«Ανάμεσα στο καρπούζι και τα κουκούτσια»
Ο ήλιος και το φεγγάρι, ο έρωτας και ο πόνος, η μνήμη και η λήθη, τα όνειρα και η μοναξιά, οι επιθυμίες και οι προσδοκίες, η μητέρα και ο πατέρας, το νερό και το αλάτι, το καλοκαίρι και το καρπούζι συμπλέκονται ποιητικά με έντονο εικονοπλαστικό και συν-υποδηλωτικό λόγο, συγκροτώντας το ποιητικό σύμπαν της συλλογής κουκούτσια από καρπούζι της Κλεονίκης Δρούγκα (Μανδραγόρας, 2025) (ISBN: 9789605922085). Η ποιητική φωνή υιοθετεί εξομολογητικό ύφος, προσκαλώντας τον/την αναγνώστη/-στρια σε μια βιωματική εμπειρία που συνδυάζει ρεαλισμό, υπαινικτικότητα και συμβολισμό.
Η συλλογή διαρθρώνεται σε τρεις πράξεις, παραπέμποντας στη θεατρική ή κινηματογραφική αφήγηση. Η επιλογή αυτή δημιουργεί την αίσθηση εσωτερικής πλοκής, με ακολουθία συναισθηματικών κορυφώσεων και υφέσεων, όπου ο ερωτικός λόγος εναλλάσσεται με στοχασμούς για τον χρόνο και τη φθορά. Η «Πράξη Πρώτη» εκκινεί με το ποίημα «αψού» (σ. 11), το οποίο αποτυπώνει την έντονη συναισθηματική φόρτιση του ποιητικού υποκειμένου, που σαν «μελίσσι ολόκληρο» κραυγάζει την ανάγκη του για ελευθερία έκφρασης, για εξωτερίκευση του εσωτερικού λόγου, η οποία μεταπλάθεται σε ανακούφιση και κάθαρση. Το «δικαίωμα να λέει κάποιος τις αλήθειες του» αποδίδεται σχεδόν κινηματογραφικά «χιτσκοκικ[ά]ό» με τον/την αναγνώστη/-στρια να παρακολουθεί μια σωματοποιημένη ψυχική έκρηξη, που μετατρέπεται σε δραματική πράξη. Με λιτή γλώσσα και κοφτές εικόνες, η ποιήτρια συνδέει το προσωπικό με το καθολικό: η ανάγκη για αλήθεια είναι υπαρξιακή και όταν εμποδίζεται, το σώμα εξεγείρεται, ακόμα και με μια καθημερινή πράξη, όπως το φτάρνισμα.
Ο πεζολογικός και έντονα περιγραφικός λόγος της Κλεονίκης Δρούγκα δηλώνει και συν-δηλώνει, μέσα από λεπτομερείς εικόνες και σύντομο, κοφτό, σχεδόν, ασθματικό λόγο τον εσωτερικό κόσμοˑ ένα πεδίο όπου κυριαρχεί η επιθυμία, δομημένη στο αντιθετικό δίπολο: «αυτός – αυτή». Η βίαιη όψη αυτής της επιθυμίας στο ποίημα «Η κόρη του καφετζή» (σ. 16), «με το χέρι την κορδέλα απ’ τα μαλλιά/τής τράβηξε/με τα μπροστινά του δόντια το δέρμα/τής δάγκωσε./Πόνεσε η κόρη./Ούρλιαξε./Ύστερα τη δάγκωσε αλλού κι αλλού/μέχρι που ολόκληρη την έφαγε ξοδεύοντας/δεκαεννιά φακίδες στο χρυσαφένιο της πρόσωπο» (σ. 16) λειτουργεί ως σύμβολο για την απόλυτη αφαίρεση ταυτότητας, καταγγέλλοντας τις έμφυλες ανισότητες και τη βίαιη δυναμική της επιθυμίας.
Η ερωτική επιθυμία παρουσιάζεται μέσα από την ένταση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο στο ποίημα «τυλιγμένη στ’ αλάτι» (σ. 17). Η αισθησιακή γλώσσα, οι μεταφορές και οι εικόνες υπερβαίνουν το ρεαλιστικό επίπεδο: «[…] Σαν να λιώνει στο στόμα/τα φαγωμένα του νύχια γλείφονται/γλυκαίνεται κι ύστερα/από τις φυλλωσιές της μέσα μπαίνει/στενάζοντας/μ’ επιθυμία μουσκεμένηˑ/αυτή, όμως, δεν στενάζει όπως αυτός/όταν ανάσκελα κείτεται με σώμα γυμνωμένο./Εκείνη την ώρα μέσα της/ο πόθος λάμπει του θανάτου/άλλη ζωή ονειρεύεται/εκρηκτικά στο τώρα της βάζει και αποσυντίθεται,/φρέσκια /στ’ αλάτι τυλιγμένη». Η ποιητική πράξη, έτσι, λειτουργεί ως μεταφορά της ερωτικής εμπειρίας, συνδυάζοντας καθημερινά στοιχεία με υπαρξιακό και συμβολικό περιεχόμενο, ενώ ο ελεύθερος στίχος ενισχύει την αίσθηση ροής και έντασης.
Η Δρούγκα, μέσα από εικόνες και μοτίβα που συνδυάζουν παραμυθικό, ονειρικό και ρεαλιστικό στοιχείο, εκφράζει ποιητικά τον υπαρξιακό – φιλοσοφικό προβληματισμό της, σχολιάζοντας τη μετάβαση στην ωριμότητα στο «πιάνο και γαλλικά» (σ. 28). «Γοργόνα πλέκει στον βυθό κασκόλ με φύκια όταν/ο ήλιος ρίχνει επάνω της/ακτίνα φωτός.[…] μαχαίρι έβγαλε/τα φύκια έκοψε κι άρχισε προς τα πάνω/να κολυμπά ενώ /τα ψάρια ανυποψίαστα/πίσω την φώναζαν/στον βυθό να γυρίσει/να μάθει πιάνο και γαλλικά/πλαγκτόν να φάει./Ξεβράστηκε στην άμμο η γοργόνα/σε ταβερνάκι που μόλις άνοιξε για καλοκαίρι.». Η αναζήτηση ισορροπίας και ζωτικότητας μέσα από την αλλαγή αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο υπαρξιακού προβληματισμού της δημιουργού. Τα αντικείμενα της συλλογής «ζωντανεύουν» καθώς «Σε μια γωνιά στο πάτωμα/μια γλάστρα στεναχωρημένη/μ’ αραχνιασμένες σκιές τρεμοπαίζει […].Μαραζώνει η γλάστρα μέχρι που/δυο χέρια επάνω της απλώνονται/τρυφερά την αγγίζουν/τη στροβιλίζουν/σε κεντρικό τραπέζι την αφήνουν απαλά/ποτήρι νερό της δίνουν/ Αυτή το πίνει μονορούφι/κάνει ένα θρόισμα/τα φύλλα της ανασηκώνει και/κοκκινίζει./», καταλήγοντας στην καθολική αλήθεια πως «Κάποιες φορές θέση αν αλλάξεις/βρίσκεις τη θέση σου» (σ. 29).
Στην ποίηση της Δρούγκα «προηγείται ο έρωτας» (σ. 38), γίνεται λόγος τελεστικός: «Άσε με να σου εξηγήσω τι νιώθω/ με στόματα πολλά ήθελα να σου πω μα/οι λέξεις λιώσανε στην υγρασία των χεριών./Στο μπαρ που πήγαμε τον Βόσπορο ήπια/-καθόλου δεν ζαλίστηκα» (σ. 39). «Η πείνα του έρωτα» και η «αναστΑτωση» που δημιουργεί συμπλέκονται με τη δύναμη του μηχανισμού της μνήμης και του χρόνου, τις επιθυμίες και τις αισθήσεις: «[…] ακόμα όμως θυμάμαι τη στιγμή που/το βλέμμα σήκωσα/μόνο για ν’ ανακαλύψω/πως λιονταρίσια είναι η πείνα του έρωτα και/η σωφροσύνη λιγόφαγη» (σ. 46), καθώς το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει την αδυναμία του να αντισταθεί στην καταλυτική ορμή του έρωτα: «Κι εκεί που παίρνω αποφάσεις τελεσίδικες/αναστΑτωση/δυο επιθυμίες τα μάτια μού κλείνουν από πίσω/μελτέμι γίνομαι θαλασσινό/έρωτα στάζω/-για τον χειμώνα ούτε λόγος πια» (σ. 47). Παρά το πέρασμα του χρόνου, ο έρωτας παρουσιάζεται ως μια ακατάβλητη ανάγκη που υπερβαίνει τη «σωφροσύνη», δηλαδή την κοινωνική ηθική και τους περιορισμούς.
Η ποιήτρια, με γλώσσα παιγνιώδη και ανατρεπτική, μετατρέπει τον ερωτισμό σε αποκάλυψη και αυτογνωσία, προτείνοντας τον έρωτα ως μέσο επανασύνδεσης με τη ζωή στο «ψημένο καλοκαίρι» (σ. 41). Το καλοκαίρι προσωποποιείται, «τεμπέλικα λιάζεται/καταμεσής στην παραλία/φορώντας αντηλιακό/για επικίνδυνες προσδοκίες», δηλώνοντας τη διάθεση για απολαύσεις αλλά και τον κίνδυνο που αυτές συνεπάγονται. «Έγινε όμως ένα θαύμα/ναι ένα θαύμα που/μέχρι κι ο Λάζαρος θα το ζήλευε/ζωντάνεψαν οι προσδοκίες/ένα βράδυ στο γιαλό/που έκανε φουρτούναˑ/άνοιξε τα παράθυρα το σώμα /μπήκαν οι προσδοκίες κύματα μέσα».
Η μνήμη, πάλι, αναδύεται ως θεματικός πυρήνας, συνδεόμενη με την παιδική ηλικία και την οικειότητα της καθημερινότητας, όπως στο ποίημα με τίτλο «μανταρινόφλουδες» (σ. 51), αποπνέοντας έναν αέρα νοσταλγίας και τρυφερότητας μέσα από οσφρητικές εικόνες που όμως μεταφέρουν βαθιά συναισθήματα. «Ξεφλούδισες ένα μανταρίνι/ύστερα κι άλλο/κι άπλωσες φλούδες αραιά στην ξυλόσομπα./Μύρισε μνήμες το δωμάτιο/θα κρυώσειςˑ/ξυπόλητη μην περπατάςˑ/τα μαθήματα τα ’κανες;»
Η συλλογή ολοκληρώνεται με την «Πράξη Τρίτη και Τελευταία», στην οποία η Δρούγκα ζωγραφίζει μια ατμόσφαιρα θερινής ανάπαυλας και ανανέωσης «στο εξοχικό» (σ. 59). «Τα καλοκαίρια επιστρέφουν/στο εξοχικό τους/χώνουν τα πόδια σε άμμο καυτή/ατενίζουν πανιά που λεκιάζουν ορίζοντες/θαλασσοπούλια που κρώζουν πάνω σ’ αφρούς./Τρεις μήνες το νοικιάζουνˑ/ξεχνιούνται με τα γέλια της θάλασσας/ανοίγουν την πόρτα στη ζωή/ξυπόλητοι γυρνάνε με μια φέτα καρπούζι στο χέρι/μπαντάρουν έρωτες […]». Έτσι, το «εξοχικό» μεταπλάθεται ποιητικά σε χώρο αναγέννησης, υπογραμμίζοντας η ποιήτρια τη μεταμόρφωση και την εσωτερική λάμψη που φέρνει αυτή η εποχή.
Ο τίτλος Κουκούτσια από καρπούζι συμπυκνώνει την ποιητική φιλοσοφία ολόκληρης της συλλογής. Το καρπούζι, ως σύμβολο, παραπέμπει σε κάτι γλυκό, χυμώδες, καλοκαιρινό – μια εικόνα χαράς, πληρότητας και αφθονίας. Ωστόσο, στο εσωτερικό αυτής της γλυκύτητας βρίσκονται τα κουκούτσια: σκληρά, σιωπηλά και ενοχλητικά. Αυτή η αντίθεση αποτυπώνει τη διπλή φύση της ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων: πίσω από τις στιγμές ευτυχίας και απόλαυσης κρύβονται μνήμες πόνου, τραύματα και συναισθηματικά βάρη που δεν καταπίνονται εύκολα. Τα κουκούτσια, ωστόσο, δεν είναι μόνο εμπόδιο· είναι και σπόροι, φορείς αναγέννησης και νέας ζωής. Έτσι, η Δρούγκα υπαινίσσεται ότι η δυσκολία και ο πόνος δεν αποτελούν απλώς βαρίδια αλλά και δυναμική αφετηρία για μεταμόρφωση και δημιουργία.
Με τη συλλογή αυτή, η Κλεονίκη Δρούγκα επιχειρεί μια βαθιά ανατομία της ανθρώπινης εμπειρίας, συνδυάζοντας το προσωπικό με το καθολικό, τον ερωτισμό με την υπαρξιακή αγωνία, τη μνήμη με την προοπτική της μεταμόρφωσης. Το έργο της επιβεβαιώνει ότι η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει ως χώρος αποκάλυψης, αναστοχασμού και αισθητικής απόλαυσης, επιτρέποντας στον/στην αναγνώστη/-στρια να στοχαστεί πάνω στις αντιφάσεις της ζωής και στη δυνατότητα αναγέννησης που αυτές περικλείουν. Η ποίηση γίνεται, έτσι, ένας «καθρέφτης» που μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας.
Νίκη Μισαηλίδη
