινωνία και γι’ αυτό το απευθύνει σε έναν αξιωματούχο, τον ‘κράτιστο Θεόφιλο’ – εξαφανίζει αυτή τη φράση απ’ το δικό του κείμενο και την αντικαθιστά με τη φράση ‘ πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου’. Και αυτό το έκανε, όπως καταλαβαίνει κανείς, γιατί θεώρησε αυτή τη φράση των δύο πρώτων Ευαγγελίων επικίνδυνη και ανατρεπτική για τη διδασκαλία του Χριστού. Πράγματι, αν ο Χριστός πίστευε στις τελευταίες στιγμές του ότι ο Θεός τον εγκατέλειψε, όλη η διδασκαλία του θα ήταν, νομίζω, χωρίς αντίκρισμα αληθείας. Ακόμη κι αν ο συλλογισμός μου αυτός είναι σωστός, το πρόβλημα με τους δυο πρώτους Ευαγγελιστές πάντα υπάρχει». Ο καθηγητής – που δεν περίμενε η απορία μου να θίγει θεολογικούς κόμπους των ιερών κειμένων – προσπάθησε να κρύψει την αμηχανία του, επικαλούμενος την έλλειψη χρόνου, γιατί το θέμα, όπως είπε, είναι αρκετά σοβαρό και δύσκολο. Υποσχέθηκε, όμως, ότι στο επόμενο μάθημα θα το συζητήσουμε, με επιχειρήματα που θα δώσουν μια πειστική λύση στο θεολογική αυτή διαφωνία, που παρουσιάζεται στα τρία πρώτα Ευαγγέλια.
Ήρθε το άλλο μάθημα και πέρασαν κι άλλα ακόμη, αλλά ο καθηγητής δεν έκανε καθόλου κουβέντα για την εκκρεμότητα που είχε αφήσει και την υπόσχεση που είχε δώσει. Εγώ πάλι, από τη δική μου πλευρά, δεν ήμουν τόσο κακός όσο σου φαίνομαι, αναγνώστη, και δεν θέλησα να υπενθυμίσω το θέμα της θρησκευτικής μου απορίας. Από τη στιγμή που κατάλαβα σε τι δύσκολη θέση είχε περιέλθει ο καθηγητής, θεώρησα, χωρίς δεύτερη σκέψη, το θέμα λήξαν και προς δόξαν του Εωσφόρου. Άλλωστε, και οι συμμαθητές μου – που κατάλαβαν την αμηχανία του καθηγητή και όταν τέλειωσε η ώρα του μαθήματος, έκαναν διάφορα σχόλια για το περιστατικό – την άλλη εβδομάδα που είχαμε Θρησκευτικά και είδαν ότι εγώ δεν θέλησα να φέρω το θέμα προς συζήτηση, υποκρίθηκαν, σαν καλοί φαρισαίοι του κατηχητικού, ότι το είχαν ξεχάσει. Ακόμη και σε μένα απέφυγαν να κάνουν την παραμικρή νύξη για το θεολογικό αυτό πρόβλημα, το οποίο στη συνέχεια έπαψε να τους απασχολεί, και το περιστατικό, ευτυχώς για μένα, αλλά και για την ομαλή λειτουργία του Σχολείου, ξεχάστηκε. Και το λέω αυτό γιατί, μέρα με τη μέρα, θυμάμαι ότι περίμενα να φτάσουν και δεν έφτασαν, ευτυχώς, ποτέ θρήσκοι γονείς των συμμαθητών μου στο γραφείο του Γυμνασιάρχη, που ήταν επίσης θεολόγος, να διαμαρτυρηθούν για όσα ειπώθηκαν στο μάθημα των Θρησκευτικών. Εξήγηση γι’ αυτό, ακόμα και τώρα που το σκέπτομαι, δεν μπορώ να δώσω. Εκτός, αν ισχύει αυτό που πίστευα ως μαθητής: Για να θέλει ο Θεός να σε σώσει, πρέπει να θέλει κι ο Διάβολος. Στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται καθαρά πως ήθελαν και οι δύο.
———————–
