Ευγνώμων, αρχίζω παραθέτοντας το πρώτο γράμμα.
«Αύριο αναχωρώ για την έρημο, μάνα. Χρωστάω να επισκεφτώ τα μέρη, όπου ο θάνατος είναι περισσότερο εδραιωμένος. Να δω πώς κρατιέται η ζωή και πού κρύβεται. Αν καταφέρω να επιστρέψω με μια απάντηση, ίσως με συνδράμει την ώρα της μεγαλύτερης ανάγκης μου. Είναι φοβερό και πώς εκεί είναι το φως που τιμωρεί. Δεν χρειάζονται Ρωμαίοι να ξεφλουδίζουν λίγο λίγο το δέρμα σου. Εκεί δεν μπορείς να κρυφτείς από το βλέμμα του. Να γλιτώσεις την αξιολογική του βαρύτητα. Μη με ψάξεις. Μη στείλεις τίποτα. Πρέπει να χάσω τον κόσμο ώστε να μπορώ να μιλάω εξ ονόματός του. Πρέπει να θαφτώ στη σιωπή για να δικαιούμαι να έχω φωνή.
Θα γυρίσω όταν μπορέσω».
Δεν ξέρω αν αλήθεια βρέθηκαν σπαράγματα αλληλογραφίας του Ιησού. Δεν ξέρω αν αλήθεια έγραφε στη μάνα του, όσο έλειπε από κοντά της, τον καιρό που ασκήτεψε, απόκτησε ακολούθους, πιστούς και φίλους. Δεν ξέρω αν τα γράμματα που μας παρουσιάζει ο Κυριάκος Χαρίτος δύο χιλιετίες αργότερα έχουν πράγματι ίχνη ιστορικής τεκμηρίωσης.
Αλλά δεν μου χρειάζεται να ξέρω. Ούτε θεωρώ ότι ο συγγραφέας χρειαζόταν μια αφορμή για να γράψει αυτό το βιβλίο. Του το δικαιολογώ απολύτως, επειδή ο καλύτερος λόγος για να γραφτεί ένα βιβλίο είναι η δίψα κάποιου να το διαβάσει. Κι αν ένα βιβλίο μας υπενθυμίζει ότι διψάμε για κάτι που μας είναι ακόμη ανεπίγνωστο, και μόνο για την υπενθύμιση αυτή αξίζει που γράφτηκε. Και όταν, μαζί με την υπενθύμιση, το βιβλίο σου δίνει και το ποτήρι με το νερό για να ξεδιψάσεις, δεν χρειάζεται καμιά άλλη αφορμή. Καλώς γράφτηκε.
Εμένα το βιβλίο με ξεδίψασε και χρειάστηκα την δεύτερη ανάγνωση, μήπως και καταλάβω για τί ακριβώς διψούσα. Αλλά του καθενός η δίψα μπορεί να είναι άλλη. Άλλο νερό να χρειάζεται τώρα κι άλλο αύριο. Και άλλο νερό να του προσφέρει το ίδιο βιβλίο σε άλλη χρονική στιγμή. Αφού το κάθε κείμενο αναπλάθεται στην ψυχή και τη σκέψη του κάθε αναγνώστη, μπορεί και πολλές φορές, αν το διαβάσει ξανά και ξανά με απόσταση χρόνων.
Εύχομαι να ξεδιψάσει κι άλλους αναγνώστες το «Γράμματα στην Παναγία». Αυτό για το οποίο διψούσα εγώ θα το πω στο τέλος αυτής της μικρής αναφοράς. Και θα το πω με λίγα λόγια, επειδή κάτι ουσιώδες το χωράνε λίγα λόγια.
Ξέρω ότι με συνεπήρε η ροή της ανάγνωσης και με συγκίνησε η απλότητα και η ταπεινότητα του προσώπου που γράφει στη μάνα του. Ενώ αυτό το πρόσωπο εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια έχει γίνει πλέον σύμβολο για εκατομμύρια ανθρώπους και εκατοντάδες χώρες, γλώσσες, πολιτισμούς του πλανήτη. Τόσο φορτίο επένδυσε ο μύθος στον Ιησού, όση ανάγκη είχαμε οι άνθρωποι για παραμυθία στην πορεία της εξέλιξης. Ήταν η ανάγκη μας να αντισταθμίσουμε τη βαρβαρότητα, με όποιο αντίδοτο μπορούσε να τιθασεύσει τις πρώιμες σφραγίδες φόβου και βίας του ανθρώπινου είδους. Αυτή η ανάγκη ακούμπησε στις πλάτες ενός και μόνο ανθρώπου. Κι επειδή το φορτίο ήταν πολύ βαρύ για έναν άνθρωπο, αυτός έπρεπε να έχει και την θεϊκή υπόσταση για να το αντέξει.
Στο βιβλίο, ο επιστολογράφος δίνει αναφορά στην Παναγία για την καθημερινή του ζωή και τον αγώνα του για την επιβίωση. Στην πρώτη επιστολή, την οποία παρέθεσα στην αρχή αυτής της αναφοράς, αναφέρεται σαφώς στον άνωθεν ρόλο που είχε κληθεί να επιτελέσει στον τότε κόσμο του. Είχε όμως και επίγνωση της αποστολής του για το μέλλον του κόσμου. Είχε και τις αμφιβολίες του αν θα τα καταφέρει. Αν θα σταθεί αντάξιος του χρέους που του ανατέθηκε.
Η ισοζυγισμένη και ευαίσθητη απόδοση της διττής υπόστασης του Ιησού από τον Κυριάκο Χαρίτο, μας τον κάνει εξαιρετικά οικείο. Μέχρι και να του μοιάζουμε μπορεί να νιώθουμε κάποιες στιγμές. Ίσως κι εμείς, κάποια στιγμή στη ζωή, περνάμε, έστω και για λίγο, από την απλοϊκή ιδιοτελή υπαρξιακή ταυτότητα σ’ εκείνην της ανιδιοτέλειας και της θυσίας για την υλοποίηση ενός συλλογικού οράματος. Και ο σταυρός που ενδεχομένως κουβαλάμε, όταν τον φέρουμε με αξιοπρέπεια, μας υπόσχεται, με αμφιβολία ίσως, ένα καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενιές.
«Κι αν αποτύχω, μάνα; Τότε, τι; Αναρωτιέμαι πώς καταλαβαίνει κανείς ότι τα κατάφερε;…», της γράφει.
Μαζί όμως με το βάρος της ευθύνης και του χρέους, νιώθει τη ζωή να σφύζει γύρω του και κάτι μοναχικές στιγμές ατενίζει τον έναστρο ουρανό, για να πάρει απάντηση στο ερώτημα «που ανήκει ο ίδιος». Επειδή, αυτός που γράφει στη μάνα του έχει ταυτόχρονα δυο υποστάσεις. Η μία τον καλεί στην υπέρβαση ενώ η άλλη λαχταρά τη ζωή, το χώμα, το δέντρο, το νερό, το σώμα. Και είναι στιγμές που καταφέρνει- ο Κυριάκος Χαρίτος- να ζεύξει τις δυο υποστάσεις του επιστολογράφου.
«Έφαγα προχθές ένα μικρό κεράσι, μάνα. Ένα τόσο δα μικρό κεράσι. Και είπα, ναι. Πιστεύω», της γράφει.
Ο Κυριάκος Χαρίτος γράφει στην Παναγία και είναι σαν να απευθύνεται ο ίδιος στη μάνα του. Και πώς αλλιώς; Πώς γράφουν αλλότριες ιστορίες οι συγγραφείς; Πώς μεταφέρουν στο χαρτί τις ζωές των άλλων, πώς περιγράφουν τόπους που δεν επισκέφθηκαν ποτέ κι όμως γίνονται πιστευτοί; Μα με την ταύτιση, με την φαντασία, με την ενσυναίσθηση και εν τέλει με την αγάπη. Ταυτίζεσαι με τα πρόσωπα που περιγράφεις και τα αγαπάς από τη στιγμή που ταυτίζεσαι. Πόσω μάλλον, αν το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεσαι ταυτίζεται ανά τους αιώνες στη συνείδηση των ανθρώπων με την Αγάπη.
Το όνομα του επιστολογράφου δεν αναφέρεται ποτέ στο βιβλίο αλλά η μητέρα, στην οποία απευθύνονται τα γράμματα, είναι από δύο χιλιετίες η Μητέρα όλων, η Παναγία.
Ο συγγραφέας αναγκαστικά και απενοχοποιημένα γράφει σε πρώτο πρόσωπο. Χρησιμοποιώ τη λέξη «απενοχοποιημένα», επειδή ίσως κάποιοι θα ενοχληθούν από την τόλμη του. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που το θρησκευτικό κατεστημένο θα θεωρήσει βλάσφημη την καλλιέργεια της τέχνης στα χωράφια του. Αν, ωστόσο, κάποιοι ενοχληθούν, δεν θα έχουν καταλάβει πόσο βαθιά ευλαβικό είναι αυτό το βιβλίο.
Και έρχομαι ακριβώς στην αρχική μου αναζήτηση. Για ποιο λόγο ήταν τόσο ανακουφιστικά επιδραστικό για μένα το «Γράμματα στην Παναγία», με την πρώτη ανάγνωση. Για ποιο λόγο, όταν το τελείωσα, με μίαν ανάσα και με απόλαυση, ένιωσα μία μεγάλη ευεργεσία, ψυχική και πνευματική.
Εν τέλει υποθέτω ότι:
Ο Κυριάκος Χαρίτος σκιαγραφεί τον Ιησού τόσο γήινο και ανθρώπινο -παράλληλα και με την υπερβατική του υπόσταση- ώστε νιώθουμε πως μπορούμε να του μοιάζουμε.
Ο Ιησούς ενσάρκωσε, ως συμβολική παρουσία, την πανανθρώπινη προσδοκία της σωτηρίας του κόσμου μέσα από το απόλυτο καλό, την Αγάπη.
Συνεπώς, υπάρχει ελπίδα, η Αγάπη, που εκείνος δίδαξε ως προϋπόθεση σωτηρίας, να είναι εφικτή συνθήκη για τον καθένα από εμάς και εφικτό όραμα για το μέλλον του κόσμου. Κι αυτό, σε μια συγκυρία όπου η βαρβαρότητα μοιάζει να στραγγαλίζει κάθε προσδοκία.
Αυτή τη δίψα για ελπίδα, νομίζω, ότι μου αποκάλυψε το βιβλίο. Και με ξεδίψασε, θεραπεύοντας με την δυνάμει προσδοκία την απόγνωση που με είχε αλώσει.
Ευγνώμων, παραθέτω την τελευταία παράγραφο της τελευταίας επιστολής -την πιο αθώα, την πιο αφοπλιστική, την πιο συγκινητικά ανθρώπινη του βιβλίου.
«Πριν σε χαιρετήσω, θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι που με βαραίνει χρόνια. Τότε στον Ναό. Στα εφηβικά μου. Δεν μπήκα μέσα με σκοπό να διδάξω τις γραφές. Με κοιτούσατε με τόση προσμονή όταν με βρήκατε ανάμεσα στους γερόντους. Με τόση ελπίδα για το σπουδαίο που θα γινόμουν, που είπα ψέματα. Μια γάτα ακολουθούσα».
