You are currently viewing Νίκος Παπαδογιαννάκης: Δυο ποιήματα

Νίκος Παπαδογιαννάκης: Δυο ποιήματα

Ἄλεκτον

«ἄγρυκτα κἄλεκτ’ ἀλλὰ βούλομαι
               μόνῃ αὐτῇ φράσαι σοι».
(Φερεκράτης, Fragmenta )

Μὴ μοῦ μιλᾶς γι’ αὐτά…
Πές μου γιὰ τ’ ἄλλα, τὰ εὔμορφα,
ἐκεῖνα ποὺ ἐγκαταβιοῦν στὸ περιβόλι τοῦ τρελοῦ•
τὴν συνείδηση τῆς μέντας στὸν ἄνεμο,
τὸ τσόφλι ποὺ σκάζει τὸ καταμεσήμερο
καὶ σκορπᾶ μικρὰ ἀλεξίπτωτα
προσδοκίας στὸ αὔριο,
τῆς μηλολόνθης τὸν κάματο
στὴν κόπρο ν’ ἀποθέσει τὰ μελλούμενα,
τὴν σπατάλη τοῦ ἥλιου
νὰ ψήσει τὶς πέτρες ἀνερυθρίαστα,
καὶ τὸ βατράχι ποὺ κοάζει
στὰ λιμνάζοντα, ἀκατανόητα:
«ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄττω τις ἔραται…»,
ὥρα τῆς αὐγῆς, ποὺ ὁ μπάρμπα Γιώργης
μεριάζει μὲ τὴν τσάπα τὰ χώματα,
νὰ δώσει νερὸ στ’ αὐλάκι,
νὰ ποτίσει τὸ περιβόλι του.

 

Βάναυση εντολή

– Κλεῖσε τὴν πόρτα!
Δὲν ἔμειναν καὶ πολλά
γιὰ νὰ περάσουν μέσα.
-Και… κεῖνο τὸ κατάστιχο
ποὺ παιδευόμουν μέρες καὶ νύχτες
μὲ πολλὲς συμπληρώσεις καὶ διαγραφές;
Καὶ τὸ μικρὸ στρουθίον ποὺ ζωγράφιζα
στὴ γωνία τῆς κάθε σελίδας,
κι ἡ κουκουβάγια στὸν κορφιάτη τῆς στέγης,
καὶ τὸ μικρὸ καθρεφτάκι στὴν κωλότσεπη τοῦ τζίν
ποὺ τὸ γέμιζα κάθε πρωὶ ἀπὸ τὴ θάλασσα
ποὺ περίσσευε πέρα στὸν ὁρίζοντα,
κι ἡ μελισσούλα ποὺ βομβοῦσε στὸ δωμάτιο
ἀνυφάντρα στὰ ὄνειρα τοῦ μεσημεριοῦ;
Ὅλα;
– Ξέρεις,
τὸ σκαρὶ τῆς Κιβωτοῦ ἔχει καρφιὰ μαλαματένια
μὲ χαμηλὸ βαθμὸ σκληρότητας,
– πάει τὸ ἀτσάλι τοῦ προτέρου χρόνου –
κι ὁ καπετάνιος κοιτάζει βλοσυρὸς
ἀπὸ τὴ γέφυρα, καπνίζοντας τὴν πίπα του,
ποιόν  καὶ τί διαλέγω νὰ μπεῖ.
-Κρίμα! Καὶ τὸ μικρὸ βατραχάκι
ποὺ δὲν μ’ ἄφηνε
νὰ βουλιάξω στὰ σεντόνια τοῦ ὀνείρου,
λογιάζω πὼς κι ἐκεῖνο θὰ μείνει ἀπ’ ἔξω…

Κι ὅμως, εἶχα συνηθίσει τα κοάσματα,
νὰ μὲ κρατοῦν ἄγρυπνο σὲ τοῦτο τὸν ζαβὸ καιρό.

 

 

 

Νίκος Παπαδογιαννάκης

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.