Οι λέξεις, η γλώσσα που αρθρώνουμε, που εκφραζόμαστε, που γράφουμε αποτελούν τμήμα του σύμπαντος, των εποχών, της φύσης. Του εαυτού μας ασφαλώς· και όχι μόνο του πνευματικού αλλά και του σωματικού, αυτό θέλω να πω εδώ. Του τρόπου που κινούμαστε, στεκόμαστε, ακινητούμε, όταν σκεφτόμαστε τις λέξεις που σκεφτόμαστε. Του τρόπου που καθόμαστε, που κρατάμε το μολύβι, του τρόπου που τα δάκτυλά μας ακουμπούν στα πλήκτρα του υπολογιστή όταν γράφουμε τις λέξεις αυτές που γράφουμε.

Η κάθε λέξη έχει τη δική της βαρύτητα, αλλά σπάνια έχει αυτοδιάθεση, αυτονομία. Υπάρχουν λέξεις που εκπίπτουν στη φτήνια, ποτέ όμως από δικό τους φταίξιμο, με ευθύνη πάντα του ομιλώντα, του γράφοντα. Υπάρχουν λέξεις καταδίκες, στείρες σαν το άγγιγμα του Μίδα και λέξεις γλυκές που λιγώνουν ακόμα περισσότερο αν τις γλυκοπροφέρεις.
Κάτι που βέβαια αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν δύο γραπτά -για τον έρωτα, τον θάνατο, για την παιδική ηλικία, για το γήρας, για την κηπουρική, για το μαγείρεμα, για οτιδήποτε ανθρώπινο και μη τέλος πάντων- που να είναι ίδια. Οι λέξεις διαμορφώνονται, σφυρηλατούνται βαθιά, στα σκοτεινά, πλάθονται μες στα σωθικά μας, στις διεργασίες των ζωτικών μας οργάνων. Αλλιώς στη λύπη, αλλιώς στη χαρά, αλλιώς στον σπαραγμό μας. Αλλιώς όταν νοσούμε, αλλιώς όταν σφύζουμε από υγεία, αλλιώς όταν ζούμε μια καθημερινή ημέρα, αλλιώς όταν κεραυνοβοληθούμε από τον έρωτα.
Εκεί μέσα εν τω βάθει, μαζί με το αίμα, την τροφή που έχουμε πάρει και το στομάχι μας επεξεργάζεται, ανάλογα την εποχή του χρόνου, την ώρα της μέρας, οι λέξεις γίνονται ενέργεια που άλλοτε ρέει αβίαστα γεμάτη ζωή και άλλοτε είναι πηχτή κρατώντας και εμάς κολλημένους, αβοήθητους εκεί στον πάτο. Οι λέξεις τριγυρνάνε στους διαδρόμους του νου, περνάνε απ’ το ένα αυτί, κι άλλοτε βγαίνουν απ’ το άλλο, άλλοτε πάλι μένουν εκεί σαν τραγούδι αηδονιού και μαζεύουν κι άλλες γύρω τους και κάνουνε ένα γύρο και χορεύουν σε ρυθμό αρμονικό, τζαζίστικο, ροκ, δημοτικό, τι θες… Κι άλλοτε πάλι βγαίνουν στριγγλίζοντας, ερινύες του χειρότερου εφιάλτη μας που σπάνε τα τζάμια της ψυχής.
Και εκβάλλονται σαν σφαίρες και γίνεται μακελειό, και πονάνε κι αυτές και οι γύρω τους, και ‘συ μαζί τους. Και άλλοτε πάλι πέφτουν στο μποστάνι σου σιγανή ποτιστική βροχή και χαϊδεύουν τα νεαρά βλαστάρια, ξεπλένουν τα δέντρα και παίζουν πιάνο πάνω στις νερολακούβες, συντονίζονται με το κύμα και προσεύχονται μαζί του, κι άλλοτε πάλι βρίζουν ό,τι υπάρχει, ό,τι υπήρχε και θα υπάρξει, καταριούνται ολόκληρη την πλάση. Ο θόρυβος που κάνουν βγαίνοντας, ακουμπώντας το γραπτό είναι πάντα διαφορετικός- πότε μουσικός, πότε κακόφωνος και κραυγαλέος.

- Daniela Iride Murgia, illustration from her book Max Ernst, the Birdman
Οι λέξεις, η γλώσσα είναι το μόνο που θα διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα όντα αυτής της γης· και το οποίο δικαιώνει, κατά κάποιον τρόπο, την ύπαρξη του ανθρώπου, κατά τα άλλα θηριωδέστερου όλων των θηρίων. Είναι η γλώσσα που μετουσιώνει σε λέξεις, στη μαγεία της ομιλίας και της γραφής, το τραύμα της γέννησης, το αλάτι στην ανοιχτή πληγή της ζωής, τον τρόμο του θανάτου, το δέος ενώπιον της ανυπαρξίας. Είναι μ’ αυτές που ο άνθρωπος κτίζει καθεδρικούς που στον απόηχό συρρέουν προσκυνητές στην μοναδική αυτή θρησκεία που κλώθει εμπειρίες, αναμνήσεις και σύμβολα. Είναι λέξεις ποταμοί με μυριάδες παραποτάμους, λέξεις με πανίσχυρο ριζικό που ξεγελά τον χρόνο. Είναι θύσανοι παράξενων ποικιλιών, κουπάκια με μπομπόνια και γιασεμιά που μεταλαμπαδεύουν την αγνότητα του Σολωμού, την πίστη του Παπαδιαμάντη, τη σκοτεινή μελαγχολία του Πόου, τη λυρική τόλμη του Κάλβου.
Οι λέξεις μας, η αλληλουχία τους, η αλληλεπίδρασή τους, συνδέεται με τον ήλιο, τα σύννεφα, το σκοτάδι, τους καιρούς, τον καιρό, τη θάλασσα, τη σκόνη. Με τους ήχους που ακούμε, με τη σιωπή. Με την πόλη όπου ζούμε, με τους χώρους όπου κινούμαστε, με τα λιβάδια όπου βαδίζουμε στα όνειρά μας. Με τις μυρωδιές, με την πείνα, με τη δίψα, με τα καλά και τα δύσκολα που φέρνει η ηλικία στο σώμα μας. Ακουμπάνε στο γραπτό μ΄ ένα θρόισμα σαν το φίδι ανάμεσα στα χορτάρια που ελίσσεται αθέατο ώσπου να σηκώσει το κεφάλι και τη διχαλωτή ιοβόλα γλώσσα του. Κι άλλοτε πάλι, καθώς μεγαλώνουμε και αξιωθούμε να γίνουμε αυτό που πάντα θέλαμε να είμαστε, οι λέξεις κυλάνε τρυφερά, ή με πάθος αβίαστο, λείο και λαμπερό σαν τη γούνα της γάτας.

-
Η λίστα για ψώνια που έδωσε ο Μιχαήλ Άγγελος στον υπηρέτη του. Πλάι στη γραφή προσθέτει και το σχήμα, γιατί ο υπηρέτης του δεν ήξερε γράμματα
Και αφού όλα αυτά συνδέονται με εμάς –ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούμε, και ίσως σε ένα μεγάλο βαθμό, ακριβώς επειδή δεν το συνειδητοποιούμε– οι λέξεις διαμορφώνουν τη γλώσσα μας, τη γλώσσα με την οποία εκφραζόμαστε στην κάθε δεδομένη στιγμή.
Η λέξη και ο ήχος της, το αποτύπωμά της πάνω στο χαρτί, παίρνει κάτι από την ένταση των χεριών καθώς τη γράφουν, παίρνει κάτι από την υφή, την όψη, τις ιδιότητες που περιγράφει, που αποτυπώνει, κάτι από το συναίσθημα που εκφράζει. Οι λέξεις είναι ήχος, είναι εικόνα, είναι πτερόεντα, είναι μαχαίρια, είναι λαβίδες, είναι εμβρυουλκοί δύσκολων τοκετών.
Οι λέξεις είναι ύλη, είναι εγγραφή εγκεφαλική, είναι DNA, είναι άρρηκτος δεσμός με τους προπάτορες, με τη γη και τους καρπούς της, με τη γη και τα δεινά της.
Και είναι γι’ αυτό που οι λέξεις στα χέρια του ικανού ποιητή/συγγραφέα/γραφιά μπορούν και φτιάχνουν μια γλώσσα βαθύτερη, αρχαιότερη από τις λέξεις αυτές καθεαυτές.

-
στην ανωτέρω εικόνα βλέπετε ένα σημειωματάριο που περιέχει πληροφορίες για τον Fick Jean Born, με ημερομηνία 23-11-1876. Ο συγγραφέας του φαίνεται ότι είναι στρατιώτης και γράφει από το νοσοκομείο. 13.10.1898 – 13.9.1900. πόλεμος 13.10.1898 – 13.9.1900. κατάσταση υγείας: τραυματίας. το ημερολόγια μοιάζει να έχει γραφτεί σε κώδικα και περιέχει σύμβολα που ο Fick προσέθετε καθημερινά καταγράφοντας επιπλέον ότι συνέβαινε γύρω του. Σε μια σελίδα οι ερευνητές βρήκαν σημειώσεις για το φεγγάρι, τη βροχή, τον κήπο, κάποια δέντρα που είχε τσακίσει η θύελλα. Κάπου αλλού υπάρχουν πιο προσωπικές σημειώσεις που αφορούν τη γέννησή του, το πότε υπηρέτησε κατά τη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, για τον γάμο και τις ημερομηνίες γέννησης των παιδιών του. το σημειωματάριο αποτελεί ένα μυστήριο που ακόμα δεν έχει απαντηθεί. κανείς δεν ξέρει ποιος ήταν ο στρατιώτης Fick Jean Born. μόνο στο εξώφυλλο γράφει: Fick Jean Born mondieu] ambassador N. 23
Ποιος έχει καταφέρει να έρθει σε επαφή με αυτή την αρχαία γλώσσα, του βάθους των λέξεων, που πιάνει το νήμα από την απαρχή κι ακόμα πιο πέρα, μ’ αυτή τη γλώσσα που ψιθύριζε η βροχή αλλάζοντας υφή στο χώμα, κάνοντάς το λάσπη, που ούρλιαζε ο άνεμος μες στα κλαριά, πριν ακόμα ο άνθρωπος σχηματιστεί από τις βενθικές πηγές, πριν σταθεί στα δυο του πόδια και ακουμπήσει τον δείκτη με τον αντίχειρα και πιάσει το όπλο από κοφτερό οψιδιανό, και χτυπήσει δύο πέτρες μεταξύ τους και βγάλει την πρώτη σπίθα κι ανάψει για πρώτη φορά φωτιά επί της γης.
Ποιος ξέρει τη γλώσσα εκείνη που έψαλλε το χιόνι λιώνοντας πάνω στον βράχο και τον έκανε λείο; Ποιος τον βρυχηθμό της φωτιάς που φουντώνει πάνω στα ξερόκλαδα και τινάζεται, μάγισσα κακιά καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα της; Ποιος όλους τους ήχους της θάλασσας, τον τρυφερό φλοίσβο, το βρυχηθμό του θεόρατου κύματος της καταιγίδας;
Ποιος ψέλλισε πρώτος τη λέξη Δέντρο, με το Δέλτα, την Πόρτα αυτή στα φοινικικά, να βγαίνει με τη γλώσσα ανάμεσα στα δόντια, να ψιθυρίζει μαζί με τις φυλλωσιές, να σκάβει με τις γερές του ρίζες ως την κατάληξη του Ο, σαν ανορθόγραφο, τόσο θαυμαστικό.
Ποιος φώναξε με δέος τη λέξη Ήλιος, με ήχο τόσο ανοιχτό όσο ο θαυμασμός του, όσο το τσούξιμο του εγκαύματος;
Ποιος αγγίζοντας το σώμα του συνανθρώπου του συσπάστηκε με πόθο και ψέλλισε πρώτος τη λέξη Έρωτας, ποιος κοιτώντας τον βυθό στα μάτια του παιδιού του είπε πρώτος τη λέξη Αγάπη;
O Bob Dylan από την άλλη έχει διάφορα να μας πει για την ονοματοδοσία των ζώων από τον άνθρωπο. Ακούστε Man Gave Names to All the Animals. Θα σας το τραγουδήσει, θα το δείτε και με υπότιτλους.
Μιλάμε για μια γλώσσα που καταγράφει ιδέες, έννοιες, σκέψεις, μνήμες, που κατασκευάζει περίτεχνα σχέδια απόδρασης για να μας παρασύρει μαζί της. Που τακτοποιεί όσα εμπεριέχει ο νους και η ψυχή και
που, μαζί με το συλλογικό και το ατομικό ασυνείδητο, μαζί με το βίωμα, τη στάση ζωής του καθενός που αποτυπώνει, μεταφέρει τη διάθεση της στιγμής. Την ιστορία που τελικά γινόμαστε όλοι μας, την Ιστορία, την ιστορική συνείδηση που συνδέει τον άνθρωπο με μια σειρά πανανθρώπινων εικόνων. Με το ανθρώπινο πεπρωμένο.
Το ασαφές νόημα της ζωής όπου ο ποιητής κάποτε μοιάζει να κυνηγάει την ουρά του καταγράφοντας τις λέξεις, την εγγαστριμυθία του ανείπωτου, τη σιωπηλή του αγωνία στην προσπάθεια να κατακτήσει ένα φάντασμα, αυτό της διαφεύγουσας γλώσσας. Μιας γλώσσας που, αντί να ρίχνει, φως ρίχνει σκιά. Που αποτελεί ένα ψέμα, μια εμπειρία που δεν μεταβιβάζεται, έναν χώρο σκηνοθεσίας που μοιάζει ξένος.
Την εικόνα μιας κοινωνίας που έχει μάθει να σκέφτεται, να μιλάει, να γράφει ρηχά, πρόχειρα.
Και έρχεται τώρα ο άλλος ποιητής (χρησιμοποιώ τη λέξη ποιητής με την έννοια αυτού που ποιεί, του δημιουργού), ο μάστορας που, σε μια θαυμαστή κυοφορία ανακαλύπτει, αποκαλύπτει, με τον του Λόγο του, όλο το μεγαλείο της ζωής με τις λέξεις που επιλέγει, με το νόημα και με τον τρόπο που τις παραθέτει τη μία δίπλα στην άλλη. Πλάθοντας στην περίπτωση αυτή, με την πρακτική της γραφής, ένα πεδίο παράξενης ηδονής. Μεταμορφώνοντας, όπως στα παραμύθια που διαβάζαμε μικρά με τα όντα που μια κακιά μάγισσα να μεταμόρφωσε σε ποντίκια, και μια καλή νεράιδα σε πυγολαμπίδες, τη γλώσσα που γίνεται μια λίμνη απόλαυσης, ένα χιλιόφιλο τριαντάφυλλο, ένας βιολιστής του Chagal που στον ήχο του λικνίζεται στους ουρανούς το ερωτευμένο ζευγάρι. Μια βαθιά βελούδινη πολυθρόνα που σε αγκαλιάζει με τα μπράτσα της μετά από εξουθενωτική διαδρομή.


-
στις παραπάνω φωτογραφίες βλέπετε Το μυστηριώδες Σπίτι-μυθιστόρημα του Chongqing.Οι φωτογραφίες αυτές τραβήχτηκαν το 2009, σε ένα ερειπωμένο σπίτι στη νοτιοδυτική Κίνα στην επαρχία Chongqing. Σε χαλάσματα, σε κελιά, στα παγκάκια συνηθίζεται να βρίσκουμε ονόματα, ημερομηνίες, καρδιές που δηλώνουν αθεράπευτους έρωτες. Εδώ όμως πρόκειται για ολόκληρο μυθιστόρημα που οι προσπάθειες να βρεθεί ο συγγραφέας απέβησαν άκαρπες. Ίσως κάποιος άστεγος που βρήκε κάποιο καιρό καταφύγιο εκεί. Οι γραφές καλύπτουν πυκνά όλους τους τοίχους, περνούν γύρω από ρωγμές και τρύπες στο σοβά. Υπάρχουν επίσης και πολλά σχέδια που εικονογραφούν τις περιπέτειες κάποιου υπερήρωα. «Ήμουν 17 χρονών… Οι αισθήσεις μου σαν αστραπή, ακοή νυχτερίδας, όραση γερακιού, κι είμαι δυνατός σαν στρατηγός».
Η γλώσσα μας, σημάδια ανεξίτηλα, επίμονη γραφή και ίσκιοι φευγαλέοι πάνω στους τοίχους της ζωής μας. Κομψή δεξιοτεχνία, λεπτή διακριτική τεχνική, κάτι σαν την υψηλή ζαχαροπλαστική, το περίτεχνο κέντημα, την αρχιτεκτονική παραδείσιων κήπων. Με χρώματα ήρεμα σαν αυτά του Βισκόντι. Κι άλλοτε πάλι βάρβαρα, ωμά, χυδαία, όπου κυριαρχεί το ταπεινό, η βία· χρώματα τραχιά σαν αυτά του Ταραντίνο· μια φαντασμαγορία τρόπων έκφρασης που ζωγραφίζει εικόνες, συναισθήματα λύπης, χαράς, κινδύνου, συναισθήματα καθημερινά, αγγελικά, μυστικά, άγρια, θεϊκά.
Μιλώντας για τη γλώσσα, για τις λέξεις, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στις προσωπικές μου εμμονές για μια ποίηση που αποτυπώνει παραληρήματα και σιωπές.
Για την μεγάλη ποίηση του Ντύλαν Τόμας δεν διστάζει να εξαρθρώσει, να αντιστρέψει αριστοτεχνικά τον Λόγο του. Με μια γλώσσα που κατασκευάστηκε από μοναξιά, μαγεία, λαγνεία, τρέλα, έρωτα, μυστήριο. Από τη φύση, την κόλαση, τον παράδεισο.
Για την αμείλικτη ποίηση της Σύλβια Πλαθ που με λέξεις όπως που όλοι μας προφέρουμε – Μπαμπά, Θέλω, Χειμώνας, Καθρέφτης – δημιουργεί ένα δικό της τυραννισμένο σύμπαν που περιέχει τις απόλυτα προσωπικές δονήσεις της ζωής της. Τον πρόωρα χαμένο πατέρα, την τελειομανή μητέρα που αγωνιώνας για το χαρισματικό παιδί της μεταμορφώνεται σε Μέδουσα, σε Ερινύα. Με τις σχολαστικής ακρίβειας λέξεις της τόλμη μια ψυχική καταβύθιση πλάθοντας εικόνες συχνά τερατώδεις· αφηγήσεις που, σαν υπέρλαμπρα όνειρα, τρομάζουν με τη δύναμη με την έντασή τους.
Για την ιδιοφυία του υπάκουου παιδιού Ρεμπώ, του απόλυτα εξαρτημένου, όπως κάθε παιδί, με την ασίγαστη ανάγκη αγάπης και προστασίας. Που γράφει μανιασμένα, και με τις λέξεις του ψάχνει εναγωνίως το παιδί εκείνο που άφησε πίσω του, τη διαυγή ματιά, την αγνότητα, τη γνησιότητα. Την εγγύτητα με το υπερκόσμιο. Λέει ο ίδιος ο ποιητής: “Ιδιοφυία είναι η ανάκτηση της παιδικής ηλικίας κατά βούληση”,
Ο Ρεμπώ που, απέναντι στη στείρα αυστηρότητα μιας δύσκολης μάνας, αρχετυπικά στερητικής, έθρεψε μέσα του μια βίαιη εξέγερση, το μίσος, ένα εφηβικό φρένιασμα βουτηγμένο στην πρόκληση και στην υπερβολή. Γίνεται αλήτης, το σκάει ξανά και ξανά από το σπίτι και διανύει τη μισή Ευρώπη με τα πόδια μες στη λύσσα του, ενώ με την ίδια λύσσα γράφει στίχους αποτρόπαιης ομορφιάς, στίχους που συχνά μοιάζουν με κατάρες. Ανατρέποντας τη γλώσσα όπως ανατρέπει τα ήθη, την υποκριτική ηθική της γαλλικής επαρχίας. Για να αποτραβηχτεί τελικά στη σιωπή της ενήλικης ζωής του που εμπεριέχει τι άραγε; μηδενισμό, κυνισμό, απογοήτευση; Ή μήπως έναν απειλητικό υπαινιγμό για τη μοίρα του ανθρώπου; Και έτσι παύει να μιλάει, έτσι ο ψυχικός του πόνος γίνεται σιωπή, εκκωφαντική που, αναπόφευκτα ίσως, γίνεται πόνος και σωματικός. Για να τερματίσει ίσως, σύμφωνα με τα λεγόμενα της αδελφής του Ιζαμπέλ -στη μετάνοια. Όλα τα ακραία συναισθήματα από ακραίες καταστάσεις ενός ανθρώπου έξω από τα μέτρα, που, η ύπαρξη και η απόσυρσή του, ενσαρκώνουν την εμμονή, τη μανία, τη λατρεία για τις λέξεις, το δαιμόνιο -και με τις πολλαπλές έννοιες της λέξης- του ποιητή που έγραψε όπως κανείς άλλος. Που τίμησε τη γλώσσα ανατρέποντας όλα τα μέχρι τότε δεδομένα της, και δημιούργησε λες και δεν υπήρχε γλώσσα πριν απ’ αυτόν.
Listening to the birds, photographer John Dumont, 1892
Είναι κάτι λέξεις που αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά. Λέξεις που προσφέρονται ως δώρο. Έχω την τύχη να έχω λάβει, και να εξακολουθώ να λαμβάνω, άφθονα τέτοια δώρα. Από τους γονείς μου, από την εκπαίδευσή μου, από την επαγγελματική μου διαδρομή, από φίλους και συναδέλφους· ειδικά από κάποια άτομα που ξεχωρίζω και ως προς αυτό. Είναι λέξεις που μου δόθηκαν, μου δίνονται, διότι οι δωρίζοντες γνωρίζουν ότι θα τις φυλάξω σαν να ‘ναι θησαυρός.
Είναι κάποιες λέξεις που τις τοποθετείς σαν αντικείμενα ανάμεσα στις άλλες και τις παρατηρείς εκεί, στη θέση αυτή, αν ταιριάζουν, αν αφομοιώνονται αρμονικά με τις γειτόνισσες και λάμπουν ανάμεσά τους σαν πολύτιμα πετράδια, ή αν αφομοιώνονται τόσο ώστε να χάνουν τον εαυτό τους, την προσωπικότητά τους και παρασύρουν μαζί και τις υπόλοιπες για να φτιάξουν μια παρέα άνοστη στην καλύτερη, αυτοκαταστροφική στην χειρότερη.
Εγώ, όπως ήδη σας εκμυστηρεύτηκα, τις λέξεις που αποθησαύρισα, που ξεχώρισα, που μου εμπιστεύονται, προσπαθώ, στο μέτρο των δυνάμεων και ικανοτήτων μου, να τις τιμώ. Θα τις τριγυρίσω μες στο στόμα μου, όπως έκανε με το βότσαλο ο βάταλος Δημοσθένης για να υπερνικήσει το τραύλισμά του. Θα τις αγγίξω με στοργή, θα τις εξετάσω από την καλή και από την ανάποδη· θα τις περιεργαστώ όπως περιεργάζεται η γάτα· με περιέργεια, με διάθεση ανατρεπτική. Παιχνιδιάρικα αλλά και έμπλεος δέους. Κι ύστερα θα τις βγάλω έξω σε έναν ήλιο φιλικό να πάρουν αέρα, θα τις αφήσω να νοτιστούν στη δροσιά του πρωινού, στη λάμψη του φεγγαριού. Και, με κάτι τέτοιους τρόπους και τεχνάσματα, θα τις κάνω κατάδικές μου. Περνώντας τες από τα δικά μου φίλτρα θα τις ενσωματώσω.
Οι λέξεις έτσι, με τον τρόπο αυτό γίνονται ανίκητες γιατί, αχνίζοντας ακόμα με την πατίνα του χρόνου, εκφράζουν τέτοια δύναμη, τόση ασυνείδητη ένταση, αφού ο ποιητής πλάθοντάς τες παραμερίζει το εγώ του και τις μετατρέπει σε αντικείμενα συμπαντικής σημασίας και ωραιότητας.
Μια τέτοια γλώσσα γίνεται σύμβολο, ορθώνεται υπέρλαμπρο φετίχ. Το ευμετάβλητο-σταθερό, το φθαρτό-ανθεκτικό υλικό της ζωής μας.
Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ ακόμα αλλά λέω να τελειώσω εδώ, αφήνοντας την αξεπέραστη Έλλη Λαμπέτη, στην παράσταση «Δεσποινίς Μαργαρίτα», να μας μιλήσει για την εξουσία των ρημάτων και των Ουσιαστικών
https://www.facebook.com/ellielambeti/videos/1553673771874013

