You are currently viewing Στρατής Ρήγας: «Θάλαμος 303»

Στρατής Ρήγας: «Θάλαμος 303»

Τρεὶς μῆνες καθηλωμένος στὸν θάλαμο 303. Δὲν μιλῶ, δὲν μετακινοῦμαι. Ὁ Χρόνος γύρω ἀπὸ τὸ σάπιο κουφάρι μου πάντως περιφέρεται ἐλεύθερα. Ἀφυπνίζομαι μόνον ὅταν ἐντοπίζω κοντά μου καρδιὰ ἕτοιμη νὰ σωπάσει. Τότε ἀναλαμβάνω τὸ σισύφειο καθῆκον -κληροδότημα τῶν γονέων μου, τοῦ Ἐρέβους καὶ τῆς Νύκτας. Πρὸς τὸ παρόν, ἀναπαύομαι στὸ Γενικὸ Νοσοκομεῖο Καβάλας. Πρὶν ἀπὸ ‘δῶ, Παπανικολάου. Πιὸ παλιά, Τζάνειο. Μετά, κάπου ἄλλου. Ἴσως στὸ Ἀττικόν. Ὅποὺ ὑπάρχει ἀνάγκη, ὅπου ὁ ρόλος μου μὲ καλεῖ.

 

Δὲ μένω ποτὲ πολύ. Εἶναι… εὐνόητο.

 

Ἐμφανισιακ, γέροντας. Ζαρωμένος. Δύστροπος. Ἔχω ἐκείνην τὴν ἀρχοντικὴ ὄψη μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. Βλέμμα βαθύ, παλαι, ἐπικριτικό.

 

Δὲ μιλῶ. Ἀκούω. Βλέπω.

 

Χθὲς βράδυ εἶχα δουλειά.

 

Ὁ ἀσθενὴς ἀπέναντί μου, καινούριος. Δύσκολος. Φάνηκε ἀπ᾿ τὴ στὶγμὴ πὸὺ τὸν ἔφεραν. Φώνὲς, ἀπειλές, βρισιὲς στὶς νοσοκόμες· κουβαλοῦσε μὰζὶ τοῦ ὅλη τὴν ἄρνηση τοῦ ἀπαίσιου τούτου μοντέρνου κόσμου.

 

Ἄντρας ἄνω τῶν ὀγδονταπέντε, δυνατὸς ὅμως· ἀκόμα μὲ νεῦρο. Δὲ σταμάτησε νὰ μιλᾶ -ἐκτὸς ἀπὸ μία στιγμή. Ὅτὰν διασταυρώθηκαν τὰ βλέμματά μας. Σὰν νὰ μὲ γνώρισε. Σὰν νὰ θυμήθηκε κάτι βαθύ, προαιώνιο. Καὶ ὅμως, γρήγορα προσπέρασε, μὲ τὴν ὑπεροψία ἀνθρώπου πὸὺ ζυγίζει τον ἀπέναντι καὶ στιγμιαῖα κρίνει τὸν ἑαυτό του καλύτερο. Ἂς εἶναι…

 

Ἡ μέρα κύλησε μὲ ἠσυχία. Καθὼς ἔπεσε ἡ νύχτα καὶ ἔγινε ἀλλαγὴ βάρδιας, ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντί μου ἔσπασε. Ἴσως νὰ ἦταν ἡ ἀναγκαστικὴ συσκότιση ποὺ τοῦ ἄναψε τὴ σπίθα.

 

Σηκώθηκε, ξήλωσε ὅρους, οὐροσυλλέκτες, σωληνάκια -ὅ,τι εἶχε πάνω του- καὶ ἄρχισε νὰ οὐρλιάζει. Καταριόταν θεοὺς, γιατροὺς, γυναῖκες, θεσμοὺς. Τὸ βλέμμα του πύρινο. Ἡ προϊσταμένη φώναξε βοήθεια. Δύο ἀποκλειστικὲς ἔτρεξαν· τὸν ἔδεσαν μὲ κόπο.

 

Μία ἡρεμιστική. Τὸ κορμί του λύγισε. Ὁ νοῦς του, ὄχι.

 

Ἔβριζε ἀκόμη, μὲς στὰ σάλια του, ἀνακαλύπτοντας καινούριες λέξεις, τόσο εὐφάνταστες, πὸὺ ἀναρωτήθηκα μήπως ἡ ἴδια ἡ Γλῶσσα γεννήθηκε ἐξ ἀρχῆς σὲ παρόμοια περίσταση, γιὰ νὰ μπορέσει κάποιος πρωτόγονος νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγανάκτησή του.

 

Πέρασε ἡ ὥρα. Σιωπή. Ὅλοὶ κοιμοῦνταν.

 

Μόνον ἠλεκτρονικοὶ ἦχοι, ἀπὸ μηχανήματα ὑποστηρίξεως, καὶ ὁ βόμβος μιᾶς λάμπας φθορισμοῦ, πὸὺ ἀναβόσβηνε ἐπιθανάτια στὸν διάδρομο.

 

Ἡ νοσηλεύτρια πέρασε. Μὲ βλέμμα κουρασμένο. Πήγαινε μᾶλλον γιὰ τσιγάρο. Εἶδε μία σκιὰ στὸ πλάϊ. Κοντοστάθηκε. Ἐστίασε. Τὰ μάτια της γούρλωσαν. Ἔβγαλε κραὺγὴ πανικοῦ. Μπῆκαν ἄλλες τρεῖς νοσοκόμες μὲ τὴν προϊσταμένη. Ἄναψαν τὸ φῶς.

 

Ἐκεῖνος -ὁ γέρος- στεκόταν ὄρθιος, γύμνὸς, ἐπάνω στὸ κρεβάτι. Τὸ δωμάτιο, πλημμυρισμένο αἷμα, ούρα… ἀγριότητα.

 

Καὶ μὶὰ στύση, τρομακτικὴ ἀντίφαση στὸ γέρικο κορμὶ· μία τελευταῖα προσβολὴ στὴ φθορά.

 

-Ἐλάτε, καργιόλες! Μία-μία θὰ σᾶς γαμήσω! Δεῖτε τὸ καβλὶ μου! Γιὰ τὴν ἡλικία του, εἶναι λέοντας!

 

Οἱ νοσοκόμες, ἐμφανῶς σοκαρισμένες, νὰ κάνουν ἀσυναρτητες κινησεις· σαλῶν. Ἡ προϊσταμένη ψύχραιμη. Τὸν ἀγκαλιάζει μὲ βία, κλειδώνει τὸ χέρι τοῦ ἀπὸ τὸν ἀγκῶνα. Τὸν ρίχνει στὸ στρῶμα. Ἐκεῖνος ἀντιστέκεται. Πνίγεται ἀπὸ θὺμὸ καὶ ντροπή.

 

Καὶ ξαφνικά – σιγή.

 

-Ἀνακοπή!

 

-Τρέχα! Φώναξε τὸν γιατρό! Μηχάνημα! Γρήγορα!

 

Ἡ προϊσταμένη κάνει ΚΑΡΠΑ. Σηκώνεται καὶ τὸν χτὺπᾷ στὸ στῆθος. Ρυθμικά.

Οἱ ἄλλες παγωμένες.

 

Ὁ γιατρὸς φθάνει. Μὶὰ ἔνεση. Μὶὰ τελευταία προσπάθεια. Κάνει μαλάξεις. Πλῆθος προσωπικοῦ. Κανεὶς δὲν φέρνει ἀπεινιδωτὴ. Ἕνὰ κορίτσι τρέχει… Ἀργά.

 

Τὸ κεφάλι τοῦ γέρου γυρίζει πρὸς τὸ μέρος μου. Τὰ μάτια του, ἀνοιχτά.

 

Σὰν νὰ καταλαβαίνει.

 

Ὁ γιατρὸς προσπαθεῖ ἀκόμη. Δέκα λεπτά. Μάταια.

 

Ὁ γέρος εἶναι πλέον ὑπ᾿ εὐθύνη μου.

 

Διαδικαστικὰ. Μεταφορὰ σῶματος. Ἐιδοποιοῦνται συγγενεῖς.

 

Ἔρχεται πρώτη ἡ κόρη του· πρόσωπο σκαμμένο, μάτια θόλὰ.

 

-Ὁ πατέρας σας… ἀνακοπή… Κάναμε ὅ,τι μποροῦσαμε.

 

Θέλει νὰ μάθει. Τὰ τελευταῖα λόγια του.

 

Ἡ προϊσταμένη σταματᾶ γιὰ λίγο. Κοιτᾶει ἐμένα. Ἔπειτα τὴν κοπέλα.

 

-Νομίζω… ψιθύρισε πὼς σᾶς ἀγαπᾷ…

-Σᾶς εὐχαριστῶ…

 

Φεύγει.

 

Τὴν στιγμὴ ἐκεῖνη, ἀποκολλῶμαι. Ἀφήνω τὸ κόρμὶ μου πίσω, ὥσπου νὰ ξαναχρειαστεῖ. Τὸν ἀγγίζω. Ἐκεῖνον. Τὸν παλιόγερο. Τὸ καθάρμα.

 

Τὸ χέρι του παγωμένο. Σπαρταράει λίγο. Σὰν παρθένα. Καταλαβαίνει ὅτι ὁ δρόμος εἶναι πρὸς τὰ κάτω.

 

Κανει νὰ οὐρλιάξει. Μὰ δὲν ἔχει στόμα πιά.

 

Χαμογελῶ.

 

Τὸν ὁδηγῶ. Ἐκεῖ πὸὺ ὁ χρόνος τελειώνει.

 

Σύντομα… θὰ εἶμαι πάλι στὴ θέση μου.

 

Ἴσως ἀπέναντί σου.

 

 

Στρατὴς Ρήγας

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.