Μια ιστορία τρεις φορές όμορφη χάρη στη συντομία και τη λιτότητά της. Μία ιστορία για την Γκοτάμη, που χωρίς να το καταλάβει ήρθε στους κόλπους του Ευλογημένου. Έτσι είχαμε ακούσει εμείς.
Σε ένα γεμάτο ζωή χωριό, σε έναν τόπο ευτυχισμένο, στους πρόποδες των μεγαλοπρεπών Ιμαλαΐων, σε μια φτωχική, αλλά αξιοπρεπή οικογένεια γεννήθηκε η Γκοτάμη. Ήταν ψηλή στο ανάστημα και αδύνατη στην όψη. Είχε μια απλή ψυχή και αρκούνταν στα λίγα. Οι γειτόνοι τη φωνάζαν με το όχι και τόσο ευχάριστο παρατσούκλι “Γκοτάμη η Κοκαλιάρα”. Εκείνη όμως δεν ένιωθε αδικημένη με αυτό. Ήταν υπάκουη απέναντι σε κάθε παραγγελιά και απαντούσε πάντα έτσι: «Εντάξει, καλέ μου κύριε, θα το κάνω. Εντάξει, καλή μου κυρία, θα το κάνω».
Με συγχωρείτε για αυτό που θα πω, αλλά η Γκοτάμη δεν ήταν και τόσο έξυπνη κοπέλα… Χαζομάρες όμως δεν έλεγε, ίσως επειδή ποτέ δεν πολυμιλούσε κι από το πρωί ως το βράδυ έκανε λογής λογής δουλειές. Κάθε μέρα φορούσε τα ίδια φτωχικά ρούχα κι όμως τα είχε πάντα καθαρά και περιποιημένα. Μια μέρα ένα πλούσιο κι όμορφο αγόρι, γιος ενός μεγαλοπρεπή βασιλιά, την είδε στην όχθη ενός ποταμού να πλένει τα ασπρόρουχα των αδερφών της και σκέφτηκε ότι πράγματι η κοπέλα δεν είναι και πολύ έξυπνη, φαίνεται αγαθιάρα και κανείς, ούτε οι ίδιοι οι γονείς της δεν θα την υπερασπίζονταν.
«Τι να την κάνουμε την Γκοτάμη; θα έλεγαν οι γονείς της. Δεν είναι έξυπνη, δεν είναι ικανή. Δεν κάνει για κόρη μας. Μονάχα για υπηρέτρια κάνει. Ποιος θα την πάρει έτσι; Αργά ή γρήγορα θα έρθει η μέρα που θα υποκύψει σε άντρα που θα την ποθήσει, γιατί δεν γνωρίζει τι θα πει άρνηση. Μακάρι να βρεθεί ένας άντρας σπλαχνικός που θα φρόντιζε αυτή και το παιδί που θα γεννούσε», σκέφτηκε το βασιλόπουλο.
Η Γκοτάμη, αφού έπλυνε και ξέβγαλε τα ασπρόρουχα των αδερφών της, κάθισε ανακούρκουδα δίπλα στο ποτάμι που έλουζε ο ήλιος κι έβγαλε όλα τα ρούχα της. Άφησε κάτω τα μακριά μαύρα μαλλιά της, άρχισε να καθαρίζει με μια μουσκεμένη αγκίδα τα λευκά της δόντια και να πλένει τα μελαψά της πόδια, δίχως να γνωρίζει ότι το βασιλόπουλο την κρυφοκοιτάζει πίσω από τις καλαμιές. Τότε το αγόρι την πλησίασε και της μίλησε, με ένα ειρωνικό χαμόγελο που συνάμα έβγαζε και κάποια τρυφερότητα:
— Είσαι τόσο χαριτωμένη κοπέλα, Γκοτάμη μου, και όχι τόσο κοκαλιάρα όπως σε λένε. Συχνά κρίνουν λανθασμένα τις κοπέλες που φοράνε απλοϊκά ρούχα κι έχουν ψηλό ανάστημα. Έχω ακούσει, Γκοτάμη μου, πως είσαι πολύ καλή. Μη μου αντιστέκεσαι αυτή τη ζεστή ώρα. Κανείς δεν θα παρατηρήσει τα χάδια μας εδώ στο ερημικό ποτάμι. Η Γκοτάμη, νιώθοντας ντροπή απέναντί του αλλά και σιγουριά για το δίκαιο της επιθυμίας του, του απάντησε ψιθυριστά:
— Εντάξει, καλέ μου κύριε, θα γίνει αυτό που επιθυμείς.
Το βασιλόπουλο, απολαμβάνοντας το δροσάτο κορμί της Γκοτάμη, αντιλαμβανόταν πως είναι ωραιότερη από όσο φαινόταν στην αρχή και κατάλαβε πως τα μαύρα μάτια της, αν και δεν εκφράζουν κάποια σκέψη και παραμένουν πάντα απλανή, τον γοητεύουν ολότελα. Ύστερα από αυτό, συνεχίστηκαν οι συναντήσεις τους πίσω από τις καλαμιές στην όχθη του ποταμού. Όποια ώρα κι αν παράγγελνε το βασιλόπουλο να έρθει σιμά του, η Γκοτάμη ερχόταν πάντα χωρίς να καθυστερήσει και χωρίς να παρακούσει. Δεν είχε λιγοστέψει καθόλου η υπακοή της στις προσταγές του, ούτε η ομορφιά της κατά το σαρκικό πλησίασμα κι ούτε η καλοσύνη της στη λίγη κουβέντα που αντάλλασσαν. Έτσι, πέρασε λίγος καιρός και κατάλαβε πως κουβαλά ένα παιδί. Τότε το βασιλόπουλο αποφάσισε να την πάρει στο παλάτι του ως παλλακίδα. Εκείνη μάζεψε τα λίγα πράγματα που είχε, όλα απόκτημα σκληρού μόχθου των χεριών της, και έφυγε από το πατρικό της για να περάσει στο παλάτι όλο τον καιρό της εγκυμοσύνης. Ωστόσο, όταν έφτασε η μέρα να γεννήσει, μια από τις γυναίκες του βασιλόπουλου την πλησίασε και της είπε:
— Κατά το έθιμο οι γυναίκες που πρόκειται να γίνουν μητέρες, πάνε στο πατρικό τους να γεννήσουν. Μην ξεχνάς ότι είσαι παλλακίδα κι όχι γυναίκα του. Δεν μπορείς να πας στο πατρικό σου, γιατί θα ξεπεράσεις τα όρια της ευπρέπειας.
Η Γκοτάμη υποκλίθηκε και βγήκε έξω από την αυλόπορτα του πλίνθινου φράχτη του παλατιού. Σαν πέρασε το ξύλινο γεφύρι ενός θολού καναλιού, είδε έναν σοφό γέρο εκατοχρονίτη που ζητιάνευε έχοντας καθίσει κάτω από ένα δέντρο. Ήταν τυφλός, κρατούσε ένα ποτήρι στο χέρι και φορούσε μονάχα ένα βρώμικο κουρέλι τυλιγμένο γύρω από τη μέση του. Τα χέρια του, τα πόδια του, το στήθος του και η ξερακιανή του ράχη, που λαμπύριζε στον ήλιο, έλιωναν από τον καύσωνα και τις μύγες. Σαν άκουσε την Γκοτάμη να πλησιάζει, σήκωσε τα τυφλά του μάτια και χαμογέλασε με ένα τρυφερό μα συνάμα πικρό χαμόγελο γεροντικής σοφίας.
— Γκοτάμη! είπε εκείνος, δεν μπορούν να σε δουν τα μάτια μου, αλλά σε νιώθω να περνάς από κοντά μου. Να είναι ευλογημένος ο δρόμος σου!
Εκείνη φίλησε το γόνατο του ζητιάνου και συνέχισε τον δρόμο της, μέχρι που γέννησε το μωρό ανάμεσα στα γιγαντιαία σαν τον Άτλαντα δέντρα των ζεστών και ηλιόλουστων δασών.
Ανακουφισμένη από το μαρτύριο της, με αίσθημα ευδαιμονίας και με δάκρυα χαράς, επέστρεψε στο παλάτι του βασιλόπουλου. Κυριευμένη από αδιάλειπτη συγκίνηση, από ένα αίσθημα σαρκικής αγάπης για το νεογέννητο και μια γλυκιά ανησυχία να βλέπει, να μυρίζει, να ακουμπάει και να αγκαλιάζει ένα πλάσμα, που κάθε μέρα μεγαλώνει όλο και περισσότερο βαδίζοντας προς τη σκέψη και τη συνείδηση.
Όσο γλυκιά και χαριτωμένη και να ήταν για το βασιλόπουλο, εκείνος δεν της είπε ποτέ πως τη νοιάζεται και τη θυμάται η καρδιά του. Και ας τη μετέφεραν με μουσικές και πάνω σε στολισμένα με γιρλάντες βόδια ως τη βασιλική αυλή, στολισμένη σαν να πρόκειται για τη χαρά της, έχοντας καλοχτενίσει τα μαύρα της μαλλιά και έχοντας βάψει με σουρμέ[1] τις βλεφαρίδες της.
Η Γκοτάμη δέχτηκε με ταπεινοσύνη την ψυχρότητα του βασιλόπουλου κι απομακρύνθηκε από τα μάτια του για να μην του φέρει ενοχή και αμηχανία. Σκέφτηκε να μείνει κοντά στους κήπους του παλατιού. Εκεί βρήκε ένα καλυβάκι δίπλα σε μια λιμνούλα και αποφάσισε πως έργο της θα είναι να ταΐζει τις χήνες που έπλεαν ανάμεσα στα φύκια και τα λουλούδια.
Έτσι ζούσε ευτυχισμένη για κάποιον χρόνο, προετοιμάζοντας τον εαυτό της, χωρίς να το γνωρίζει η ίδια, για κείνα τα μεγάλα μαρτύρια που της ήταν γραφτό να έρθουν ως λογικό γύρισμα της μοίρας απέναντι στην ευτυχία της και να την οδηγήσουν στον μόνο αληθινό δρόμο της Αδελφότητας των Κίτρινων Αμφίων[2].
Μακάριοι οι ταπεινοί τη καρδία, που έχουν σπάσει τα Δεσμά[3]
Χαρά μεγάλη είναι το αναχωρητήριο μας. Ζούμε χωρίς να αγαπάμε απόλυτα τίποτα σε αυτόν τον κόσμο, σαν το πουλί που δεν κουβαλά μαζί του τίποτα παρά μονάχα τα φτερά του.
Οδησσός, 1919
[1]Σ.τ.Μ.: Σουρμές (τουρκ. sürme): μαύρη καλλυντική χρωστική ουσία, ιδιαίτερα γνωστή στην Ανατολή.
[2]Σ.τ.Μ.: Εννοείται το βουδιστικό μοναστήρι. Ως γνωστόν οι βουδιστές ασκητές φοράν κίτρινα αντεριά, τα λεγόμενα κασάγια.
[3]Σ.τ.Μ.: Στον βουδισμό υπάρχει έννοια των δέκα νοητικών Δεσμών, τα λεγόμενα Saṃyojana, από τα οποία καλείται να απελευθερωθεί ένας ασκητής.
ΙΒΑΝ ΜΠΟΥΝΙΝ
Ο Ιβάν Αλεξέεβιτς Μπούνιν γεννήθηκε το 1870 στο Βορόνεζ της Ρωσίας και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στο κτήμα του πατέρα του στην περιοχή του Οριόλ. Συγγραφέας σχετικά άγνωστος στο ελληνικό κοινό, κατέχει όμως μια περίοπτη θέση στο στερέωμα των καλύτερων ρώσων πεζογράφων του εικοστού αιώνα. Βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1933 και το βραβείο Πούσκιν. “…Ο Μπούνιν είναι όλος μια τεντωμένη χορδή και το συγκρατημένο ύφος του είναι ένδειξη μεγάλης εσωτερικής δύναμης. Είναι σκληρός και σφιχτοδεμένος. Τη σκληρότητα την ανεβάζει στο επίπεδο κάποιας αμείλικτης καλλιέργειας. Και τι ταλέντο! Τι γλώσσα! Ίσως είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να δώσει η σύγχρονη πεζογραφία…”, γράφει ο Γκόρκι.
Βιογραφικό του μεταφραστή
Ο Νικήτας Αλεξάνδρου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης νεοελληνική και βυζαντινή φιλολογία και έκανε μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο Θράκης πάνω στη λογοτεχνική μετάφραση και τη συγκριτική φιλολογία στις χώρες της Μαύρης Θάλασσας. Μεταφράζει από τα ρώσικα και ασχολείται με την κρητική παραδοσιακή και την οθωμανική κλασική μουσική.
