You are currently viewing Δημήτρης Μπαλτάς: Γιώργος Χ. Ζαχαρόπουλος, Αγρός αίματος, εκδόσεις Ο Μωβ Σκίουρος, 2024, σ. 48, ISBN 978-618-5476-48-9.

Δημήτρης Μπαλτάς: Γιώργος Χ. Ζαχαρόπουλος, Αγρός αίματος, εκδόσεις Ο Μωβ Σκίουρος, 2024, σ. 48, ISBN 978-618-5476-48-9.

Σκληρή τρυφερότητα και υπαρξιακός στοχασμός

σε μια ανεστραμμένη πορεία βηματισμού της ζωής

 

Μια πολύ ιδιαίτερη εμφάνιση στη σύγχρονη ελληνική ποίηση συνιστά η περίπτωση του Γιώργου Ζαχαρόπουλου, ο οποίος με διάθεση επαναπροσέγγισης και αποκατάστασης της εκκοσμικευμένης αλήθειας χρησιμοποιεί τη θρησκευτική σημειολογία, προκειμένου να ορίσει το πλαίσιο, στο οποίο εγγράφεται η ανθρώπινη υπόσταση σήμερα. Από το πρώτο ποίημα της συλλογής («Κοσμογονία», σ. 7), ο αναγνώστης σκοντάφτει στο δίλημμα: τι προσκυνούμε; Ποιο είναι το αντικείμενο της πίστης μας; Είναι το εικόνισμα ή το πρόσωπο; Πώς ορίζεται η σχέση του ανθρώπου με τη θρησκεία; Είναι μια σχέση που βασίζεται στην ανάγκη ή στον φόβο; Ο Θεός ευφραίνει ή τρομάζει τους πιστούς, που ευλαβικά μεταλαμβάνουν από τη σάρκα και το αίμα του;

 

Αυτά τα ερωτήματα που γεννά η ποίηση του Ζαχαρόπουλου, δεν έχουν κάποια τελεσίδικη απάντηση. Δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει τον ποιητή. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι άλλο. Τεχνουργώντας στίχους σκληρής τρυφερότητας περπατά στα βήματα μιας ανεστραμμένης πορείας, που δίνει την αίσθηση κάποιου που κατεβαίνει ανάποδα μια σκάλα υψωμένη στον ουρανό, ώστε να φτάσει στο σημείο μηδέν. Στο σημείο εκείνο που η πληγή άνοιξε και ανάβλυζε αίμα, που ο πόνος κατέλαβε το σώμα και τον νου μεταμορφώνοντας τον άνθρωπο.

 

Η ποίηση του Ζαχαρόπουλου εγγράφεται στο πλαίσιο ενός τελετουργικού, μιας σπονδής, όπου ο άνθρωπος προσφέρει το σώμα και το αίμα του, για να επουλώσει την πληγή του. Στην «Προμνησία» (σ. 8), το δεύτερο ποίημα του βιβλίου, επικρατεί η σήψη, μια μουσική απόκοσμη κι η κοπιώδης, βίαιη πορεία προς το άβατο της συγχώρεσης. Ο ποιητής μπήγει το μαχαίρι βαθιά μέχρι το μεδούλι και έτσι πορεύεται, πληγωμένος και κυρτός απ’ το βάρος του πόνου, προς τον βωμό της εξιλέωσης.

 

Κάποια στοιχεία που θέλω να επισημάνω παρενθετικά, καθώς προχωρώ στην ανάγνωση, έχουν να κάνουν τόσο με τη γλώσσα όσο και με την αισθητική των ποιημάτων. Πολλά από τα ποιήματα της συλλογής φέρουν για τίτλο τους μια σύνθετη λέξη, λ.χ. «κοσμογονία», «προμνησία», «επάνοδος», «ανάληψη», «απολογισμός». Επιλογή που δε θεωρώ τυχαία, αντιθέτως συνάδει με την ποιητική πρόθεση να επανανοηματοδοτήσει τα χνάρια που ερμηνεύουν τη ζωή και το πάθος του σύγχρονου ανθρώπου. Η γλώσσα του Ζαχαρόπουλου είναι λόγια σε πολύ μεγάλο βαθμό και παρεισφρέουν συχνά αρχαιοπρεπείς ή αρχαΐζουσες λέξεις και εκφράσεις, οι οποίες όμως εντάσσονται αρμονικά στο ποιητικό αφήγημα ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο του. Η αισθητική των ποιημάτων περπατά σε μονοπάτια μοντερνιστικά, ακόμα και υπερρεαλιστικά. Πάνω στην καμπούρα της μητέρας/ ξαπλώνουν τα σφαχτάρια («Σπονδή», σ. 10-11), Κουβαλώ μέσα στο στόμα μου/ έναν αχινό […] Σφίγγω το ακρωτηριασμένο σου/ χέρι έξω από την κουβέρτα («Mon frère», σ. 14), είναι μόνο κάποια παραδείγματα.

 

Αναπόσπαστα στοιχεία του ύφους του Ζαχαρόπουλου αποτελούν η λεπτή ειρωνεία, ο ήπιος σαρκασμός και το μαύρο χιούμορ, όπως στο ποίημα «Ανάπαυλα» (σ. 15) ή στο ποίημα «Ώρα τρίτη» (σ. 16-17), που το παραθέτω.

 

Με το φλεβοτόμο στο χέρι

χασμουριέται η

Παρθένος

με αίμα διαβαίνεις μονάχα, τα

κατώφλια ετούτα

– μας γάβγισαν οι ρώγες της

και φύγαμε πεινασμένοι

 

Μια λόγχη από δαντέλα

κεντρίζει το πλευρό του

 

περιμένουν καρτερικά την ουρά

στον Γολγοθά οι μεσσίες

κατά χιλιάδες

ένας πίσω από τον άλλον

με τον σταυρό επ’ ώμου

 

το επίσημο χαλί ποτίζει

λασπόνερα και ακαθαρσίες

σε κάθε βήμα

 

Δεν βρέθηκε εταίρα να

τους πλύνει τα πόδια

 

Ένα ακόμα βασικό στοιχείο της ποιητικής του Ζαχαρόπουλου είναι η αξιοποίηση μύθων και κλασικών κειμένων είτε νομιμοποιητικά είτε ανατρεπτικά. Θα αναφερθώ σε δύο παραδείγματα εκκινώντας με τη δεύτερη περίπτωση. Στο ποίημα «Κυδίππη», ο Ζαχαρόπουλος κάνει μνεία στο γνωστό από την αρχαία ελληνική μυθολογία περιστατικό με τους δυο γιους της ιέρειας της Αθηνάς. Το ποίημα όμως δομείται αποφατικά και καταλήγει με τον στίχο αργυρώνητο καρπώθηκα το δώρο της Θεάς. Ο θάνατος – η θεϊκή ανταμοιβή εδώ δε νομιμοποιείται ως δώρο αντάξιο του ποιητικού υποκειμένου που φαίνεται αδύναμο και ανίκανο.

 

Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο θάνατος στην ποίηση του Ζαχαρόπουλου είναι διαρκώς παρών, χωρίς όμως να είναι το ζητούμενο ούτε και το φόβητρο του ζωντανού ανθρώπου. Αντίθετα, το νεκρό σώμα, το θυσιασμένο σώμα, προσεγγίζεται με ευλάβεια και ευαισθησία, και ο θάνατος εν πολλοίς ως μια κατάσταση σύμφυτη με την ανθρώπινη υπόσταση με καλύτερο παράδειγμα τον στίχο: Εν τη γενέσει γειτνιάω με τον Άδη («Rendez-vous, σ. 20).

 

Το δεύτερο παράδειγμα μάς το δίνουν προοδευτικά τα ποιήματα «Νέκυια» (σ. 29) και «27» (σ. 38). Και στα δύο ποιήματα αξιοποιείται η κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη, προκειμένου να μιλήσει με τους νεκρούς (τους συντρόφους, τη μητέρα του, τον μάντη Τειρεσία και άλλους). Το επεισόδιο περιγράφεται στη λ ραψωδία της Οδύσσειας, γνωστής ως «Νέκυια». Στο πρώτο ποίημα, το ποιητικό υποκείμενο ξαποσταίνει στη σκιά του κρεμασμένου και ύστερα βλέπει του νεκρούς και ακούει ένα νανούρισμα αλλοτινό. Οι αισθητηριακές εικόνες προετοιμάζουν τον αναγνώστη για το τέλος:

 

αναλυγγιάζω στου καθένα την αγκάλη

μικρόν εκ μεγάλου

οι τρεις θανόντες με θυμοποιούν

 

Στο δεύτερο ποίημα, ο νόστος, ο επαναπατρισμός, απολήγει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί ο ποιητής, σαν άλλος Οδυσσέας, συναντά την ψυχή του Τειρεσία, ο οποίος ζητά να πιει αίμα, για να μιλήσει και να πει την αλήθεια. Την αλήθεια που θα επιτρέψει στον ποιητή να ολοκληρώσει τον νόστο του. Την επιστροφή του στη χοϊκή συνθήκη, εκεί που πέφτει το λάδι, το κρασί, το στάρι.

 

Η προετοιμασία του σώματος για τον θάνατο ξεκινά από τη γέννηση. Ο Ζαχαρόπουλος βρίσκει στη γέννηση την απαρχή των καλών αλλά και των κακών. Η γέννηση γονιμοποιεί το μίσος ενάντια στη ζωή («Γ2», σ. 26) και η μήτρα αντί να συμβολίζει τη γονιμότητα, συμβολίζει τον θάνατο, όπως στο ποίημα «Λευκή σελίδα» (σ. 28), που το παραθέτω.

 

Η μήτρα μου είναι ένας νεκροθάλαμος

 

τα στήθη μου στάζουν

                          μια θάλασσα ασβέστη

 

νωχελικοί και ράθυμοι οι μνηστήρες

χαζεύουν τη Μελανθώ

 

ενώ πασχίζω να βρω

                        ένα σάβανο να ξηλώσω

 

Από την ποίηση του Ζαχαρόπουλου δεν απουσιάζουν ο κοινωνικός σχολιασμός και ο ερωτικός λυρισμός, αν και υπαινικτικά και θραυσματικά δοσμένοι. Ο προσεκτικός αναγνώστης, εντούτοις, μπορεί να εντοπίσει ανάλογους στίχους, όπως: Ιδού ο πατερναλισμός ως κτέρισμα («Ὁρῶ», σ. 21) ή εικόνες διάχυτου ερωτισμού, όπου το ποιητικό υποκείμενο μεταλαμβάνει τον έρωτα με θρησκευτική ευλάβεια, όπως στο ποίημα «Άτιτλο» (σ. 32).

 

Φτάνοντας σιγά σιγά προς το τέλος, παρατηρώ ότι η ποίηση του Ζαχαρόπουλου ενέχει ενσώματη ενοχή. Ενοχή του ποιητικού υποκειμένου είτε για την αδυναμία του να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων είτε για την αγκύλωσή του, τον εγκλωβισμό του σε μια ληθαργική χρονική συνθήκη για την οποία ζητά συχώρεση. Στο ομότιτλο ποίημα, οι τελευταίοι στίχοι αφοπλίζουν: θεοστυγής, κείτομαι πρηνηδόν/ και/ κάθε σύθαμπο/ ἀπάγχομαι ή μαστάζω την άμμο της κλεψύδρας/ νωδός πασχίζω –γλιστράνε τα λεπτά στη/ γλώσσα […] και νά τώρα, αναπαύομαι ενεός δίπλα σου,/ για άλλη μια φορά ανάξιος των περιστάσεων («2/1», σ. 33).

 

Ο Αγρός αίματος πάλλεται από γνήσια και ανόθευτη υπαρξιακή αγωνία. Ο ποιητής περπατά αντίστροφα τη ζωή έχοντας για αφετηρία του τον θάνατο. Σ’ αυτήν την πορεία εκπληρώνει τον στόχο του – που, αποτελεί, άλλωστε, και τον στόχο του βιβλίου – να δει από κοντά, να ψαύσει τις αιμάσσουσες πληγές, όχι μόνο τις δικές του αλλά του σύγχρονου ανθρώπου, να τις ερμηνεύσει, να συμφιλιωθεί ή να συγκρουστεί μαζί τους, αλλά κυρίως να τις κατανοήσει, γράφοντας ποίηση που συγκινεί, που λειαίνει την τραχύτητα της ύπαρξης και μεταμορφώνει τους ασφυκτικούς χτύπους του ρολογιού σε αφειδώλευτες ανάσες σπαραγμού και λύτρωσης.

 

 

*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή Υπό καθεστώς ομηρίας (εκδόσεις Μετρονόμος, 2025).

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.