ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Οι δαίμονες της πόλης αλυσοδεμένοι.
Μαχαίρι στον ήλιο κάρφωσε το καλοκαίρι.
Βυθισμένο νησί, της φουρτούνας η ταραχή.
Οι φίλοι μου ξύπνησαν νέοι.
Στο πρόσταγμα του ανέμου.
Στην καυτή ανάσα της άμμου.
Ένα δάκρυ κύλησε.
Κύμα στον βράχο.
Η αύρα σου φοράει κίτρινο σήμερα.
Παναγιά μου σε κυνηγώ.
Στα λαξεμένα ξωκλήσια.
Η τελειότητα της στιγμής.
Μετέωρη στο γαλάζιο.
Πέτρα την πέτρα.
Κάτι πελεκάει ο γλύπτης στο φόντο.
Λιώσαν τα ρούχα μου.
Σκονίστηκε το βλέμμα.
Θεόγυμνος σε συναντώ.
Στα παλιά πατήματα.
Στην καμπύλη του κοντραμπάσου.
Στην επιπολαιότητα του θεού.
Κανείς δεν είναι τέλειος.
Απ’ το κέρατο του τράγου ήπια κι εγώ.
Το παλιάμπελο δώρισε πάλι τους χυμούς του.
Δυό σαύρες λιάζονται στην ξερολιθιά.
Οι οχιές ερωτοτροπούν κι ο δράκος μου κοιμάται.
Βλέπεις, τίποτε δεν μπολιάζεται με υποσχέσεις.
Μπρούσκο τα λόγια σου.
Γάργαρο αίμα γρήγορο.
Βαθιά πληγή στο στέρνο.
Μετάξι που τυλίχτηκα η ματιά σου.
Με τα μάτια των φιδιών που λάμπουν στην Σελήνη.
Τρέμω σύγκορμος απ’ το ρίγος της πνοής σου
κι η συνωμοσία των ανέκφραστων απλά κοιτάζει.
Σέρνομαι πίσω σου γονυπετής.
Πορφύρα της δύσης.
Ανάλαφρο κορίτσι στα κυκλάμινα.
Πάλι κατάφερα να χαθώ.
Τα μονοπάτια οδηγούν στα χθεσινά.
Ω Μαρία!
Πού χάθηκες πάλι;
Κωνσταντίνος Τσεκλένης
