You are currently viewing Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου: «Ο γερομπασμένος»

Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου: «Ο γερομπασμένος»

Ταλαιπωρήθηκαν και οι δυο εκείνο το φθινόπωρο. Ο άμοιρος ο κόκορας περίμενε το τέλος του, δεμένος από το πόδι κάτω απ’ τη συκιά Κάθε μέρα, η δασκάλα που τον τάιζε πιστά, τον σήκωνε με το ένα χέρι για να δει αν «έπιασε ψαχνά» .Ύστερα, παρατηρούσε με λύπη τα ποδαράκια του. Το αριστερό του είχε αρχίσει να ατροφεί Τον φώναζε «ταμένο» —είχε τάξει να τον σφάξει όταν θα ερχόταν στο χωριό ο επιθεωρητής, ο Θεόδωρος Δούκας.  Από την έκθεση αξιολόγησης του εξαρτιόταν η προαγωγή της, ίσως και μια πολυπόθητη μετάθεση στα δικά της μέρη. Μισθός καλύτερος, σχολείο της προκοπής. Μα κυρίως, μια έξοδος. Η παρουσία του Δούκα είχε ριζώσει σαν αγκάθι στο μυαλό της. Τα όνειρά της έγιναν εφιάλτες και η πρωινή φωνή του κόκορα –το δυνατό «κουκουρίκου» του– έφερνε κάθε μέρα μαζί της τον ήχο της αξιολόγησης. Στον ύπνο της συχνά έβλεπε τον ίδιο τον επιθεωρητή. Την πλησίαζε αμίλητος, και τότε την έπιανε το γνωστό πλάκωμα – τη «μόρα», όπως την έλεγαν. Ανήμπορη, προσπαθούσε να του κρατήσει το σκουφί της, αλλά εκείνος το τραβούσε.

Κάθε πρωί, την ξυπνούσε το «Κουκουρίκουουου» του «ταμένου». Καθώς ο κόκορας κορδωνόταν, η αυλή γέμιζε με τα χρυσοκόκκινα και μωβ χρώματά του. Έτσι περνούσαν οι μέρες του φθινοπώρου, γεμάτες αναμονή και άγχος. Ώσπου έφτασε η μέρα της αξιολόγησης —και μαζί, η ώρα του κόκορα. Ήταν αρχές Νοεμβρίου του 1963. Ο ουρανός πάνω από την Πελεκανάδα ήταν βαρύς, σκοτεινός, κουμπωμένος με σύννεφα. Ένα κόκκινο άλογο έφτασε στο χωριό, φέρνοντας καβάλα τον Δούκα, ντυμένο με το γκρι κουστούμι και τη γκρενά γραβάτα του. Το πρωί έγινε η μικροσφαγή. Το μαχαίρι που έκοψε τον τρυφερό λαιμό του «ταμένου» βάφτηκε βαθιά κόκκινο. Κόκκινη σκουριά απλώθηκε γύρω, και η αιχμή του μαχαιριού στόμωσε και ακονίστηκε αμέτρητες φορές από την κυρά. Πριν το τέλος, ακούστηκε η φωνή του κόκορα, πέρα ως πέρα. Ματωμένη σιωπή σκέπασε την αυλή. Τα φτερά του «ταμένου» αρνιούνταν να πέσουν, παρά το καυτό νερό στο μαύρο καζάνι.

«Ήρθε ο γερομπασμένος», ψιθύριζαν τα παιδιά στο προαύλιο του σχολείου. Μικρόσωμος, φορώντας καπέλο και ματογυάλια με κορδονάκι, αλά Ξενόπουλο, με γκρίζα μαλλιά, κατέβηκε από το άλογο. Κοντοστάθηκε, πασχίζοντας να κλείσει τα στραβά του ποδάρια. Χαιρέτησε ψυχρά τη δασκάλα και τα παιδιά, ρίχνοντας μια απελπισμένη ματιά γύρω του. Άρχισε να γυροστρέφει —μάλλον έψαχνε την τουαλέτα. Η τουαλέτα ήταν υπαίθρια. Αντικρύζοντας ένα κιόσκι με πουρνάρια και καλαμωτά, βάδισε προς τα εκεί. Μπήκε μέσα, κοίταξε την μεγάλη τρύπα στο έδαφος και το άνοιγμα μπροστά, με απελπισία, προσπαθώντας να τα καταφέρει χωρίς να δώσει δικαιώματα. Όταν τελείωσε, προχώρησε με κορδωμένο βήμα προς την τάξη.

Οι μαθητές και οι μαθήτριες κοίταζαν από τα παράθυρα τα βουνά, τυλιγμένα σε δίχτυ βροχής. Ήθελαν να τρέξουν στην αυλή, μα η αξιολόγηση θα γινόταν μέσα στην τάξη, στο μάθημα της Βυζαντινής Ιστορίας. Το κεφάλαιο ήταν «Η Φραγκοκρατία». Ο Δούκας —όνομα και πράγμα— με ύφος αυστηρό, έκανε ερωτήσεις στα παιδιά, κοιτώντας λοξά τη δασκάλα. Μπράβο κανένα δεν ακούστηκε. Τα παιδιά, φοβισμένα, έψαχναν ο ένας τα μάτια του άλλου και μαζί τα μάτια της δασκάλας. Έκαναν νοήματα, αλλά άκρη δεν έβγαζαν. Ο επιθεωρητής χτυπούσε ρυθμικά το μολύβι του στο γραφείο, σούφρωνε τα χείλια σαν να δοκίμαζε κάτι κι έριχνε ερωτήσεις η μία μετά την άλλη. Μάταια τα παιδιά προσπαθούσαν να κερδίσουν την προσοχή του και τον καλό του λόγο. Ξαφνικά, ο επιθεωρητής στήλωσε το βλέμμα του στη δασκάλα για μια στιγμή. Έπειτα, στράφηκε αδιάφορα προς την τάξη και ρώτησε φοβερά: «Ποιον άλλον τίτλο θα δίνατε στο μάθημα;». Τα παιδιά τον κοίταξαν βουβά, μαρμαρωμένα. Κάποιοι ανέπνεαν βαριά, άλλοι δυσκολεύονταν να πάρουν ανάσα. Κανείς δεν μιλούσε. Μέχρι που ο Αναστάσης, δειλά, σήκωσε το χέρι του και είπε: «Οι Φράγκοι κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη, κύριε.»

Η απάντηση ήρθε άμεση και τραχιά: «Άντε πια, και με σκάσατε! Περιμένω τόση ώρα!». Έκανε κρύο το στομάχι του Δούκα και των παιδιών γουργούριζε. Η ώρα περνούσε αργά, αλλά εκείνος ονειρευόταν ήδη τον κόκορα στο πιάτο. Το μάθημα τελείωσε. Ο Δούκας, βλοσυρός, χαιρέτησε τα παιδιά και πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι όπου θα φιλοξενούνταν για τη νύχτα. Μπήκε στο άγνωστο, παγωμένο δωμάτιο του χωριάτικου σπιτιού.

Άρχισε να νυχτώνει. Το ψυχρό βράδυ έπεσε απειλητικό πάνω στο χωριό. Ο βοριάς σφύριζε μέσα στα σοκάκια, σαν μανιασμένο στοιχειό, ενώ ένα νυχτοπούλι δεν σταμάτησε να κρώζει όλη τη νύχτα. Ο κόκορας μπήκε στο τσουκάλι, και η φωτιά τρεμόσβηνε. Η δασκάλα φυσούσε και ξαναφυσούσε για να τη φουντώσει και να βράσει ο έρμος, αλλά η φωτιά παρέμενε αδύναμη και ο βρασμός αργούσε.  Ήθελε να διώξει τον φόβο που είχε μέσα της, ενώ ο θυμός μέσα της φούσκωνε.  Νύχτωνε. Ο αέρας και το σκοτάδι απλώνονταν πάνω από το χωριό και πάνω της.   Ο Δούκας κατέβαινε και ξανακατέβαινε στην κουζίνα, με μεγαλοπρεπές ύφος και πεινασμένος, για να δει τι γινόταν με τον κόκορα —τον είχε ζώσει η πείνα. Μιλούσε στυφά, κοιτούσε στο πάτωμα και δεν κοίταζε ποτέ τη δασκάλα στα μάτια όταν της μιλούσε. Στο τέλος, ακράτητος, ανακοίνωσε με στομφώδες ύφος και τη στυγερή διαύγεια της ψυχρής του ματιάς: «Εμείς στο σπίτι τρώμε νωρίς. Δεν επιτρέπεται να τρώμε αργά. Βλάπτει την υγεία!»

Το τραπέζι στρώθηκε. Ο Δούκας έφαγε και απόσωσε ήρεμα το κρασί του, έπειτα αποσύρθηκε στο δωμάτιό του. Του έβαλαν ένα μαγκάλι με πυρήνα από λιοκούκουτσα, για να ζεστάνουν τη σκληρή του καρδιά, μα παρόλα αυτά, ένιωθε σύγκρυο. Στο τσίγκινο φαράσι τοποθέτησαν κάρβουνα και γύρω γύρω τα ρούχα του, για να τα ζεστάνουν. Ο επιθεωρητής ζεστάθηκε. Ο κόκορας φαγώθηκε, αλλά η έκθεση δεν ήταν καλή!
Ίσως γιατί άργησε ο βρασμός του κόκορα ή ίσως… γιατί ο κ. Δούκας ήταν στραβόξυλο.

Ξημέρωσε. Του ετοίμασαν πρωινό — μια κατσαρόλα με καλοβρασμένο κατσικίσιο γάλα. Το ήπιε λαίμαργα, έβαλε ψωμί ζυμωτό και ρούφηξε το γάλα μέχρι τον πάτο. Η ομίχλη έπεφτε βαριά πάνω στους ελαιώνες, και ο φονικός άνεμος κρεμόταν απειλητικά πάνω από το χωριό. Το πρωινό αγιάζι ράπιζε τα μάγουλα, σαν φλογισμένη πνοή. Ο επιθεωρητής, με βήματα κωμικά, ανέβηκε στο κόκκινο άλογο και πήρε κατεύθυνση προς το διπλανό χωριό. Όλοι ένιωσαν ανακούφιση καθώς τράβηξε τα γκέμια, μα μόλις ξεκίνησε, το άλογο πάτησε με φόρα το τσουβάλι με τα φτερά του κόκορα — που είχε κρεμάσει η κυρά Μαρία σε μια συκιά και τα είχε παρασύρει ο αέρας. Ένα σύννεφο φτερών απλώθηκε στα μαλλιά, στο πρόσωπο και στο σώμα του, μαζί με μια κόκκινη σκόνη. Ο κ. Δούκας τυφλώθηκε καθώς τα φτερά του φτερούγιζαν στα μάτια του, άφησε τα γκέμια και σωριάστηκε φαρδύς πλατύς. Ένα βαθυκόκκινο φτερό καρφώθηκε στο μάτι του, κι ένα άλλο στα πισινά του αλόγου. Το άλογο τίναξε τα πόδια με δύναμη και εκτόξευσε τον Δούκα στο απέναντι χωράφι, γεμάτο αγριοσυκιές και φραγκοσυκιές. Το πρόσωπό του πήρε πελιδνό χρώμα θανάτου…

Η δασκάλα έμεινε ακίνητη στην αυλή, ενώ ο άνεμος σκόρπιζε τα φτερά του κόκορα σαν κόκκινη βροχή γύρω της. Μέσα της, η ταπείνωση που ένιωσε μετατράπηκε σε καυτή φωτιά που έκαιγε ασταμάτητα.
Ένα λοξό, σκληρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της, και τα μάτια της έλαμψαν με μια παγωμένη αποφασιστικότητα. «Μάχαιρα έδωσες… μάχαιρα θα λάβεις», ψιθύρισε με φωνή βαρύθυμη αλλά σταθερή.
Τα παιδιά την κοιτούσαν σιωπηλά· στα πρόσωπά τους ζωγραφίστηκε ένα μυστικό χαμόγελο, σαν να ένιωθαν ότι εκείνη η μέρα θα σημάδευε για πάντα τη ζωή τους.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.