You are currently viewing Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου: Η κόκκινη γραβάτα

Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου: Η κόκκινη γραβάτα

Η κόκκινη γραβάτα

 

— Με προλαβαίνεις; Δεν με προλαβαίνεις, γιατρέ… Έλα, γιατρέ μου, γρήγορα!
Η φωνή του γέρου Ανδρέα έτρεμε. Ήταν φόβος — όχι για τον θάνατο, αλλά για τη βεβαιότητά του.

Ο νεαρός αγροτικός γιατρός φόρεσε πρόχειρα τα ρούχα του μέσα στην παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα. Άρπαξε την τσάντα του και βγήκε στα σκοτεινά σοκάκια του χωριού. Το φεγγάρι φώτιζε αχνά τις πέτρινες αυλές. Ο αέρας του ράπιζε το πρόσωπο. Την πόρτα τού άνοιξε η γυναίκα του γέροντα, η Θεοδότη. Μια γριά με μαλλιά λευκά σαν στάχτη και μάτια ξεθωριασμένα, κιτρινισμένα, που γυάλιζαν θάνατο.

Ο γέροντας ήταν ήδη νεκρός. Άσπρος σαν πανί, σωριασμένος στο κρεβάτι. Τα χέρια του άτονα — σαν να είχαν κι αυτά παραδοθεί.

Ο γιατρός την κοίταξε και με χαμηλή φωνή, της είπε:

—Τον έχασες. Λυπάμαι.

Εκείνη σταυροκοπήθηκε. Έβγαλε έναν αναστεναγμό — μα έμοιαζε περισσότερο με ανακούφιση.

—Απαλλάχτηκα. Ο θάνατος είναι αθάνατος, ευτυχώς!

Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.

—Ξέρεις, γιατρέ μου, πόσο ξύλο έχω φάει εγώ και ο γιος μου απ’ αυτόν; Πόσα χρόνια τον έτρεμα; Μια ζωή φόβος… σιωπή. Ε, αρκετά! Αγωνιστής και δίκαιος, δε λέω, για τον κόσμο. Μα στο σπίτι σατράπης. Μια γυναίκα άβουλη και στην άκρη ήθελε. Όπως όλα τα αρσενικά της γενιάς του. Το «θέλω» μου, ούτε που το λογάριασε ποτέ. Δεν θα τον κλάψω. Και τώρα, πες μου, τι να τον κάνω; Πώς να τον ετοιμάσω η έρμη;

Ο γιατρός δεν μίλησε. Έκανε αυτό που επιβάλλει η σιωπή του επαγγέλματός του. Δεν του αναλογούσε, το ήξερε. Μα δεν υπήρχε άλλος. Και η γυναίκα; Ούτε δάκρυ, ούτε χέρι. Μόνο σιωπή. Και μίσος, μαζεμένο στα σωθικά τόσα χρόνια Κι έτσι, σιωπηλά, πλησίασε τον νεκρό, τον έπλυνε, τον ξύρισε, τον ετοίμασε όπως αρμόζει σε άνθρωπο που φεύγει για τον άλλο κόσμο.

Με προσοχή, τράβηξε το τραπέζι στην άκρη του δωματίου. Άπλωσε το παλιό υφαντό κιλίμι — κόκκινο και μπλε, με έναν ήλιο στη κέντρο — και τον ξάπλωσε πάνω του. Ίσιο, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, δεμένα μ’ ένα άσπρο πανί. Έδεσε και το σαγόνι με το ίδιο.

Η γυναίκα, σαν να συνήλθε ξαφνικά, έφερε μερικά κέρματα. Τα έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του. Ήθελε να είναι σίγουρη πως ο νεκρός θα περάσει απέναντι. Στα χέρια του τοποθέτησε μια μικρή εικόνα της Παναγίας. Άναψε το καντήλι. Έβαλε δίπλα του ένα ποτήρι νερό.

Κοίταξαν τον νεκρό, και το μίσος έσβησε για μια στιγμή από τα μάτια της, η αγωνία χάθηκε από τα δικά του. Μόνο μια παράξενη γαλήνη και η απόλυτη σιωπή απέμειναν.

— Είναι έτοιμος, είπε ο γιατρός. Κάτσε τώρα δίπλα του και κλάψε τον. Σε λίγο θα ξημερώσει.

Η Θεοδότη δεν κουνήθηκε. Στεκόταν όρθια, με τα χέρια στους γοφούς. Γύρισε και κοίταξε τον νεκρό Αντρέα. Ύστερα του έριξε δύο μούντζες και ένα βλέμμα όλο μίσος.

— Άκλαυτος θα μείνει από μένα. Μοιρολόι δεν θα βγει απ’ το στόμα μου. Όσο κι αν λένε για το «χρέος». Το χρέος μου το έκανα. Έμεινα δίπλα του τόσα χρόνια.

Ο γιατρός την κοίταξε για λίγο, έπειτα ρώτησε:

— Τι αγαπούσε πιο πολύ;

Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα.

— Το κόμμα… και τη γραβάτα του. Την κόκκινη. Μόνο αυτή φορούσε σε γιορτές και διαδηλώσεις. Με περηφάνια. Τη φύλαγε σαν φυλαχτό.

Βάδισε προς το ερμάρι. Ξεκρέμασε την παλιά, κάπως φθαρμένη, κατακόκκινη γραβάτα. Την έδωσε στον γιατρό. Εκείνος την πήρε και την πέρασε προσεκτικά στον λαιμό του νεκρού. Έδεσε έναν κόμπο μεγάλο, συμμετρικό. Το κόκκινο ύφασμα έπεσε πάνω στο χλωμό πρόσωπο, σαν χρώμα πάνω σε λευκό χαρτί. Η Θεοδότη πλησίασε αργά. Έσκυψε και έσφιξε με δύναμη τον κόμπο της γραβάτας. Οι κόμποι στα χέρια της πετάχτηκαν, οι φλέβες της μπλάβισαν. Ήθελε να είναι σίγουρη πως κοιμήθηκε για πάντα. Πως δεν θα ξυπνήσει ξανά.

Ετοιμάστηκε να φύγει. Μα πριν φτάσει στην πόρτα, η Θεοδότη του φώναξε:

— Να ξέρεις, γιατρέ μου… σήμερα μου ’δωσες μεγάλη χαρά με αυτό το χαρτί θανάτου. Και ό,τι είπαμε, να μείνει μεταξύ μας.

Ο γιατρός στάθηκε σιωπηλός για μια στιγμή. Της έσφιξε το χέρι, μια σιωπηλή συμφωνία κυρίων. Ύστερα κατέβηκε τα σκαλιά αργά, μέσα στη νύχτα που ακόμα δεν έλεγε να τελειώσει.

Ένας χρόνος πέρασε. Πάλι καταχείμωνο, πάλι στο ίδιο χωριό. Το τηλέφωνο χτύπησε στο αγροτικό ιατρείο. Ήταν η κυρά Θεοδότη.

— Γιατρέ μου… σε θέλω. Θα γίνεις ο «μπουραζέρης» μας. Παντρεύεται ο γιος μου και θέλω εσύ να φορέσεις την κάλτσα στη νύφη μου.

Εκείνος απάντησε έκπληκτος:

— Τι λες, κυρά Θεοδότη;

— Ναι, γιατρέ μου. Ο λεβέντης μου ήρθε απ’ την Αφρική. Παντρεύεται. Να βάλεις τα καλά σου και να έρθεις. Σε θέλω και σ’ αυτή τη χαρά μου.

 

 

 

Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.