Η ποιητική συλλογή Κύπρος. Γη του πόνου, του χαλκού και της χαράς του Σωτήρη Π. Βαρνάβα συνιστά μια βαθιά συγκινητική κατάθεση ταυτότητας και μνήμης, αφιερωμένη στην πολύπαθη και αγαπημένη πατρίδα του ποιητή, την Κύπρο. Πρόκειται για μια πανοραμική θέαση της ιστορίας του νησιού, που αποδίδεται με άμεσο, λαϊκότροπο και λυρικό τρόπο, μέσα από την οποία αποτυπώνεται ο σπαραγμός του για την μαρτυρική πατρίδα του.
Η Κύπρος, όπως παρουσιάζεται στα ποιήματα της συλλογής, δεν είναι μόνο ένας τόπος γεωγραφικός· αναδύεται ως τόπος πολιτισμού και οδύνης, μια γενέτειρα που, παρά τον πόνο, εξακολουθεί να γεννά χαρά και δημιουργία. Αυτόν τον σύνθετο, τριπλό πυρήνα της κυπριακής εμπειρίας, τον πόνο της κατοχής και της ανοιχτής πληγής, την ιστορική και πολιτισμική αξία του νησιού (με σύμβολο τον «χαλκό»), και τη βαθιά, ακατάλυτη χαρά που πηγάζει από τη γλώσσα, τη λαϊκή ψυχή και την τέχνη της αποδίδει εύστοχα ο τίτλος της συλλογής. Η συλλογή, με τον τρόπο αυτό, δεν αποτελεί απλώς έναν λυρικό θρήνο· είναι ταυτόχρονα ένας ύμνος ελπίδας και περηφάνιας, εμπνευσμένος από την πολιτισμική παράδοση του νησιού και τη διαχρονική συμβολή του στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Σε άμεση συνάφεια με τα παραπάνω, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογής είναι η χρήση της αυθεντικής κυπριακής διαλέκτου. Η επιλογή αυτή δεν υπαγορεύεται από τοπικιστική ή φολκλορική διάθεση· αντίθετα, συνιστά μια συνειδητή, βαθύτατα πολιτική και αισθητική στάση. Ο ποιητής επιλέγει να μιλήσει με τη «φωνή» του λαού του, να εκφράσει τον πόνο και τη νοσταλγία του τόπου με τους ήχους που τον διαμόρφωσαν. Η κυπριακή διάλεκτος μετατρέπεται έτσι σε φορέα αυθεντικότητας, σε εργαλείο αντίστασης και σύμβολο πολιτισμικής αντοχής. Η γλώσσα γίνεται το σώμα της πατρίδας και, κατά συνέπεια, πεδίο αντίστασης απέναντι στην αλλοτρίωση και την τραγωδία.
Η ποιητική συλλογή οργανώνεται σε τέσσερις ενότητες: Προοίμιο, Της ιστορίας (με υποενότητα τα Υστερόγραφα 1974), Του Κάμπου της Μεσαρκάς (Μεσαορίας) και Ερωτικά.
Στο Προοίμιο, πέντε ποιήματα προβάλλουν τη βαθιά προσήλωση του κυπριακού λαού στο ιδανικό της ελευθερίας και τους αγώνες που διεξήγαγε για την κατάκτησή της. Παράλληλα, τονίζεται ο αρχαίος πολιτισμός του νησιού και η μακραίωνη ιστορία της εκμετάλλευσής του από διαδοχικούς ξένους κατακτητές, με ιδιαίτερη έμφαση στον ορυκτό του πλούτο – έναν πλούτο που, παρά την απομύζησή του, συνέβαλε στη δημιουργία έργων τέχνης με παγκόσμια απήχηση.
Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει ποιήματα αφιερωμένα σε κομβικές στιγμές της κυπριακής ιστορίας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το ποίημα «Ρε Αλέξη πέζεμαν εις την Μηλιάν Αμμοχώστου (1429 μ.Χ.)», που τιμά τη μνήμη του βασιλιά της Μηλιάς, ο οποίος απαγχονίστηκε από τους Φράγκους. Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει και το ποίημα αφιερωμένο στον Εθνομάρτυρα Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, το οποίο συνομιλεί δημιουργικά με την 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου του εθνικού ποιητή της Κύπρου, Βασίλη Μιχαηλίδη.
Από την περίοδο του Απελευθερωτικού Αγώνα (1955–1959), ο Σωτήρης Βαρνάβας αφιερώνει ένα συγκινητικό ποίημα στον Σταυραετό του Μαχαιρά, Γρηγόρη Αυξεντίου (1957): «Τζι’ άρπαξεν φωθκιάν[1] η μπότα /τζι’ άρπαξεν φωθκιάν το σώμαν /τζι’ άρπαξεν φωθκιάν το δάσος /δέντρα ψισιές[2] φέγγουν ακόμα, /ποδά[3] να ρέξει[4] η Λευτερκά /να ’βρει το δίτζιαιον[5] την στράταν».
Ποιήματα αφιερώνονται και στην περίοδο της ανεξαρτησίας, ιδίως στα τραγικά γεγονότα του 1963, που σφράγισαν την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ιδιαίτερη θέση στη συλλογή κατέχουν τα ποιήματα της υποενότητας Υστερόγραφα 1974, τα οποία εστιάζουν στον ξεριζωμό και την κατοχή σχεδόν της μισής Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα. Εδώ κυριαρχεί η οδύνη και η νοσταλγία του εκτοπισμένου ποιητή από την πατρώα γη, αλλά και όλων των προσφύγων για τις χαμένες τους εστίες. Στο ποίημα «Της Αμμοχώστου» η πόλη παρουσιάζεται μέσα από τη δραματική αντίθεση της προ του 1974 εικόνας της με τη σημερινή της μορφή, παγιδευμένη πίσω από το συρματόπλεγμα της κατοχής. Ωστόσο, η ελπίδα για επιστροφή των κατοίκων στη γενέθλια γη παραμένει ζωντανή: «Νεκρή λαλείς μου, έν’ τούτη η πόλη /έν’ ολοζώντανη λαλώ σου /φωνές ακούω στην αγοράν της /έν’ ανοιχτός τζι’ ο καφενές».
Στην ίδια ενότητα, ο ποιητής αφιερώνει ξεχωριστά ποιήματα σε κάθε κατεχόμενη πόλη – την Κερύνεια, τη Μόρφου, την Καρπασία, τη Λευκωσία – καθώς και στο εμβληματικό Μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα, σύμβολο πίστης και αντοχής της κυπριακής ταυτότητας.
Η τρίτη ενότητα είναι αφιερωμένη στον Κάμπο της Μεσαορίας, την εύφορη πεδιάδα που εκτείνεται ανάμεσα στο Τρόοδος και τον κατεχόμενο Πενταδάκτυλο. Τα ποιήματα εστιάζουν στους ήρωες που έπεσαν μαχόμενοι ή αγνοούνταν επί δεκαετίες, αλλά και στις μνήμες της παιδικής ηλικίας του ποιητή, όπως το ποίημα «Το σπίτιν που μ’ ανάγιωσεν[6]». Με έντονα προσωπικό χαρακτήρα, ανασυνθέτουν στιγμές της καθημερινής ζωής και του λαϊκού πολιτισμού της περιοχής, διασώζοντας τον ιδιαίτερο παλμό της.
Η τέταρτη και τελευταία ενότητα περιλαμβάνει τριάντα ερωτικά ποιήματα, γραμμένα στο σατιρικό πνεύμα που χαρακτήριζε τον Κάμπο της Μεσαορίας, φανερώνοντας την πιο ανάλαφρη και παιγνιώδη όψη της κυπριακής λαϊκής έκφρασης.
Θεματικά, η συλλογή κινείται με συγκινησιακή αμεσότητα αλλά και με έντονη ιστορική επίγνωση ανάμεσα στον αρχαίο πολιτισμό της Κύπρου και τη διαχρονική, οικουμενική της προσφορά, έως και την τραγωδία του 1974 και τις κατεχόμενες πλέον πόλεις της. Οι τόποι που ανακαλούνται δεν λειτουργούν απλώς ως γεωγραφικά τοπωνύμια· μεταμορφώνονται σε τραυματισμένες οντότητες, σε χαμένες εστίες, σε σημεία πυκνής μνήμης και συλλογικού πένθους.
Η αναφορά στις καθοριστικές στιγμές του κυπριακού αγώνα ενισχύει τη συναισθηματική ένταση της συλλογής, χωρίς να διολισθαίνει σε ρητορικές εθνικιστικής έξαρσης. Αντιθέτως, ο ποιητικός λόγος διατηρεί τη σεμνότητα της βιωμένης εμπειρίας και την ηθική της μνήμης.
Η στιχουργική επεξεργασία των ποιημάτων είναι εξαιρετικά επιμελημένη. Ο στίχος διακρίνεται για το προσεγμένο του μέτρο —κυρίως ιαμβικό— ενώ αρκετά ποιήματα αξιοποιούν και την ομοιοκαταληξία, η οποία προσδίδει μελωδικότητα και, ενίοτε, έναν ψαλτικό τόνο στο ποιητικό σώμα. Δεν πρόκειται για στείρα αναβίωση των παραδοσιακών μορφών· αντίθετα, η χρήση της μουσικότητας είναι συνειδητή: αποσκοπεί στην έκφραση της λαϊκής ψυχής των Κυπρίων και εντείνει τη συγκινησιακή δύναμη των ποιημάτων.
Εικαστικά, το βιβλίο συνιστά έναν υποδειγματικό διάλογο ποίησης και εικόνας. Οι λινογραφίες και ξυλογραφίες του βραβευμένου Κύπριου χαράκτη Χαμπή Τσαγγάρη, γνωστού απλώς ως Χαμπή, εντάσσονται οργανικά στην έκδοση και συμπληρώνουν με τρόπο ουσιαστικό το ποιητικό σύμπαν. Με λιτή χάραξη και το αυστηρό μαυρόασπρο της γκάμας του, ο Χαμπής αποτυπώνει μορφές, τοπία και καθημερινές ασχολίες της κατεχόμενης Κύπρου, καθιστώντας ορατή την τραγωδία αλλά και τις επίμονες μνήμες ενός παρελθόντος που εξακολουθεί να επιζητεί τη δικαίωσή του. Η εικαστική του πρόταση συνομιλεί άμεσα και δημιουργικά με την ποίηση του Βαρνάβα, αναδεικνύοντας τον πόνο και τη μνήμη, μετατρέποντας έτσι την έκδοση σε ένα πολυτροπικό μνημείο μαρτυρίας.
Συνολικά, η συλλογή του Σωτήρη Π. Βαρνάβα αποτελεί μια λυρική καταγραφή της συλλογικής μνήμης, αλλά και μια αισθητικά αρθρωμένη συμβολή στη νεότερη κυπριακή ποιητική παραγωγή. Η γλώσσα, η μορφή, η θεματολογία και η εικαστική της πλαισίωση συνθέτουν ένα έργο που απευθύνεται όχι μόνο στον Κύπριο αναγνώστη, αλλά σε κάθε αναγνώστη ικανό να αφουγκραστεί τον απόηχο της τραγωδίας και, ταυτόχρονα, την πίστη σε έναν τόπο που συνεχίζει να τραγουδά — έστω και με σπασμένη φωνή.
[1] φωτιά
[2] ψυχές
[3] από εδώ
[4] περάσει
[5] δίκαιο
[6] ανάθρεψε
