You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Αρθούρος Ρεμπό – Το ευλογημένο παιδί της Charleville          

Φάνης Κωστόπουλος: Αρθούρος Ρεμπό – Το ευλογημένο παιδί της Charleville          

Φτάνουν, Θεέ μου, τόσοι καταραμένοι εδώ κάτω!

                                  Από καιρό ανήκω κι εγώ στο τσούρμο τους.

                                 

Αρθούρος  Ρεμπό  Μια εποχή στην Κόλαση

 

   Ο Αρθούρος Ρεμπώ (Arthur Rimbaud, 1854-1891), ένας ποιητής που, καθώς λέει ο Ελύτης, ήταν “ εν αγνοία του μεγαλοφυής’’, δεν είναι μόνο ο πιο διάσημος, αλλά και ο πιο  παγκόσμιος από όλους τους  άλλους Γάλλους ποιητές. Σύμφωνα με τον Στεφάν Μαλαρμέ, «χωρίς αυτόν τον σπουδαίο περιπατητή η γαλλική ποίηση δεν θα ήταν σήμερα αυτό που είναι». Ας πάρουμε για παράδειγμα δυο από τους πιο σπουδαίους ποιητές της Γαλλίας, τον Πωλ  Κλωντέλ και τον Αντρέ Μπρετόν. Ο πρώτος, πρεσβευτής και μνημειώδης ποιητής, έμεινε πιστός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του στον Ρεμπό, το αλητόπαιδο από τη Σαρλβίλ, που του δονούσε τις χορδές του υπερρεαλισμού μέσα του. Σταγόνα σπέρματος χαρακτήρισε ο Κλωντέλ τις  Εκλάμψεις ( Illuminations ) του Ρεμπό, που ευθύνονται για την εσωτερική μεταστροφή του. Μάλιστα κάποια στιγμή ομολόγησε ότι ολόκληρη η ποίησή του  ίσως να επηρεάστηκε από μια ενότητα που διάβασε στο έργο του Ρεμπό  Μια εποχή στην Κόλαση (Une saison en enfer). Όσο για τον Μπρετόν, ομολόγησε με ένα στίχο του ότι ο Ρεμπό τον έχει  ολοκληρωτικά κυριεύσει. Αργότερα όμως τον απέρριψε, επειδή τον είχαν ασπασθεί και καθολικοί σαν τον Κλωντέλ. Η άρρωστη στάση του δεν μπορούσε να ήταν διαφορετική: ήταν αριστερός. Ο ποιητής δεν είναι ιδιοκτησία κανενός.

Ο Αρθούρος Ρεμπό έζησε τη σύντομη ζωή του μέχρι το μεδούλι και αναζήτησε το απόλυτο της εμπειρίας τόσο στη σωματική της, όσο και στην πνευματική της διάσταση. Αναζήτησε ακόμη το απόλυτο στη γλώσσα και στην ποιητική θέαση του κόσμου. Ό,τι έδωσε στην ποίηση γράφτηκε μέσα στην περίοδο της ΘΕΙΑΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ του, ενώ στα 19 του χρόνια έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα τους λογαριασμούς του με την ποίηση, για να πάρει τη θέση της η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΛΗΤΕΙΑ του: Σκανδιναβία, Ινδία, Αίγυπτος, Κύπρος, Αιθιοπία και άλλες χώρες όπου εξάσκησε διάφορα επαγγέλματα: εργάτης εργοστασίου, παιδαγωγός, επαίτης, λιμενεργάτης, μισθοφόρος, ναυτικός, εξερευνητής, έμπορος, λαθρέμπορος όπλων, αργυραμοιβός και, για ορισμένους κατοίκους της νότιας Αβησσυνίας, ως μουσουλμάνος  προφήτης.

Η ασυγκράτητη αυτή επιθυμία του για απόδραση πραγματοποιείται, φεύγοντας από τη γενέτειρά του για το Παρίσι σε ηλικία μόλις 17 ετών. Αυτή την εφηβική του απόδραση  απαθανατίζει σε ένα από τα λίγα σονέτα που έγραψε και που επιγράφεται Η μποέμικη ζωή μου ( Μa bohème ). Το παραθέτω εδώ σε δική μου απόδοση:

Η  ΜΠΟΕΜΙΚΗ  ΖΩΗ  ΜΟΥ

 

Έφυγα, κι είχα τις γροθιές σε τρύπιες τσέπες μέσα

              και το παλτό μου έδινε μονάχα ιδέα τι ‘ναι.

              Κι ήμουν κάτω απ’ τον ουρανό, Μούσα, ο ακόλουθός σου.

             Θε μου, τι έρωτες λαμπρούς είδα στα όνειρά μου!

*

Τρύπιο το παντελόνι μου κι ήταν το μόνο που ‘χα.

            Στο δρόμο ρίμες έσπερνα ρεμβώδης Δαχτυλάκης

           κι ήταν το πανδοχείο μου ψηλά η Μεγάλη Άρκτος.

          Τ’ αστέρια μου στον ουρανό γλυκό θρόισμα στέλναν.

                                           *

          Και καθισμένος τ’ άκουγα στου δρόμου πλάι την άκρη

          κι ένιωθα κείνες τις βραδιές του όμορφου Σεπτέμβρη

στάλες δροσιάς στο μέτωπο, κρασί—λες—που τονώνει.

                                          *

         Εκεί, ρίμες σκαρώνοντας σ’ ίσκιους φανταστικούς,

        σα να ‘ταν λύρες, στα παλιά παπούτσια που φορούσα,

       τα λάστιχά τους τράβαγα× μπρος στην καρδιά ένα πόδι!

 

Στον τελευταίο στίχο του σονέτου, και πιο συγκεκριμένα στο δεύτερο ημιστίχιο: μπρος στην καρδιά ένα πόδι (un pied près de mon couer) ο ποιητής θέλει να πει ότι, καθώς ήταν καθισμένος σε μια πέτρα στην άκρη του δρόμου, σήκωνε το ένα του πόδι στο ύψος της καρδιάς και τραβώντας τα λάστιχα του παπουτσιού, μιμούνταν τις κινήσεις των χεριών  ανθρώπου που παίζει λύρα.

Γνωρίζει τον Βερλαίν στο Παρίσι, τον οποίο γοητεύει με τη  νεανική ποιητική του ορμή. Συνδέονται με στενή φιλία και  ζουν μαζί από το 1871. Ταξιδεύουν πρώτα στην Αγγλία και μετά στο Βέλγιο. Κάποτε όμως ο Ρεμπό – πιο προικισμένος απ’ τη φύση – κουράζεται από αυτή τη συμβίωση και η διακοπή της σχέσης τους ήταν βίαιη. Ο Βερλαίν, που δεν άντεξε αυτό τον χωρισμό, έχασε τον έλεγχο του εαυτού του και πυροβόλησε τον φίλο του. Ευτυχώς ο τραυματισμός του Ρεμπό δεν ήταν σοβαρός.

 

Ο Βερλαίν δεν ήταν για τον Ρεμπό μόνο ένας στενός φίλος. Ήταν ακόμα  ο άνθρωπος που θα μιλήσει  στο αναγνωστικό κοινό για το ποιητικό έργο του Ρεμπό με τη σημαντική μελέτη  του πάνω στους Καταραμένους ποιητές ( Les Poètes Maudits ), που εκδόθηκε το 1884, καθώς και με τη συλλογή Ποιήσεις που δημοσιεύτηκε   το 1886 με έναν δικό του πρόλογο. Το 1873, τη χρονιά που ο Βερλαίν πυροβόλησε τον φίλο του,  δημοσιεύτηκε το κορυφαίο έργο του Ρεμπό Μια εποχή στην κόλαση. Πρόκειται για ένα κείμενο που δεν εντάσσεται πουθενά: ποίηση, μαρτυρία, αφήγημα, θεατρικός μονόλογος, φιλοσοφικό δοκίμιο, αυτοβιογραφία, χρονικό, εξομολόγηση, ασκητική, προφητεία. Μπορούμε να πούμε ότι είναι όλα αυτά, και τίποτα απ’ όλα αυτά.

Ο Ρεμπό είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την εικόνα που έχουμε σήμερα για τον επαναστάτη καλλιτέχνη. Σύμφωνα με τον Αλμπέρ Καμί, ήταν ο «ποιητής της εξέγερσης και  μάλιστα ο σημαντικότερος απ’ όλους». Ο Πωλ Βαλερί, μιλώντας για τη  λογοτεχνία, λέει: «Όλη η γνωστή λογοτεχνία είναι γραμμένη στην κοινή λογική, εκτός από εκείνη που έχει γράψει ο Ρεμπό». Τα άπαντα του Ρεμπό, που δεν καταλαμβάνουν  χώρο μεγαλύτερο από ένα βιβλίο τσέπης, κάνουν τον γύρο του κόσμου και γνωρίζουν τεράστια επιτυχία. Ο Ρεμπό είναι επίσης ο πατέρας της εσωτερικότητας, της υπερβολής και της σοφίας που χαρακτηρίζουν την ποίηση του 20ου αιώνα. Ο Χένρι Μίλερ, ο Μπέντζαμιν Φοντέιν, ο Υβ Μπονφουά και  ο  Ρενέ Σαρ ήταν φανατικοί θαυμαστές του. Ο Λουί Αραγκόν (πιο τρελός αυτός) τον προσκυνούσε σαν ιερή εικόνα. Ατέλειωτος είναι ο αριθμός των καλλιτεχνών που αποτίουν φόρον τιμής στον Ρεμπό. 0 Ernest Pignon, για παράδειγμα, γέμισε πριν από 40 περίπου χρόνια τους τοίχους του Παρισιού με το πορτρέτο του ποιητή, ενώ ο Hugo Pratt τον έκανε ήρωα του Κόμικ. Στίχοι του Ρεμπό χρησιμοποιήθηκαν σε προεκλογική καμπάνια του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Πάντως, όλες αυτές οι ανοησίες, τα αφιερώματα στη μνήμη του ποιητή, οι φανατισμοί και οι παθιασμένες συζητήσεις, ίσως να προκαλούν χαρά σε ορισμένους. Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό, όπως είπα και πιο πάνω, ότι ο Ρεμπό και το επαναστατικό του έργο δεν αποτελεί ιδιοκτησία κανενός. Το 1873, που δημοσιεύτηκε το έργο του Μια εποχή στην κόλαση, ο Ρεμπό έγραψε – σε ηλικία 19 ετών, σε ηλικία που  το ευλογημένο παιδί της Charleville έβλεπε ακόμα μερικές φορές «αυτό που ο άνθρωπος νόμισε ότι βλέπει» (ce que l’ homme a cru voir) – τις Εκλάμψεις (Les  Illuminations).

Η  επίδραση αυτής της επαναστατικής ποίησης ήταν, την επόμενη χρονιά που είδε το φως της δημοσιότητας, τεράστια. Είναι επίσης εκπληκτικό ότι ο Ρεμπό επηρέασε όχι μόνο ποιητές και συγγραφείς, αλλά και μουσικούς και καλλιτέχνες του χρωστήρα, που είδαν τη ζωή του ως αναπόσπαστο μέρος του έργου τους, όπως οι Πικάσο, Κοκτό, Γκίνσμπεργκ, Μπομπ Ντίλαν και Τζιμ Μόρισον. Μάλιστα για τον τελευταίο λέγεται ότι δεν πέθανε, αλλά ακολούθησε τα βήματα του Ρεμπό στην  Αιθιοπία και χάθηκαν τα ίχνη του.

Άφησα τελευταίο τον νομπελίστα ποιητή, τον Οδυσσέα Ελύτη, έναν ποιητή που όχι μόνο αγάπησε και μετάφρασε ποίηση του Ρεμπό, αλλά και πήρε κάτι από την εφηβική τόλμη της γλώσσας του, κάτι που δεν το έχουν προσέξει ως τώρα, κι ας το φωνάζει  ο ίδιος στα Ανοιχτά χαρτιά:  “ ελάχιστοι τότε, όλοι τους κατόπιν” ( σε αυτό το “ όλοι τους κατόπιν’’ υπήρξε πολύ έντιμος άνθρωπος ο Ελύτης για να εξαιρεί  τον εαυτό του) “διδάχτηκαν” στον Ρεμπό, “ τη λεγόμενη ‘αλχημεία του λόγου’”. Άλλωστε, είναι γνωστό το πάθος του Ελύτη για την ελληνική γλώσσα (Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου), που αρχίζει από τις  ‘αμμουδιές του Ομήρου’, περνάει στον βυζαντινό Ρωμανό και μετά  στους Επτανήσιους Κάλβο και Σολωμό, προτού φτάσει στις μέρες μας. Στα Ανοιχτά χαρτιά, ο Ελύτης λέει ακόμα για τον Ρεμπό: “ Να μιλήσεις για τον Rimbaud σήμερα είναι αναίδεια». Παρ’ όλα αυτά, του είναι αδύνατο να προσπεράσει αυτή την «αναίδεια» και το δηλώνει ξεκάθαρα: «Θα την ενασκήσω ανερυθρίαστα». Λέει λοιπόν ο ομότεχνος και συμπατριώτης της Σαπφώς, κι ας μη γεννήθηκε στη Λέσβο: «Χρειάζεται να καθαρίσει το κεφάλι μας από τις εννοιολογικές  διαστρεβλώσεις των καιρών μας για να δούμε πάλι τη ζωή πανοραμικά – και στερεοσκοπικά – ως  τ’ απώτατα βάθη της, ως τις πιο μακρινές κορυφογραμμές. Αλλά να τι ήθελα να πω: τη διαφάνεια, που μας είναι  απαραίτητη για  μια   τέτοια  ‘πολυδιάστατη όραση,’ αυτήν είναι που συγκατατέθηκε να μας δώσει ο νεαρός απόφοιτος του κολεγίου της Charleville, προτού μουντζώσει τη φυλή των γραφιάδων και πάει να μονάσει, με τον τρόπο του, στο αυχμηρό Harrar. Ποιος μας μίλησε για τη διαφάνεια αυτή, εννοώ την αρετή να βλέπουμε, διαβάζοντας  ένα στίχο, ταυτόχρονα όλα  τα στρώματα που μας συνθέτουν, μιας που, καλά ή κακά, ευρέθηκε να ‘μαστε πολύπλοκοι ; Τον είπαν τρελό – κι είναι το λιγότερο. Τον είπαν μυστικιστή, νεοχριστιανό, άθρησκο, αντάρτη, ακόμη και οργισμένο ή κομμουνιστή προτού υπάρξουν οι όροι. Τον είπαν δαίμονα ή άγγελο. Εδώ, σ’ αυτό το τελευταίο, αν μπορούσαμε ν’ αντικαταστήσουμε το διαζευκτικό  «ή» με  ένα σκέτο «και» θ’ αρχίζαμε να πλησιάζουμε την αλήθεια.

– Μα είναι αντιφατικό.

– Ε, ακριβώς γι΄αυτό ».

Δεν είναι μόνο στα Ανοιχτά χαρτιά που ο ποιητής θυμάται τον Αρθούρο Ρεμπό× τον θυμάται μια δυο φορές και στην ποίησή του, πράγμα που δείχνει ότι κάτι του άφησε μέσα του αυτό το ευλογημένο αλητόπαιδο από τη Charleville. Πολύ σωστά λέει ο Ελύτης ότι δεν είχε συνείδηση της μεγαλοφυΐας του. Διαφορετικά δεν θα εγκατέλειπε, σαρκάζοντας, την ποίηση  για τη φυγή της αυτοκαταστροφής του :

Μια βραδιά κάθισα την Ομορφιά ( την ποίηση μπορεί κανείς να τη  φανταστεί και ως Ομορφιά ) στα γόνατά μου – και τη βρήκα αφόρητη. – Και την έβρισα. ( Μια εποχή στην κόλαση ).

Στη φαντασία του έβλεπε χώρες μακρινές που τον περίμεναν με τα πλούτη τους, ενώ το ποιητικό του έργο ήταν γι’ αυτόν  μια χαμένη υπόθεση. Και όπως λέει ο Ελύτης: Οι φανταστικές αλήθειες φθείρονται πολύ πιο δύσκολα. (Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ).  Ποιος να του έλεγε πως αυτό που κυνηγούσε μάταια στις ξένες χώρες, το είχε αφήσει πίσω του  και ότι με αυτό θα επιβίωνε στη μνήμη των ανθρώπων× ή όπως το  λέει πάλι  ο Ελύτης : Ο Rimbaud επέζησε της Κομούνας όπως θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του Armstrong (στην ίδια συλλογή). Στην ίδια συλλογή θυμάται ακόμα ο Ελύτης το περίφημο σονέτο του Ρεμπό Φωνήεντα ( Voyelles ), που είναι μια σύλληψη  του ήχου σε χρώμα.

 

Ο ιδιος ο ποιητής λέει:  «Επινόησα το χρώμα των φωνηέντων! [….] και κολακεύτηκα ότι ανακάλυψα έναν ποιητικό λόγο προσιτό, μια μέρα, σε όλες τις αισθήσεις. Κράτησα για πάρτη μου τα δικαιώματα της μετάφρασης ( Jinventai la couleur des voyelles [….] et je me flattai dinventer un verbe poétique accessible, un jour ou lautre, à tous les sens. je rẻservais la traduction)», λέει ο Ρεμπό στη Μια εποχή στην κόλαση, επιβεβαιώνοντας αυτά που είπε ο Ελύτης γι’  αυτόν πιο πάνω. Στην ίδια λοιπόν συλλογή  γράφει ο Ελύτης σε μοντέρνο στίχο κάτι που παραπέμπει στο σονέτο Φωνήεντα, με μόνη τη διαφορά ότι χρησιμοποιεί και σύμφωνα:

Α- Λευκό ή κυανό, ανάλογα με τις ώρες και τη θέση των άστρων.

        Λ – Πραγματικά βρεγμένο. Ίδιο βότσαλο.

Γ—Το πιο ελαφρύ× που η αδυναμία σου να  το προφέρεις, δείχνει το

        βαθμό της βαρβαρότητάς σου.

          Ρ— Παιδικό και, μάλιστα, σχεδόν πάντοτε θηλυκού γένους.

          Ε— Όλο αέρα. Το πιάνει ο μπάτης.

Υ- Το πιο ελληνικό γράμμα. Μια Υδρία.

          Σ— Ζιζάνιο. Μα ο Έλληνας πρέπει κάποτε και να σφυρίζει.

                                                     *

Στον πρώτο στίχο του σονέτου Voyelles  ο Ρεμπό μας δίνει τα φωνήεντα και τα χρώματα που τους αντιστοιχούν:

A noir, E blanc, I rouge, U vert, O bleu: voyelles.

Ο  Jacques Genqoux λέει στο βιβλίο του Η συμβολική του Ρεμπό ( La Symbolique de Rimbaud ) ότι το φωνήεν Ο έχει το ελληνικό χρώμα και εκφράζει την τελειότητα του ελληνικού πνεύματος. Στην τέταρτη και τελευταία  στροφή του σονέτου ο Ρεμπό με το φωνήεν Ο προσπαθεί να εκφράσει, με τους δυο στίχους που αφιερώνει σε αυτό το φωνήεν,  τον κόσμο του Ομήρου:

                     Ο υπέρτατη Σάλπιγγα γεμάτη από παράξενους τριγμούς,

                    Σιωπές που διασχίζονται από Κόσμους και Αγγέλους.

                  (  Ο suprēme Clairon plein des striduers étranges,

                       Silences traversés des Mondes et des Anges. )

                                                      

Θα κλείσω αυτό το σημείωμα με λίγους στίχους από ένα σονέτο που έγραψα σε αρκετά νεαρή ηλικία. Και αυτό μόνο και μόνο γιατί αυτό το σονέτο γράφτηκε για τον Αρθούρο Ρεμπό (προστάτη άγιο των αλητών, θα λέγαμε σήμερα) :

 

ΑΛΗΤΕΣ (απόσπασμα )

Αλήτες ψευτοπρίγκιπες, πλοία παροπλισμένα,

                    Ήλιος σε λάκκου απόνερα είν’ το χαμόγελό σας

                   Και στάζει μες στη θύμηση λιμάνια καπνισμένα,

                   Βρόμικα και περήφανα, εικόνα κι είδωλό σας.

                   Στα καλντερίμια της ζωής σπαθιά ξεγυμνωμένα

                   Και στις βλαστήμιες, τις φωνές, το γέλιο το τρελό σας

                   Φαντάζετε φωνήεντα τ΄ Αρθούρου σκορπισμένα,

                  Κωδωνοστάσια της καρδιάς και καπηλειά της γλώσσας.

                                       ————————

             

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.