Το ρίγος της ανθρωπότητας το πιο καλό μοιράδι,
Όσο κι αν ο κόσμος πάντα αυτό το αίστημα του το ακριβοπληρώνει
Γκαίτε, Φάουστ, β’ μέρος
Κυκλικώς ξεκινώντας φθάσαμε τα θρύψαλα του τηλεβόλου ενωρίτερα και από τον γδούπο του φωτός
Ανδρέα Εμπειρίκου, Υψικάμινος
Το δίδυμο των κύριων εισηγητών του ελληνικού υπερρεαλισμού Ανδρέας Εμπειρίκος και Νίκος Εγγονόπουλος ξεκίνησαν στα 1935 [δηλαδή έντεκα χρόνια μετά το πρώτο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού, 1924] με την Υψικάμινο του πρώτου και την έμπνευση αντλημένη από την περίφημη αυτόματη γραφή [η οποία είναι τρόπος γραφής κατά τον οποίο η σκέψη εκφράζεται ελεύθερα και αυτόματα, χωρίς περιορισμούς από τους κανόνες της λογικής και ηθικής και μέσα από αυτήν οι υπερρεαλιστές ζήτησαν να βρουν ασυνήθιστους τρόπους έμπνευσης και άμεση επαφή με το υποσυνείδητο θέλοντας να απελευθερώσουν την φαντασία από τα δεσμά των λογικών και των λογοτεχνικών κανόνων και να βγάλουν τη λογοτεχνία από το αδιέξοδο]. Στην συνέχεια όμως η ποιητική τους πορεία βρήκε δρόμους λιγότερο εκρηκτικούς, μυστικούς ή ερμητικούς να πορευθεί.
Αντίθετα ο Έκτωρ Κακναβάτος ακολούθησε αντίστροφη πορεία. Περνώντας ο καιρός η ποίησή του γίνεται δυσχερέστερη στην κατανόησή του, «ο λόγος του συστρέφεται και οι ανατροπές του έλλογου στοιχείου πολλαπλασιάζονται».
Ο ποιητής δεν δέχεται ωστόσο ότι η ποίησή του είναι ερμητική. «Το έλλογο στοιχείο είναι το πιο πέψιμο στοιχείο για τις μαχητικές συνήθειες και τις αγκυλωμένες δυνατότητες του καθημερινού λόγου. Είναι το βατό μονοπάτι της βολεμένης έκφρασης. Μα η ποίηση, το μόνο καταφύγιο κερδισμένης λευτεριάς του παγιδευμένου ατόμου, στη μοναξιά του», αν σέβεται τον εαυτό της και τον αναγνώστη πρέπει να επιμένει και να τολμά να χρησιμοποιεί τη γλώσσα με κάθε τρόπο «αντλώντας από το μετάλλευμα των λέξεων».
Περίμενέ με
Φτάνω μεσάνυχτα ακριβώς
Μεσάνυχτα και πέντε κάνομε έρωτα in vitro
σε δοκιμαστικό σωλήνα
Στα μάτια μας αναποδογύριζε η ίρις·
έλεγες: τωόντι αναμάρτητο το σπέρμα
ενδοφλεβίως
Έξω μακριά σε κάποιο Μπαγκλαντές
με τα γεράκια του ο θάνατος
Συνεχίζαμε ως το πρωί
σε δοκιμαστικό σωλήνα.
«Η Ποίηση ποδηγετεί τη Γνώση και τις προτάσεις της. Και οι δυο τείνουν στην ανίχνευση του Χάους. Τα δρώμενα του μύθου είναι αισθητά με την παρέμβαση μιας εκβλάστησης του Χάους που τη λένε Χρόνο».
Το γλωσσικό ιδίωμα του Έκτορα Κακναβάτου είναι ένα αμάλγαμα ετερόκλητων στοιχείων που αποτελείται από θραύσματα της αρχαίας έως εκφράσεις της αργκό, τύπους της καθαρεύουσας και ευρηματικούς νεολογισμούς που κινούνται ανάμεσα στην ομιλία και τη γραφή.
Δεν ήταν ο ζέφυρος.
Ήταν ο συρφετός της λίμνης…
Ήταν η προώθηση του πενιχρού επιχειρήματος που
Αναμασούσε το μυρμήγκι. Κατόπιν ήρθε ο πριονιστής
Ο Κακναβάτος χρησιμοποιεί ακόμα την εκκλησιαστική ποίηση και υμνολογία. Ενώ συναντάμε ακόμα και τη σπιρτάδα και τη ζωντάνια της ομιλουμένης σήμερα γλώσσας.
Κάτω από το παράθυρο μου πέρασε πάλι αυτός
δόκανο για φεγγάρια
Το κεφάλι του τετράγωνο κλουβί
μέσα του ένα μάτι
απ’ τα λίγα που περίσσεψαν της νύχτας
μα όχι ψάρι
Σου γράφω μετά από τρεις βροχές
Η απόπειρα μου για το ποιος είναι ο άλλος που είμαι
απότυχε
Τι να σου λέω λοιπόν για τη μοναξιά με λέξεις
Μη δεν είδες θερισμένο κάμπο πέρα πέρα
καταμεσί του απόμαχο βαγκόνι έξω από τις ράγιες
τη σιγαλιά ν’ ακουμπάει πάνω του
δίχως κουδούνι να βοσκάει η ερημιά
κατάψηλα να περιπολούν κοράκια;
Κάτω απ’ το παράθυρο μου πάλι αυτός
Το κεφάλι του εγώ: είσοδος κινδύνου.
Ο Έκτωρ Κακναβάτος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Κοντογιώργη, Πειραιάς, 1920 – 8 Νοεμβρίου 2010) σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1937-1941) και εργάστηκε ως καθηγητής στην ιδιωτική εκπαίδευση. Διετέλεσε σύμβουλος στο Υπουργείο Παιδείας και αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Συγγραφέων. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εξορίστηκε στη Μακρόνησο και την Ικαρία, το 1947, εξαιτίας των αριστερών του πεποιθήσεων.
Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1943 με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής που είχε τίτλο Fuga. Τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1983 για τη συλλογή του In Perpetuum).
Στα ποιήματά του δεν υπάρχει απολύτως καμία αναφορά στις συνθήκες της εποχής του. Αντίθετα, οι τίτλοι τους παραπέμπουν στα δύο σταθερά ενδιαφέροντά του: τη μουσική και την επιστήμη. Τον επόμενο χρόνο, μαζί με τον ομότεχνό του Δημήτρη Παπαδίτσα (1922-1987) δημοσιεύουν στο περιοδικό Νεανική Φωνή το κείμενο Μία θέση και μία έφοδος, ένα είδος μανιφέστου για τους ποιητές της γενιάς τους.
Από το 1958 έως το 1962 εργάζεται στη Σύρο, όπου φτιάχνει δικό του φροντιστήριο.
Το 1961, μετά από δέκα χρόνια σιωπής, επανεμφανίζεται στα γράμματα με την ποιητική συλλογή Διασπορά. Από τότε η παρουσία του στα ποιητικά πράγματα υπήρξε συνεχής.
Το 1963 μετακομίζει στην Αθήνα και διδάσκει σε φροντιστήρια υποψηφίων για τα ΑΕΙ, έως το 1973, οπότε προσλαμβάνεται στη Σχολή Μωραΐτη.
Υπήρξε ένας από τους συνεπέστερους εκπροσώπους του υπερρεαλισμού στη χώρα μας, βαδίζοντας στα χνάρια του Εμπειρίκου, του Κάλας και του Εγγονόπουλου, μαζί τους Μάτση Χατζηλαζάρου, Μαντώ Αραβαντινού, Γιώργο Λίκο, Δημήτρη Παπαδίτσα, Μίλτο Σαχτούρη και Νάνο Βαλαωρίτη. Το ποιητικό του σύμπαν χτίστηκε ακόμη από τα ρητορικά και ενοραματικά υλικά του δημοτικού τραγουδιού, του Παλαμά, του Σικελιανού και του Ελύτη.
Έφτασε στα άκρα την αυτόματη γραφή, ζωντανεύοντάς τη με στοιχεία από την επιστήμη των μαθηματικών και τη θεωρία του χάους. Όντας καθηγητής μαθηματικών είναι προφανώς ο πρώτος έλληνας ποιητής που ασχολήθηκε με την κοσμολογία της μετα-αϊνστάνειας φυσικής και βέβαια ο πρώτος που σ’ ένα ποίημα του 1964 αναφέρεται σε μία τεχνητή γλώσσα των υπολογιστών (η σκέψη από την γενιά του αλγόλ, από τη συλλογή Η κλίμακα του λίθου).
ΑΛΓΕΒΡΑ
Πέρα κατά τη δημοσιά
φάνηκε πρώτα στήλη κουρνιαχτός
ως τα μεσούρανα
Δεν άργησε πολύ
Ο δρόμος έφερνε το ποδοβολητό
το χουγιατό της
Κλείνανε παράθυρα κατέβαιναν ρολά
Σιδεροντυμένη έμπαινε πια στην πόλη
η εξίσωση.
ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΛΛΟΘΙ
Το σκυλί μου κόπια του όγδοου αιώνα
κομμένο στα τέσσερα
μ’ άλλους σακατεμένους κώδικες
λέω να το πουλήσω για πατατόσπορο
έχω παιδιά να θρέψω
θέλει πισσόχαρτο η στέγη μου
θέλει καλαμπόκι το κοτέτσι
θέλουν τα ποντίκια μου τυρί
την Πτολεμαία Κλεοπάτρα θέλω στο στρώμα μου
και βρέχει.
«Η διαύγεια του ποιητικού λόγου του Κακναβάτου», γράφει ο Θ.Δ. Φραγκόπουλος, «με τη δραματική της εξωστρέφεια δημιουργεί μια διαφάνεια τόσο ζείδωρη, ώστε να του επιτρέπει οποιοδήποτε εύχαρι χορευτικό αυτοσχεδιασμό».
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος υποστηρίζει ότι: «ο Κακναβάτος είναι εν πρώτοις ποιητής κρυπτικός. Δεν υπάρχει ούτε ένα ποίημα του που να μην έχει πυρήνα ιστορικό, επίκαιρο ή πολιτικό». Ο Κακναβάτος δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιεί τον υπερρεαλισμό σαν όπλο που έχει επαναστατικό και ανατρεπτικό χαρακτήρα.
Από τότε που η ερώτηση μου
μπήχτηκε λοξά στα νεφρά της πολιτείας,
από τότε που ‘γινε κομμάτια η θάλασσα
καθώς στάμνα χωματένια,
από τότε που άρχισαν να παρακμάζουν οι χειρονομίες σου,
να διαλύεται η φωνή σου όπως ομίχλη σε παράθυρο,
[…]
μα μη μπορώντας να ξεφύγει το μοιραίο
να γίνεται άλλη μια φορά η ερώτηση μου
λοξά μπηγμένη εκεί : στα νεφρά της πολιτείας.
Μ’ αυτό τον κύκλο ένα οχτάχρονο αγόρι έπαιζε το τσέρκι
τ’ απάνου τρέχοντας στο δρόμο του ορυχείου :
δε θα πεθάνομε λοιπόν.
[…]
Όλα θα τ’ ανασυνθέσω με υπομονή.
Βρήκα στην τύχη μερικές σελίδες
εδώ κ’ εκεί απ’ το στήθος σου.
Μικρά κορίτσια ζωγράφισαν επάνω τους
παράξενα χρυσόψαρα.
Ένα κουρέλι απ’ το μάγουλο σου, απόκομμα θύελλας,
Κρεμότανε στα σύρματα στιγμή τη στιγμή να πέσει.
«Η ποίηση του Κακναβάτου», συνεχίζει ο Γεωργουσόπουλος, «μοιάζει συχνά ως μαγική επωδός, ως ξόρκι, ως λεκτικός απήγανος. Συχνότατα ως γιούχα, ως χλεύη και διαπόμπευση, δημόσιος διασυρμός […] Η φωνή του ποιητή ακούγεται αρκετές φορές ως ντελάλημα ή ως ηχώ της αβύσσου, ως αρχαία φωνή που μεταφέρει αρχαίο θυμό μέσα από τις σάλπιγγες μιας νέας Ιεριχούς».
ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΞΟΤΗΣ
Τώρα σε τέταρτη διάσταση συνεχίζω όσα δεν είπαμε.
Χαμογελώ του χρώμιου χτες του ψευδάργυρου
αύριο πεθαίνω του λιγνίτη
χαλκός και νίκελ ματώνουν μες στα χέρια μου
που πρέπει τ’ αναστάσιμα καρφιά μας να ισιώνω
κ’ η διεθνής του αντιμόνιου απ’ το χαράκωμα
ατέλειωτο ταμπούρλο.
Θεόσταλτοι αφορισμοί από τους άμβωνες με οχταήχι
με σιγγίλια π ε ί θ ο υ ν ε με ξιφολόγχες και
χρηματιστήρια, με οχτάστηλα ή τέταρτη εξουσία
κι ο δεξιός ιεροψάλτης λουστρίνι μάγουλο
βήμα που το ‘μαθε η χήνα
καινούργιος στη μασχάλη του ο χαρτοφύλακας
από το δέρμα σου πατρίδα.
Μόνο ο ιδρώτας μου ερυθρόδερμος παραμερίζει
υπόκλιση άψογη, χαμόγελο νέα μανιφατούρα
ξάφνου αμολάει το κανελί σκυλί του
κι όλα γίνονται της πουτάνας.
Δεν περνάει το δικό σου,
όχι.
(από τη συλλογή Οδός Λαιστρυγόνων)
«Τα ποιήματα του Έκτορος Κακναβάτου», γράφει ο Φραγκόπουλος, «είναι κάτι περισσότερο από ένα οδοιπορικό ψυχής ή ένα ημερολόγιο προσωπικών αποτιμήσεων. […] Είναι ένας ολόκληρος παλλόμενος κόσμος ψυχεδελικά μεθυστικός , που έχει επίγνωση της λυτρωτικής ικανότητας της ίδιας της ευεξίας του».
ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΜΕΓΑΛΟΣΥΝΗΣ
[…]
πιο ύστερα μια χούφτα χαλίκια
λουλακιά πράσινα μαύρα
που τα σφενδόνισε η πολυώροφη θάλασσα
με τις πολύστροφες έλικες του νότου
που καθώς πέφτουν πάλι κροταλούν
στο τσίγκινο αίμα μου
ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημα σου
ένα παράξενο οροπέδιο μεγαλοσύνης
όπως τραπέζι άδειο
με τ’ άσπρο τραπεζομάντιλο.
(Από τη συλλογή Διασπορά)
«Στον Κακναβάτο διαπιστώνεις μια αρρενωπή ασυνθηκολόγητη στάση κατάφασης στη ζωή», επιλέγει ο Θ.Δ. Φραγκόπουλος, «που παραμερίζει χάσματα αιώνων και πλησιάζει κόσμους παράταιρους, με μια βιαιότητα βιαστού, είναι μια ποίηση ψυχικής υγείας, τόλμης ευωχίας και λυρικής έπαρσης που έχουμε να δούμε από τον καιρό του Άγγελου Σικελιανού».
Εκτός από το ποιητικό, ο Κακναβάτος μας άφησε και αξιόλογο μεταφραστικό έργο.
Πέθανε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 2010, σε ηλικία 90 ετών.
Βοηθήματα:
-Περιοδικό Η λέξη, τχ.101, Γενάρης-Φλεβάρης 1991
-Ανδρέα Εμπειρίκου, Ποιήματα, Υψυκάμινος και Ενδοχώρα, Γαλαξίας, 1969
-Έκτωρ Κακναβάτος, Υψικαμινίζουσες Νεοπλασίες, Άγρα, 2001






