Το λευκό πουκάμισο
Μια εικόνα κατρακύλησε απ’ το βάθος. Δοντάκια έχει άραγε ένα γύρο ή μήπως είναι δαντέλα;
Ένα λευκό πουκάμισο στο σώμα-ιστίο φτερουγίζει. Τον έφηβο πατέρα με σκιές τον σχηματίζει. Και είναι καλοκαίρι με στιλπνά κατάμαυρα μαλλιά, που άσκεφτα ρίχνεται από την κορυφή ως κάτω. Ο λόφος αχνίζει, βάτα παντού και πυρωμένη πέτρα. Και ένας ήλιος που βαράει ταμπούρλο πάνω στους κορμούς, στριγγό βιολί πηγαινοφέρνει το δοξάρι του στης θάλασσας τους αιχμηρούς αφρούς.
Μα εκείνος ξανά και πάλι όλο χαρά, σπούργος που με τα τιτιβίσματά του Μοντιλιάνι ζωγραφίζει. Σβέλτος, γερός, μια τσακμακόπετρα.
Ωσότου βράχος με κακία το ακριβό του απόκτημα, το εκθαμβωτικό του ρούχο σκίζει.
Η πρώτη ήττα ανυποψίαστους πάντα μας βρίσκει· έτσι και σένανε που αγκαλιά μιας ευτυχίας είχες για μητέρα, ενόσω η ζωή, γυναίκα δίβουλη καραδοκούσε την απάντηση να δώσει.

Οι πέτρες
Στην κόχη εκείνη το σκοτάδι πέφτει νωρίς. Είναι ίσως που κι εγώ βιάζομαι να κλείσω τα παντζούρια, καλά να τ’ ασφαλίσω. Σκεπή κι αν έχει δεν την βλέπω. Μόνο ακούω τον θόρυβο που κάνουν οι πλανήτες σκάζοντας μέσα μου. Καθώς μπροστά μου στημένες έχω προτομές. Νηστική από γέννα πατινάρω άχαρα σε φύση ασυμφιλίωτη με αιτήματα όλο και πιο επείγοντα. Ήχοι, κλαγγές, στροβιλισμοί γύρω από τον πυρήνα.
Η πόρτα ανοίγει, ο φάκελος παραδόθηκε. Έπρεπε ν’ απουσιάζω, σκέφτομαι ενώ πισωπατώ βιαστικά στα σκοτεινά και πάλι να βρεθώ. Σκοντάφτω· στοίβες είναι τα χαρτιά, η κόχη μου ασφυκτικά γεμάτη, πια δεν μου ανήκει.
Άγγελος με μαύρα φτερά εκεί με το ένα χέρι δείχνει, ενώ με τ’ άλλο μου κάνει νόημα σιωπής. Έριξες πολλές πέτρες πίσω σου, λέει, ο γδούπος τους αντηχεί ακόμα. Καιρός να τις μαζέψεις. Και να τις εκτιμήσεις. Κάποιες απ’ αυτές είναι πολύτιμες, το ξέρεις. Και εκεί όπου τις πέταξες, την κάθε μια σε άλλο τόπο, σ’ άλλο χρόνο, σ’ άλλον αιώνα, πολλά είδαν τα μάτια τους και έχουν να διηγηθούνε. Μ’ αυτές παραμυθένιο κάστρο μπορείς να κτίσεις. Όμως, προτίμησε αυτί να στήσεις, να τις ακούσεις· ν’ ακούσεις την ψιχάλα που τις χάιδεψε, τη θύελλα που τις μαστίγωσε, τον ήλιο που αλύπητα πάνω τους χτύπησε μεσοκαλόκαιρο. Τα βρύα που τις έντυσαν το πράσινο βελούδο τους.
Μία μία συγκέντρωσέ τες και τις νύχτες βάλτες να σε νανουρίζουν, τις ημέρες να σε διδάσκουν.
Αυτά μου είπε ο άγγελος. Και νόμισα πως είδα τα μαύρα του φτερά χρυσά να γίνονται.
