Οι παραπάνω φράσεις που μεταφορικά σημαίνουν παραβιάζω όσα συμφωνήθηκαν με όρκο έχουν περάσει στη νέα Ελληνική μέσω των αιώνων από τους αρχαίους χρόνους και μάλιστα, όπως θα δούμε, από τους ομηρικούς.
Το δυσετυμολόγητο ουσιαστικό ὅρκος, η βεβαίωση που δίνεται με επίκληση του θεού και γενικώς κάποιου ιερού προσώπου ή μιας ηθικής αξίας ως μάρτυρος ή τιμωρού,1 έχει αποτελέσει την πρωτότυπη λέξη από την οποία σχηματίστηκαν παράγωγα όπως: ὁρκίζω· ὅρκιος-ον= α) ο ορκισμένος, ο υποχρεωμένος με όρκο, β) επίθετο τού θεού τον οποίο επικαλείται κάποιος ορκιζόμενος σε αυτόν, ιδιαίτερα του Δία· ὁρκωμοτέω-ῶ (← ὅρκος + ὄμνυμι)= ορκίζομαι· παράγωγο του ὁρκωμοτῶ είναι η λέξη ὁρκωμότης, από την οποία πλάστηκε με τη σειρά του το μεταγενέστερο ουσιαστικό «ὁρκωμοσία»· ἔνορκος-ον = ο δεσμευμένος με όρκο· ὁρκωτός-ή-όν = αυτός που έχει δώσει όρκο· ψευδορκέω-ῶ· ψευδορκία· ἐπίορκος-ον· ἐπιορκία· εξορκίζω· εξορκιστής κ. ά.
Και ξεκινούμε το ταξίδι στον πλούσιο κόσμο των αρχαίων κειμένων.
Στη ραψωδία β της Οδύσσειας ο Τηλέμαχος ετοιμάζεται να ταξιδέψει για την Πύλο, για να ζητήσει από τον βασιλιά της, τον Νέστορα, πληροφορίες για τον πατέρα του. Την απόφασή του την ανακοινώνει μόνο στην πιστή οικονόμο τού παλατιού και τροφό τού Οδυσσέα, την Ευρύκλεια. Εκείνη προσπαθεί να τον αποτρέψει ανησυχώντας για τις δόλιες ενέργειες των μνηστήρων εναντίον του, όμως ο γιος τού Οδυσσέα είναι αμετάπειστος και την ορκίζει να μην το πει στη μητέρα του πριν περάσουν έντεκα- δώδεκα μερόνυχτα, για να μη βυθιστεί στη θλίψη και στο κλάμα. Η Ευρύκλεια ορκίστηκε ⸺ ακολουθούν οι στίχοι 378-380:
Αὐτὰρ ἐπεί ῥ’ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον,
αὐτίκ’ ἔπειτά οἱ οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσεν,
ἐν δε οἱ ἄλφιτα χεῦεν ἐυρραφέεσσι δοροῖσιν.
Αφού λοιπόν ορκίστηκε και τέλειωσε τον όρκο,
αμέσως έπειτα γι’ αυτόν κρασί έχυσε μες στους αμφορείς
και έβαζε κριθάλευρα σ’ ασκιά δερμάτινα καλοραμμένα.
Η επίκληση του ονόματος ή του πράγματος σε όρκο γινόταν με το μόριο μά, ομοτικός τρόπος που επιβίωσε ώς τις μέρες μας.
Η Κλυταιμήστρα στον Ἀγαμέμνονα του Αισχύλου ανακοινώνει με κομπασμό στον Χορό τής τραγωδίας τον φόνο τού Αγαμέμνονα από τα χέρια της. Οι Αργείοι γέροντες που απαρτίζουν τον Χορό αγανακτούν με την πράξη και το θράσος τής βασίλισσάς τους και της επισημαίνουν ότι θα γίνει μισητή στους πολίτες και θα πληρώσει με τον ίδιο τρόπο το κακό που έκανε. Κι εκείνη απτόητη ορκίζεται (στ. 1432-1436):
μὰ τὴν τέλειον τῆς ἐμῆς παιδὸς Δίκην,
Ἄτην Ἐρινύν θ’, αἷσι τόνδ’ ἔσφαξ’ ἐγώ,
οὔ μοι φόβου μέλαθρον ἐλπὶς ἐμπατεῖ,
ἕως ἄν αἴθῃ πῦρ ἐφ’ ἑστίας ἐμῆς
Αἴγισθος, ὡς τὸ πρόσθεν εὖ φρονῶν ἐμοί.
Μά την παντοδύναμη Δίκη2 τής κόρης μου,3
μά την ΄Ατη4 και την Ερινύα που για χάρη τους εγώ έσφαξα αυτόν εδώ,
δεν θα πατήσει μέσα στο παλάτι ανησυχία φόβου
όσο ο Αίγισθος θ’ ανάβει στην εστία μου τη φωτιά,
έχοντας όπως πρώτα καλά αισθήματα για μένα.

Η Κλυταιμήστρα μετά τον φόνο. John Collier (1882)
Το ρήμα ὁρκίζω στα αρχαία ελληνικά είχε τη μεταβιβαστική σημασία τη σημερινή: βάζω κάποιον να ορκιστεί. Με την έννοια του «ορκίζομαι» οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν κυρίως το ρήμα ὄμνυμι-ὀμνύω, το οποίο αναφέραμε πιο πάνω. Στους νεότερους χρόνους το «ορκίζομαι» κατέστη το κύριο ρήμα που δηλώνει «παίρνω/δίνω όρκο».5
Για τη χρήση των δύο ρημάτων χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αντλούμε από το Συμπόσιον του Ξενοφώντος. Οι συνδαιτημόνες τού συμποσίου, στο οποίο συμμετέχει και ο Σωκράτης, ανταλλάσσουν σε κατάσταση ευθυμίας σκέψεις για διάφορα ζητήματα, όπως περί κάλλους, θέμα που το ανοίγει ένας εκ των συμποσιαστών, ο Κριτόβουλος. Δηλώνει ότι είναι υπερήφανος για το κάλλος του και αιτιολογεί τον ισχυρισμό του αρχίζοντας ως εξής: Αν δεν είμαι ωραίος, όπως πιστεύω, εσείς δικαίως θα περνούσατε από δίκη για απάτη ⸺ και συνεχίζει (ΙV 10):
οὐδενὸς γὰρ ὁρκίζοντος ἀεὶ ὀμνύοντες καλόν μέ φατε εἶναι. Κἀγὼ μέντοι πιστεύω.
Γιατί χωρίς κανείς να σας βάζει να παίρνετε όρκο, συνεχώς ορκιζόμενοι λέτε πως είμαι ωραίος. Κι εγώ λοιπόν το πιστεύω.
Και θα ξετυλίξει το ερωτικό του πάθος για τον ωραίο ερωμένο του, τον Κλεινία.
Παραμένουμε σε ερωτική ατμόσφαιρα και παρακολουθούμε το δράμα τής Φαίδρας και του Ιππόλυτου στην ευριπίδεια τραγωδία που τιτλοφορείται με το όνομα του τελευταίου.
Η Φαίδρα, ερωτευμένη παράφορα με τον πρόγονό της, τον Ιππόλυτο, υφίσταται την απόρριψή του και για να τον εκδικηθεί τον κατηγορεί ψευδώς στον άντρα της, τον Θησέα, ότι πρόσβαλε την τιμή της. Ο Ιππόλυτος, προσπαθώντας μάταια να πείσει τον πατέρα του για την αθωότητά του, καταφεύγει στον όρκο ως το μοναδικό στήριγμα των διαβεβαιώσεών του (στ. 1025-1027):
Νῦν δ’ ὅρκιόν σοι Ζῆνα καὶ πέδον χθονὸς
ὄμνυμι τῶν σῶν μήποθ’ ἅψασθαι γάμων
μηδ’ ἂν θελῆσαι μηδ’ ἂν ἔννοιαν λαβεῖν.
Και τώρα στων όρκων τον προστάτη, τον Δία,6 και στης γης το χώμα
σου ορκίζομαι πως τη γυναίκα σου μήτε ποτέ την άγγιξα
μήτε ήτανε δυνατόν να το θελήσω μηδέ στον νου μου να το βάλω.

Θησέας, Φαίδρα και Ιππόλυτος
Σε ένα άλλο δράμα τού Ευριπίδη, την Ἠλέκτρα, τη λύση τής τραγικής έντασης ⸺ μετά τον φόνο τού Αιγίσθου από τον Ορέστη και της Κλυταιμήστρας και από τα δύο της παιδιά ⸺ τη δίνουν οι από μηχανής θεοί, οι Διόσκουροι, οι θεϊκοί δίδυμοι. Ανακοινώνουν τις εντολές τού Δία και φεύγοντας για τη θάλασσα της Σικελίας διατρανώνουν την άρνησή τους να βοηθούν τους άνομους, αλλά την προθυμία τους να σώζουν εκείνους που αγάπησαν το όσιο και το δίκαιο. Και πριν χαθούν από το θεολογείο, ακούγονται τα τελευταία τους λόγια (στ. 1354-1356):
Οὕτως ἀδικεῖν μηδεὶς θελέτω·
μηδ’ ἐπιόρκων μέτα συμπλείτω·
θεὸς ὢν θνητοῖς ἀγορεύω.
΄Ετσι, κανένας να μη θέλει ν’ αδικεί,
μήτε μ’ επίορκους στη θάλασσα να ταξιδεύει·
θεός όντας εγώ, αυτά ορίζω στους θνητούς.
Και στις Ἐκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη η Αθηναία Πραξαγόρα αναπτύσσει στον άντρα της, τον Βλέπυρο, το ριζοσπαστικό πρόγραμμα το βασισμένο στην κοινοκτημοσύνη των αγαθών, το οποίο θα εφαρμόσει η νέα γυναικοκρατούμενη αρχή τού τόπου. Η γη, του λέει, καθώς και τα λεφτά και ό,τι έχει ο καθένας κοινά θα είναι σε όλους. Και πώς θα γίνει, τη ρωτά ο Βλέπυρος, μ’ εκείνον που έχει λεφτά, πλούτη κρυμμένα; Η Πραξαγόρα απαντά συνεχίζοντας τον μεταξύ τους διάλογο (στ. 603-605):
ΠΡ. Τοῦτ’ εἰς μέσον καταθήσει.
ΒΛ. Καὶ μὴ καταθείς;
ΠΡ. Ψευδορκήσει.
ΠΡ. Αυτά θα έρθει και στη μέση θα τα καταθέσει.
ΒΛ. Κι αν δεν τα καταθέσει;
ΠΡ. Τότε θα πάρει όρκο ψεύτικο.
Και εξηγεί πως αυτό δεν θα τον ωφελήσει, γιατί δεν θα υπάρχει φτώχια, και όλοι θα έχουν απ’ όλα.
«Βαρύς όρκος»: ένας χαρακτηρισμός τού όρκου που έχει και αυτός εισαχθεί από την αρχαία στη νέα Ελληνική, όπως βλέπουμε σε έναν στίχο από το μεγάλο ποιητικό έργο τού ποιητή τής Αλεξανδρινής εποχής, του Καλλίμαχου, τα Αἴτια, και πιο συγκεκριμένα από το αίτιο που πραγματεύεται τον ερωτικό μύθο τού Ακοντίου και της Κυδίππης. Ο Ακόντιος ερωτεύτηκε την Κυδίππη, η οποία με ένα τέχνασμα του νέου ορκίζεται στην ΄Αρτεμη ότι θα παντρευτεί τον Ακόντιο. Ο πατέρας τής Κυδίππης, ο Κήυκας, αποφάσισε να την παντρέψει με κάποιον άλλον, όμως πριν από τον γάμο η Κυδίππη αρρώστησε βαριά. Το ίδιο έγινε τρεις φορές, και τότε ο Κήυκας πήγε στους Δελφούς και ζήτησε τη συμβουλή τού Απόλλωνα, κι εκείνος του αποκάλυψε τη δέσμευση της κόρης του, αρχίζοντας με τούτα τα λόγια (Αἰτίων Γ 75 Pf. Στ. 22):
«Ἀρτέμιδος τῇ παιδὶ γάμον βαρὺς ὅρκος ἐνικλᾷ·
[…]
« ΄Ορκος βαρύς τής ΄Αρτεμης του κοριτσιού τον γάμο εμποδίζει·
[…]
Το κύριο ρήμα τού άρθρου μας είναι το πατέω-ῶ = πατώ, περπατώ (← περιπατῶ← περὶ + πατῶ). Ομόρριζά του είναι οι λέξεις: πάτος= α) δρόμος που πατιέται, β) κόπρος, ακαθαρσία (η σημασία τού κατώτατου μέρους, του πυθμένα, είναι μεσαιωνική)· περί-πατος= α) σημαίνει ό, τι και σήμερα, β) ο τόπος για περίπατο, γ)συζήτηση σε περίπατο· ἀπο-πατέω-ῶ= αποσύρομαι για να κάνω την ανάγκη μου· ὁ ἀπόπατος= α) κόπρος, ακαθαρσία, β) ο χώρος όπου αποπατεί κανείς, η τουαλέτα·7 πάτημα, πατητήριον (→ πατητήρι), περπάτημα, περπατησιά κ. ά.
Περίπατος ονομαζόταν και ο περιμετρικός δρόμος του βράχου τής Ακρόπολης που συνέδεε τις κλιτύες μεταξύ τους. Σε αυτόν κατέληγαν βασικές οδοί τής αρχαίας Αθήνας, όπως η οδός των Παναθηναίων στη βόρεια κλιτύ, και από εδώ ξεκινούσαν μονοπάτια ή κλίμακες που οδηγούσαν στα ιερά των κλιτύων και σε δευτερεύουσες εισόδους τής Ακρόπολης.

Σχέδιο της Ακρόπολης όπου διαγράφεται γύρω της η πορεία τού Περιπάτου.
Περιπατητική Σχολή ή Λύκειον: η ονομασία τής σχολής που ίδρυσε ο Αριστοτέλης, επειδή η διδασκαλία γινόταν στο ύπαιθρο κατά τη διάρκεια περιπάτων. Περιπατητικοί δε φιλόσοφοι κλήθηκαν οι οπαδοί τού Αριστοτέλη.
Παραθέτουμε σχετικές με τις παραπάνω λέξεις μαρτυρίες. Και κατά πρώτον ένα σωζόμενο απόσπασμα της Σαπφώς (114 Edmonds):
Κρῆσσαί νύ ποτ’ ὧδ’ ἐμμελέως πόδεσσιν
ὤρχηντ’ ἀπάλοισ’ ἀμφ’ ἐρόεντα βῶμον,
πόας τέρεν ἄνθος μάλακον μάτεισαι 8
Κάποτε οι Κρητικοπούλες έτσι αρμονικά με τ’ απαλά τα πόδια τους
χορεύαν γύρω απ’ τον πανέμορφο βωμό,
πάνω στης χλόης το λεπτό και μαλακό ανθό πατώντας.
Αφήνουμε την υψηλού λυρισμού ποιητική γραφή τής Λεσβίας ἀηδόνος και μεταφερόμαστε στον επικό κόσμο τού Ομήρου με την πολεμική δράση της Ιλιάδας.
Στη ραψωδία Υ οι θεοί κατέρχονται με την άδεια τού Δία στο πεδίο της μάχης για να βοηθήσουν οι μεν τους ΄Ελληνες, οι δε τους Τρώες. Η ΄Ηρα, βλέποντας τον Αινεία εμψυχωμένο από τον Απόλλωνα να βαδίζει εναντίον του Αχιλλέα, ζητάει από τον Ποσειδώνα και την Αθηνά να παρέμβουν για την προστασία τού γιου τού Πηλέα. Ο Ποσειδώνας τής αποκρίνεται προτείνοντας να μην εμπλακούν στη μάχη (στ. 136-137):
ἀλλ’ ἡμεῖς μὲν ἔπειτα καθεζώμεσθα κιόντες
ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν, πόλεμος δ’ ἄνδρεσσι μελήσει.
Αλλά εμείς ας φύγουμε από τον δρόμο τον κοινό που οι άνθρωποι
πατούν κι ας κάτσουμε σε κάποια βίγλα πάνω, και όσο για τον πόλεμο
οι άντρες ας νοιαστούν.
Ο αριστουργηματικός διάλογος του Πλάτωνα Φαῖδρος αρχίζει με τη συνάντηση του Σωκράτη με τον νεαρό Φαίδρο. Στην ερώτηση του φιλοσόφου από πού έρχεται και πού πηγαίνει ο τελευταίος απαντά:
Παρὰ Λυσίου, ὦ Σώκρατες, τοῦ Κεφάλου· πορεύομαι δὲ πρὸς περίπατον
ἔξω τείχους.
Από τον Λυσία [έρχομαι], Σωκράτη, τον γιο τού Κεφάλου· και πηγαίνω
για περίπατο έξω από το τείχος.
Ο δε Διογένης ο Λαέρτιος παραδίδει για τον Κυνικό Διογένη (VI 63):
πρὸς τὸν ὀνειδίζοντα ὅτι εἰς τόπους ἀκαθάρτους εἰσίοι, «καὶ γὰρ ὁ ἥλιος,» ἔφη,
«εἰς τοὺς ἀποπάτους, ἀλλ’ οὐ μιαίνεται».
Σε κάποιον που τον έψεγε ότι έμπαινε σε μέρη ακάθαρτα είπε: «Και ο ήλιος
[μπαίνει] στους απόπατους, αλλά δεν λερώνεται».

Διογένης. John William Waterhouse (1882)
Κάνω / δίνω / τηρώ / παίρνω / παραβαίνω / πατώ / καταπατώ όρκο: φράσεις τής αρχαίας που χρησιμοποιούνται και στη σύγχρονη Ελληνική.
Στη διάρκεια τού Πελοποννησιακού πολέμου, το 408 π. Χ., σύμφωνα με την εξιστόρηση του Ξενοφώντος στα Ἑλληνικά του, οι Αθηναίοι επιχείρησαν την κατάκτηση της Χ(Κ)αλκηδόνας στον Βόσπορο περιτειχίζοντάς την, για να την εξαναγκάσουν να παραδοθεί. Σε μάχη που συνήφθη μεταξύ των Αθηναίων και του αρμοστή των Λακεδαιμονίων στη Χαλκηδόνα, οι Αθηναίοι νίκησαν, πριν κατορθώσει ο Φαρνάβαζος, ο Πέρσης σατράπης τής Φρυγίας και σύμμαχος των Λακεδαιμονίων, να τους βοηθήσει. Οι στρατηγοί των Αθηναίων πήγαν τότε στον Φαρνάβαζο, ο οποίος με την παρουσία τους στα παράλια της σατραπείας του και με την απειλή επί της Χαλκηδόνας είχε περιέλθει σε δύσκολη θέση, και μετά από διαπραγματεύσεις συμφώνησαν μαζί του να τους δώσει 20 τάλαντα, να διευκολύνει πρέσβεις των Αθηναίων να φθάσουν στον Πέρση βασιλέα ⸺ η συνέχεια στο πρωτότυπο (Α 3,9):
καὶ ὅρκους ἔδοσαν καὶ ἔλαβον παρὰ Φαρναβάζου ὑποτελεῖν τὸν φόρον Καλχηδονίους Ἀθηναίοις ὅσον περ εἰώθεσαν καὶ τὰ ὀφειλόμενα χρήματα ἀποδοῦναι, Ἀθηναίους δὲ μὴ πολεμεῖν Καλχηδονίοις, ἕως ἂν παρὰ βασιλέως πρέσβεις ἔλθωσιν.
και έδωσαν και πήραν όρκους από τον Φαρνάβαζο να καταβάλλουν οι Χαλκηδόνιοι στους Αθηναίους τον συνήθη φόρο και να αποδώσουν τα οφειλόμενα χρήματα, οι δε Αθηναίοι να μην πολεμούν κατά των Χαλκηδονίων, έως ότου επιστρέψουν οι πρέσβεις από τον βασιλέα.
Το παρακάτω απόσπασμα αποδίδεται στον Δημόκριτο (Στοβαῖος ΙΙΙ, 28,13Δ):
ὅρκους οὓς ποιέονται ἐν ἀνάγκηισιν ἐόντες οὐ τηρέουσιν οἱ φλαῦροι, ἐπὴν διαφύγωσιν.
Τους όρκους που κάνουν οι φαύλοι σε συνθήκες ανάγκης δεν τους τηρούν μόλις απαλλαγούν [από την κατάσταση στην οποία βρέθηκαν].
Και πάλι στον Αριστοφάνη, αυτή τη φορά στην κωμωδία του Ὄρνιθες.
Όταν ο βασιλιάς των πουλιών, ο Τηρέας, ο τσαλαπετεινός, ακούει το μεγαλοπήβολο σχέδιο του Αθηναίου Πεισθέταιρου για την ίδρυση από τα πουλιά μιας νέας πολιτείας ανάμεσα ουρανού και γης που θα αποκλείσει τους θεούς από τις θυσίες και τις προσφορές των ανθρώπων, με συνέπεια να γίνουν τα πουλιά θεοί και κυρίαρχοι του κόσμου, ενθουσιάζεται. Καλεί λοιπόν τα πουλιά σε σύναξη, για να τους ανακοινώσει την ιδέα τού Πεισθέταιρου και να την εγκρίνουν. Τα πουλιά ⸺ ο Χορός τού δράματος ⸺ αρχίζουν να μαζεύονται, αλλά βλέποντας τον Πεισθέταιρο και τον Ευελπίδη, δύο ανθρώπους, αιώνιους εχθρούς των πουλιών, πιστεύουν πως προδόθηκαν από τον Τηρέα (στ. 328-332):
ὃς γὰρ φίλος ἦν ὁμότροφά θ’ ἡμῖν
ἐνέμετο πεδία παρ’ ἡμῖν,
παρέβη μὲν θεσμοὺς ἀρχαίους,
παρέβη δ’ ὅρκους ὀρνίθων·
Γιατί αυτός ήτανε φίλος και έτρωγε μαζί μας,
μαζί μας στα χωράφια έβρισκε τροφή,
όμως παρέβη τους αρχαίους νόμους,
παρέβη και τους όρκους των πουλιών.
Επιστρέφουμε στην Ιλιάδα, για να τελειώσουμε το ταξίδι μας, όπως το ξεκινήσαμε, με τον «μεγάλο μάστορα τού υψηλού ύφους» τον ΄Ομηρο. Στη ραψωδία Γ ο ΄Εκτορας προτείνει να κριθεί η τύχη τού πολέμου με μια μονομαχία ανάμεσα στον Μενέλαο και τον Πάρη. Τα δύο αντιμαχόμενα μέρη συμφωνούν, και η ανακωχή σφραγίζεται με ένορκη θυσία. Γίνεται η μονομαχία, κατά την οποία κερδίζει τη νίκη ο Μενέλαος, καταβάλλει τον Πάρη, τον οποίο όμως σώζει την τελευταία στιγμή η Αφροδίτη· τον αρπάζει από το πεδίο τής μάχης και τον μεταφέρει στο ανάκτορό του στην Τροία. Στην επόμενη ραψωδία, ένας τοξότης από την Τρωάδα, ο Πάνδαρος, ενώ ισχύει ακόμη η ανακωχή, τοξεύει δόλια τον Μενέλαο και τον πληγώνει. Ο Αγαμέμνων τρομάζει βλέποντας να τρέχει αίμα από την πληγή τού αδελφού του και, καθώς είχε συναινέσει στη μονομαχία και ήταν αυτός που έκανε την ένορκη θυσία, αναλαμβάνει όλη την ευθύνη ως ο ανώτατος άρχοντας και αναστενάζοντας βαριά λέει (Δ 155-157):
«Φίλε κασίγνητε, θάνατόν νύ τοι ὅρκι’ ἔταμνον,
οἷον προστήσας πρὸ Ἀχαιῶν Τρωσὶ μάχεσθαι·
ὧς σ’ ἔβαλον Τρῶες, κατὰ δ’ ὅρκια πιστὰ πάτησαν.
[…]
«Αγαπημένε μου αδελφέ, αλήθεια, για τον θάνατό σου τελικά
την ένορκη θυσία9 έκανα, εσένα μόνο βάζοντας μπροστά
από τους Αχαιούς τους Τρώες για να πολεμήσεις·
κι έτσι σε χτύπησαν οι Τρώες και τη συνθήκη την ασάλευτη
με όρκο καταπάτησαν.
[…]

H Αφροδίτη απομακρύνει τον Πάρη από τη μονομαχία με τον Μενέλαο. Johann Heinrich Tishbein the Elder (1757)
1)Ο Ὅρκος ως προσωποποίηση θεωρούνταν γιος τής ΄Εριδας, θεότητα που τιμωρούσε τους επίορκους.
2)Δίκη: η προσωποποιημένη δύναμη της δικαιοσύνης.
3)Η Κλυταιμήστρα υπονοεί την Ιφιγένεια την οποία θυσίασε ο Αγαμέμνων στην Αυλίδα, και έκτοτε φώλιαζε μέσα της μνησικακία γι’ αυτόν.
4)Ἄτη: Κόρη τού Δία, κατ’ άλλη μυθική εκδοχή κόρη τής ΄Εριδας ή της ΄Υβρης. Δαιμονική δύναμη που, όπως έχουμε ξαναπεί, σκότιζε τον νου των ανθρώπων οδηγώντας τους στην αυτοκαταστροφή.
5) Από τους όρκους του αρχαίου ελληνικού κόσμου ο πιο γνωστός είναι ο ΄Ορκος τού Ιπποκράτη, μετάφραση του οποίου βλ. στο άρθρο μας:
6)Από τον Παυσανία γνωρίζουμε ότι στην Ολυμπία υπήρχε άγαλμα του Ὁρκίου Διός, μπροστά στο οποίο ορκίζονταν οι αθλητές, οι πατέρες τους, οι αδελφοί τους και οι γυμναστές τους ότι δεν θα επιπέσουν σε κανένα παράπτωμα κατά τους Ολυμπιακούς αγώνες. Επιπροσθέτως, οι αθλητές ορκίζονταν ότι επί δέκα συνεχείς μήνες εφάρμοσαν με ακρίβεια τους κανονισμούς τούς σχετικούς με την προπόνηση.
7)Με παρόμοια ετυμολογική δομή και την ίδια έννοια κατασκευάστηκε και το ρήμα ἀφ-οδεύω (← ἀφ-(←ἀπό ) +οδεύω ← ὁδός)= απομακρύνομαι από την οδό για την ανάγκη μου. Αλλά και το νεότερο «αποχωρητήριο» προήλθε από το ουσιαστικό ἀπο-χώρησις (← ἀπό + χωρῶ= απέρχομαι)= α) απομάκρυνση, β) απόπατος, αποχωρητήριο.
8)Μάτεισαι στο πρωτότυπο: Το ρήμα ματέω-ῶ είναι το πατέω-ῶ στα Αιολικά.
9)Ὅρκια στο πρωτότυπο. Το ουσιαστικό τὸ ὅρκιον στον ενικό αριθμό σημαίνει όρκος και στον πληθυντικό α) τα σφάγια, τα ζώα που σφάζονταν στις ένορκες θυσίες και β) κατ’ επέκταση τη συνθήκη, τη συμφωνία για την οποία γινόταν η ένορκη θυσία.
