You are currently viewing Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης: Πέντε ποιήματα

Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης: Πέντε ποιήματα

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

 

Σαν πέρασε στην ελεύθερη Κύπρο

ο πρόσφυγας από την Έγκωμη

με τη γυναίκα, δυο κόρες, τρεις βαλίτσες,

δήλωσε στον καταγραφέα τα ονόματά τους.

«Στην Έγκωμη άφησα άλλες είκοσι κόρες κι ένα γιο,

γράψε: δέκα ελιές ασημοφορούσες,

κι έξι χαρουπιές μαυροματούσες,

και τρεις μουσμουλιές χαμηλοβλεπούσες

μια ‘κλαίουσα ιτιά’, που τη φωνάζω Ανδρομάχη

και το φοινικόδενδρο, ο γιος μου ο φοίνικας,

που μου τις προσέχει από κάθε κακό».

 

 

ΑΛΛΟΥΣ ΗΧΟΥΣ ΑΚΟΥΕ

 

Εκεί, στα μπάζα της βομβαρδισμένης πόλης,

το παιδί καθώς έσκυβε με λαχτάρα

να σώσει βιβλία, τετράδια, σχέδια,

του τ’ άρπαξε αέρας αχαλίνωτος.

 

Στ’ αυτάκια του πια δεν ηχούν

οι βόμβες, τα βομβαρδιστικά, οι ερπύστριες,

παρά μόνο τα πλατς-πλούτς του πινέλου του,

τα γρατς-γρουτς της γραφίδας του στις σελίδες.

 

 

Ο ΚΑΗΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΙΑΣ

 

Έστεκα έρμη καλαμιά στον κάμπο

κι ούτε μια αρσενική καλαμιά γύρω

να φυτρώσει, ν’ αγαπηθούμε.

Τέτοια η τύχη μου, μα ας είναι,

φτάνει που έκοψε κομμάτι μου

ένας βοσκός να φτιάξει φλογέρα.

Να τον μπροστά μου, τη παίζει γλυκά,

τον ακούει μια λυγερή, φιλιούνται,

μπροστά μου αγκαλιάζονται, αγαπιούνται.

 

Ας είναι καλά η φλογέρα απ’ το κορμί μου,

ναι, η ατυχία μου είπε τον τελευταίο λόγο

με νότες αγάπης απ’ τις οπές του κομματιού μου.

 

 

Ο ΚΙΣΣΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑ

 

Μοναχική, θλιμμένη, αγέλαστη,

στον πάνω όροφο του αρχοντικού της.

Άλλοι δικοί της πέθαναν, άλλοι ξενιτεύτηκαν.

Κι αυτή ν’ ανεβάζει τρόφιμα στο παραθύρι της

με καλάθι δεμένο σε σχοινί,

να το κατεβάζει στον μανάβη με την αμοιβή του.

 

Στην αυλή ένας μικρός κισσός

επιταχύνει την ανάπτυξή του

κι απλώνει στον τοίχο πυκνή φυλλωσιά,

της πλέκει φανταχτερό πράσινο πλεκτό.

Να, έρχονται και τη συντροφεύουν

πουλάκια, μέλισσες, πεταλούδες

…επιτέλους επιστρέφει και μένει

το χαμόγελο στα μάγουλά της.

 

 

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΩΡΟ

 

Ένα παιδί οδύρεται, χαλάει τον κόσμο,

γιατί το δώρο του δεν γεμίζει το δωμάτιό του.

 

Κι εγώ χαίρομαι το κάθε παιδί σαν γεννηθεί

που κλαίει ν’ ανοίξουν τα πνευμόνια του για ζωή.

Λυπάμαι το παιδί που δεν έχει παπούτσια,

θρηνώ το παιδί του πολέμου που δεν έχει πόδια,

το προσφυγόπουλο που έχασε τη ζωή του στην ακτή,

αγρυπνώ για το παιδί δίχως γονιούς και παππούδες.

 

Όσο για σένα, παιδί των πανάκριβων δώρων,

αν εκστομίσω ρήμα είναι για όσους σε κακόμαθαν.

Ίσως κάποτε πεις ορθά «το μεγάλο δώρο της ζωής

στενα-χωριέται στο δωμάτιό μου».

 

(από την ανέκδοτη Συλλογή «Ο ΚΗΠΟΣ» για Μεγάλα Παιδιά και Έφηβους)

 

 

Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης, τ. Πρόεδρος Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.