You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, ένας μαγευτικός αφηγητής, ένας συγγραφέας του υπερφυσικού

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, ένας μαγευτικός αφηγητής, ένας συγγραφέας του υπερφυσικού

«Ήθελα να ελπίζω αλλά δεν είχα σε τι»

«Ήμουν αυτό που η Καμπάλα ονομάζει ‘γυμνή ψυχή’ – μια ψυχή που έχει αναχωρήσει από ένα σώμα και περιμένει να μπει σ’ ένα άλλο» [ταξιδεύοντας για την Αμερική]

«Ο Θεός είναι και αρμονία και δυσαρμονία μαζί. Αντιφάσκει προς τον εαυτό Του […] Εάν δεν ερχόταν σε αντίφαση προς τον εαυτό Του, θα ήταν ένας Θεός παγωμένος, ένα άπαξ και δια παντός τέλειο ον, όπως Τον περιγράφει ο Σπινόζα[…] Ο Θεός είναι αιωνίως εν τη Γενέσει»

«[Ο Θεός] αν όντως υπάρχει, τότε είναι μέγας κωμικός. Όλος ο κόσμος  είναι μια μεγάλη φάρσα

 

 

 

Στο περιβάλλον όπου ανατράφηκε ο Σίνγκερ, ο Θεός δεν ήταν μια έννοια θεωρητική αλλά μια καθημερινή, ζωντανή παρουσία. Για την ύπαρξη του Θεού ο Σίνγκερ δεν έχει ποτέ αμφιβολίες. Ωστόσο, από μικρό παιδί κιόλας, αδυνατεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο Θεός αφήνει αθώα πλάσματα να βασανίζονται χωρίς να έχουν κάνει τίποτα κακό. Πώς γίνεται ένας καλός και παντοδύναμος Θεός, που έφτιαξε τον κόσμο κατά τη βούλησή Του, να επιτρέπει μια τέτοια αδικία;

 

Ψάχνοντας για απάντηση, ο Σίνγκερ στρέφεται στη φιλοσοφία, στην επιστήμη, στο μυστικισμό, στη λογοτεχνία. Μέχρι που σιγά – σιγά η απάντηση που φοβόταν του φανερώνεται: τον κόσμο όντως τον έφτιαξε ο Θεός· μόνο που ο Μεγαλοδύναμος είναι ένας Θεός μοχθηρός, που διψάει για αίμα και χαίρεται με τον πόνο των αδύναμων· ο κόσμος είναι ένα σφαγείο φτιαγμένο από έναν στυγερό Δημιουργό.

Μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο ο Σίνγκερ δεν μπορεί να υπάρξει. Ζει σαν εξόριστος, χωρίς κίνητρο, χωρίς φιλοδοξίες, ένας ζωντανός νεκρός που απλώς λαθροβιώνει. Παραδίνεται στους δαίμονες του κόσμου αυτού, με πρώτο και κύριο τον δαίμονα του έρωτα. Κάνει είδωλό του τη λογοτεχνία, μέχρι που κι αυτή την εγκαταλείπει φτάνοντας στην Αμερική. Σέρνεται τρομαγμένος, ανήμπορος αλλά μονίμως εξεγερμένος, παρατηρώντας τον κόσμο να οδεύει προς την καταστροφή, χωρίς ποτέ να θρηνεί, μα αντίθετα γελώντας βουβά με τη φάρσα τη ζωής.

Τα τρία τελευταία κεφάλαια ή ακριβέστερα οι τίτλοι τους και μόνο, επιβεβαιώνουν στο ακέραιο το περιεχόμενο του  οπισθόφυλλου της αυτοβιογραφικής τριλογίας με τον εύγλωττο τίτλο Έρωτας και Εξορία  που παρέθεσα πιο πάνω:

ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΓΟΡΙ ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΑΝΤΡΑΣ ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

ΧΑΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Αν και ο Θεός απουσιάζει από τον τίτλο της αυτοβιογραφίας , ωστόσο η ύπαρξή του ή η αμφιβολία για την ύπαρξή του, η αναζήτηση του και η ουσία του είναι όλα διαρκώς παρόντα σ’ αυτήν που ο Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ έγραψε σε μεγάλη ηλικία, λίγο πριν βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο πατέρας του λέει ο Σίνγκερ, στην εν λόγω τριπλή αυτοβιογραφική διήγηση, μιλούσε για τον εαυτό του «όταν είχε πιεί λιγάκι. Και νομίζω πως εκείνη ήταν η πρώτη που εγώ, ως γιος του, ένιωσα την παρόρμηση να γίνω συγγραφέας».

Η παρόρμηση αυτή που έγινε πραγματικότητα ήταν περισσότερο καταφυγή παρά μια φιλοδοξία  να γίνει άξιος να μιλήσει στον κόσμο για τα αδιέξοδά του ή για τον κόσμο από τον οποίο προερχόταν, τον κόσμο των εβραϊκών κοινοτήτων της Ανατολικής Ευρώπης. Πίστευε άλλωστε πως «όλα είναι μάταια, και το γράψιμο και όλα τα συναφή». Αρκεί να το κάνει κανείς καλά.

Κράτησε πάντα στη συνείδησή του την κουβέντα που είχε πει ο Τσέχωφ για κάποιον Ρώσο συγγραφέα πως «του έλειπε εκείνη η αμφιβολία που κάνει τα μαλλιά του ταλέντου να γκριζάρουν».

Διαβάζοντας άπληστα – μέσα σ’ ένα σπίτι όπου ο πατέρας του ήταν χασιδιστής ραβίνος και η μητέρα του κόρη ραβίνου καταγόμενη από μυστικιστικό ιουδαϊκό κίνημα κι ο μεγαλύτερος αδελφός που θαύμαζε έγινε γνωστός συγγραφέας – από τις Γραφές, το Ταλμούδ και την Τορά  Εβραίους και Εθνικούς συγγραφείς τον Σπινόζα, τον Σαίξπηρ, τον Ντοστογιέφσκι και τον Γκόγκολ, τον Φλωμπέρ, τον Μωπασάν, τον Χάμσουν, τον Στρίντμπεργκ, τον Τουργκένιεφ και τον Τολστόι  που τον επηρέασαν αποφασιστικά, προσπαθούσε να λύσει το μυστήριο του κόσμου για να φτιάξει το δικό του έργο. Έτσι ώστε να μη μείνει ένας γοητευμένος αναγνώστης της λογοτεχνίας ή να μην επαναλαμβάνει το λογοτεχνικό σύμπαν των άλλων. Έπειτα ομολογούσε πως δεν τον ικανοποιούσαν τα έργα των ινδαλμάτων της εποχής: του Ρολάν Μπαρτ, του Τόμας Μαν και άλλων.

Στον Σίνγκερ που διαφοροποιήθηκε θεματικά και υφολογικά αλλά και γλωσσικά, αφού έγραψε όλα τα έργα του στα γίντις, από άλλους ομότεχνους Εβραίους και μη συγγραφείς τον μάγευαν οι υπερφυσικές, παραφυσικές ιστορίες με φαντάσματα, τελώνια, βρικόλακες, δαιμόνια και κάθε λογής υπερφυσικά όντα.

Ο Σίνγκερ, κατά τον μεταφραστή του Γκίμπελ ο σαλός και μελετητή του Βάιο Λιαπή, «αντιπαραθέτει στις πολυδαίδαλες ψυχολογικής τάξεως  λεπτολογίες τους ρεαλισμού και του μοντερνισμού την καθαρότητα της απέριττης εξιστόρησης, στην οποία η διαδοχή των συμβάντων και η η δράση  των προσώπων παρουσιάζονται μπροστά στα μάτια μας σαν φαινόμενα εν τω γίγνεσθαι, χωρίς τα δεκανίκια οποιασδήποτε ψυχολογικής ερμηνείας».  Ο Σίνγκερ είναι απλά ένας μαγευτικός αφηγητής, ένας παραμυθάς που δεν υποδύεται τον ψυχαναλυτή.

Τις ιστορίες του τις κατοικούν  άνθρωποι με σάρκα και οστά, που πασχίζουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ηδυπάθεια και στη δοκιμασία, ανάμεσα στη βεβήλωση και στην αγιοσύνη, ανάμεσα στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης και στις επιταγές του ιουδαϊκού Νόμου.

 

«Κάποτε είπα σε κάποιον που μου έπαιρνε συνέντευξη ότι οι περισσότεροι σπουδαίοι συγγραφείς έχουν μια περίεργη παιδιάστικη έκφραση στο πρόσωπό τους, κι ότι αυτό είναι ακόμα πιο έντονο σ’ όσους γράφουν φανταστικό. Είναι πιο φανερό, ίσως, στο πρόσωπο του Ρέι Μπράντμπερι, που διατηρεί πολύ έντονα την όψη του αγοριού που υπήρξε κάποτε στο Ιλινόις – το πρόσωπό του έχει ακόμη αυτή την απροσδιόριστη έκφραση, παρά τα εξήντα και βάλε χρόνια του, τα γκρίζα του μαλλιά και τα χοντρά γυαλιά του. Ο Ρόμπερτ Μπλοχ έχει πρόσωπο φαρσέρ της έκτης, του Κλόουν της Τάξης, ξέρετε, αν κι έχει περάσει τα εξήντα είναι το πρόσωπο του πιτσιρικά που κάθεται στη γαλαρία στην τάξη –τουλάχιστον ώσπου να τον βάλει ο δάσκαλος μπροστά, κάτι που συνήθως δεν αργεί να συμβεί– και κάνει τσιριχτούς ήχους πάνω στο θρανίο με τις χούφτες του. Ο Χάρλαν Έλισον έχει πρόσωπο σκληρού πιτσιρικά της φτωχογειτονιάς, με αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε τις πιο πολλές φορές να είναι καλός, αλλά ικανός παρ’ όλα αυτά να σε γαμήσει άμα του τη φέρεις.

»Ίσως όμως η έκφραση που προσπαθώ να περιγράψω (ή κάπως να τη δείξω, γιατί στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να την περιγράψεις) είναι πιο φανερή στο πρόσωπο του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, που, ενώ θεωρείται “σοβαρός” λογοτέχνης από το κριτικό κατεστημένο, έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του στην απαρίθμηση διαβόλων, αγγέλων, δαιμόνων και ντιμπούκ. Πιάστε ένα βιβλίο του Σίνγκερ και ρίξτε μια καλή ματιά στη φωτογραφία του συγγραφέα (μπορείτε επίσης να διαβάσετε το βιβλίο όταν τελειώσετε με το κοίταγμα της φωτογραφίας του, εντάξει;). Είναι το πρόσωπο ενός γέρου, αλλά αυτό είναι μια επιφάνεια τόσο λεπτή που από μέσα της θα μπορούσες να διαβάσεις εφημερίδα. Το αγόρι είναι αποκάτω, αποτυπωμένο πολύ καθαρά στη φυσιογνωμία του. Στα μάτια του κυρίως, που είναι νεανικά και διαυγή».

Τάδε έφη Στήβεν Κινγκ στον Μακάβριο χορό, το βιβλίο του για το «φανταστικό» από το 1950 ως το ’80, και να δυο κουβέντες του ίδιου του Σίνγκερ για την τέχνη του, παρμένες από την έξοχα μεταφρασμένη και υπομνηματισμένη Σώσα, από το επίμετρο του μεταφραστή Μιχάλη Πάγκαλου:

«Γιατί δεν βυθίζουν το βλέμμα τους [οι μοντερνιστές συγγραφείς] στον ανθρώπινο ωκεανό που τους περιβάλλει και που αναδεύεται από εκατομμύρια ιστορίες και πράγματα εντελώς νέα; Αυτός είναι ο τόπος από όπου αντλώ τις εμπειρίες μου: το εργαστήριο της ανθρωπότητας και όχι ένα κομμάτι χαρτί […] Αυτός που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για το ύφος του δεν ανακαλύπτει τίποτε. Το χρυσωρυχείο του αληθινού συγγραφέα είναι ο εξωτερικός κόσμος, με τους μετασχηματισμούς του, τις περιπλοκές του, τα τόσο ετερόκλητα πρόσωπά του, τους ανθρώπους με τα πάθη, τις τρέλες, τα λάθη, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις τους, προπαντός στο ζήτημα του έρωτα. Ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μπαλζάκ, ο Ντίκενς και ο Γκόγκολ δεν περνούσαν τον χρόνο τους γράφοντας για τον εαυτό τους».

Τα σχεδόν νεκρά γίντις είναι λοιπόν η μόνη γλώσσα που μπορεί να ζωντανέψει τούτον τον νεκρό κόσμο, και στο κέντρο του, αθώα ψυχή του, είναι η ίδια η Σώσα, η γυναίκα που ’χει μείνει παιδί, που δεν μπορεί να κάνει παιδιά γιατί είναι «στενή», που παίζει με τις σκιές και μιλάει με τους νεκρούς, και οι άλλοι τη νομίζουν για καθυστερημένη γιατί έχει κάθε λογής παιδιάστικες απορίες, σαν να μην μπορεί να καταλάβει ως και τα στοιχειώδη από τον κόσμο των ενηλίκων. [για το μυθιστόρημα Σώσα].

Όσο για την ερωτική του ζωή αυτή ήταν άνω κάτω. Είχε ένα σωρό ερωμένες αλλά κοκκίνιζε όταν του γνώριζαν κάποια γυναίκα. Παρέμεινε ένας «συνεσταλμένος τυχοδιώκτης».

«Έκανα πράγματα για τα οποία ντρεπόμουνα. Είχα ένα σωρό ερωτικά μέτωπα. Όλες οι ερωτικές μου ιστορίες ξεκινούσαν εντελώς χαλαρά αλλά πολύ γρήγορα σοβάρευαν και με οδηγούσαν σε αμέτρητες απάτες και μπερδέματα. Τον έρωτα τον έκλεβα και πάντα πιανόμουν στα πράσα παγιδευμένος από τα ίδια μου τα ψέματα και διαρκώς αναγκαζόμουν να βρίσκω δικαιολογίες, να δίνω υποσχέσεις και να παίρνω όρκους που ήταν αδύνατον να τηρήσω. Τα θύματά μου με έλουζαν με αισχρούς χαρακτηρισμούς, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται δεν έβρισκαν τις προδοσίες μου αρκετά αποκρουστικές ώστε να με διαγράψουν μια και καλή», γράφει στην αυτοβιογραφία του.

 

Ο Isaac Bashevis Singer (1903[;]–1991) γεννήθηκε στην Πολωνία, σε ­ραβινική οικογένεια. Στράφηκε από νωρίς στη λογοτεχνία, γράφοντας στα γίντις, τη γλώσσα των Ασκεναζί Εβραίων. Το 1935 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου συνέχισε να γράφει στα γίντις, έπειτα από μια μακρά περίοδο εσωτερικής κρίσης και απόσυρσης από τη λογοτεχνία. Από τη δεκαετία του ’50 τα έργα του άρχισαν να μεταφράζονται στα αγγλικά. Το 1970 και το 1974 κέρδισε το αμερικανικό National Book Award, και το 1978 το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

 

Τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, διαποτισμένα πάντα με μια ατμόσφαιρα υπερφυσικού, απαθανατίζουν τον χαμένο κόσμο των εβραϊκών στετλ αλλά και τη ζωή των Εβραίων μεταναστών στην Αμερική.

 

Σημείωση: παραθέματα άντλησα από τα: Γκίμπελ ο σαλός κ.ά. διηγήματα, μτφρ., Βάιος Λιαπής, Κίχλη, 2022 και Έρωτας και Εξορία, αυτοβιογραφική τριλογία, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Δώμα, 2022

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.