You are currently viewing Δάφνη Μπιτζάρου: Τυχαίοι ταξιδιώτες – Νάπολη

Δάφνη Μπιτζάρου: Τυχαίοι ταξιδιώτες – Νάπολη

Πρωί στη Νάπολη, η πόλη έχει ήδη ξυπνήσει από νωρίς μέσα στο θόρυβο των αμέτρητων μικροπωλητών της στους βρώμικους δρόμους, ζωή, νεγκότσια[1], φωνές, σκουπίδια, τραγούδια, αυτοκίνητα, βέσπες, άνθρωποι, πάγκοι με κάθε λογής χρήσιμα και άχρηστα εμπορεύματα: από ντομάτες και κολοκυθάκια μέχρι γυαλιά για τον ήλιο, καπέλα και καλάθια, όλοι διαλαλούν μια πραμάτεια που δεν έχει λόγο ύπαρξης κι όλοι περνάνε αδιάφορα στη ρίμα του πλήθους, στα βρώμικα πεζοδρόμια, στην αναρχία της κίνησης. Μυρωδιές, φωνές και μια διαρκής δοσοληψία γεμάτη γοητεία. Στρίβουμε στα στενά ακολουθώντας ένα μισοσβησμένο τουριστικό χάρτη μιας και τα κινητά και τα gps αποφάσισαν να μη δουλεύουν και το τριμμένο χαρτί μας δείχνει μόνο τους κεντρικούς δρόμους. Κι όμως, τα στριμωγμένα πλακόστρωτα καντούνια και οι φωνές μοιάζουν να μας δείχνουν το δρόμο. Δεξιά κι αριστερά κτήρια άλλοτε περίλαμπρα και σήμερα σκοτεινιασμένα από τη διάχυτη βρώμα του λιμανιού και της πολύβουης πόλης στέκονται στωικά και περιμένουν ίσως ένα καλύτερο μέλλον. Άραγε νάρχεται; Ίσως, αλλά και αν έρχεται, έρχεται σίγουρα αργά, με ασταθή βήματα που κλυδωνίζονται και κουνούν τον τόπο ολάκερο ανάμεσα στην Καμόρα και στον ανερχόμενο τουρισμό, στο λιμάνι και στον αναπτυγμένο ιταλικό βορά. Στις αντιθέσεις της ζωής που κρύβουν μια τέλεια γοητεία και κάμποση δυστυχία.

Περπατάμε στα πλακόστρωτα στενά φτιαγμένα από τη σκοτεινή πέτρα που ξερνά ο Βεζούβιος από τα σπλάχνα του που είναι γκρίζα σκούρα, εύκολη να κοπεί και να γίνει μεγάλα τετράγωνα και ορθογώνια κομμάτια, ότι πρέπει για τα καντούνια της πόλης, και συνδυάζεται ώστε να φτιάξει μια υπέροχη πλακάδα, λίγο γλιστερή και απίστευτα αρμονική. Όμοια τα καντούνια αλλά το καθένα διαφορετικό, με ζωή, με θόρυβο, μια γιορτή του πιο αλλοπρόσαλλου νεγκότσιου του κόσμου ολάκερου. Περνάμε το μακρύ καντούνι που χωρίζει την παλιά πόλη στα δυο και που έδωσε το όνομα αυτού του ξεχωρίσματος σε όλη την περιοχή SpaccaNapoli και όλες μας οι αισθήσεις βομβαρδίζονται από χρώματα, θόρυβο, φωνές, εμπορεύματα, πανέμορφα κτήρια που όμως καταρρέουν, χαμένους τουρίστες και στο βάθος ένας τενόρος από το μπαλκόνι του να στέλνει στο πλήθος τη φωνή και τη μουσική του. Ακολουθώντας τη φωνή βρεθήκαμε κάτω από το μπαλκόνι κι αυτός κατέβασε το καλάθι του αργά δεμένο με ένα σκοινί, περίμενε τον οβολό του φιλόμουσου κοινού και το ξανανέβασε με ίδιες αργές κινήσεις χωρίς να σταματήσει την άρια. Μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια, που στα στενά καντούνια της Κέρκυρας, ο φρουταριόλος περνούσε φωνάζοντας «πομοντόρο, καπεντεφιόρια, κινέτα, περσέμολο και ροζμαρίν όλα φρέσκα», κι οι νοικοκυρές κατέβαζαν ένα καλάθι, κι εκείνος το γέμιζε με την παραγγελία που ερχόταν φωναχτή από το παράθυρο, το καλάθι ανέβαινε και ξανακατέβαινε με το αντίτιμο σε δραχμές.

Συνεχίζουμε τη διαδρομή που βγάζει σε μια μικρή πλατεία πριν το μοναστήρι της Santa Chiara. Το μοναστήρι με τα υπέροχα κεραμικά πλακάκια που στολίζουν την αυλή και το καθένα διηγείται μια ιστορία, μια ιστορία όχι απαραίτητα θρησκευτική, μα από τη ζωή της πόλης και των γύρω εξοχών, του λιμανιού, λίγη από τη ζωή των ανθρώπων του 17ου αιώνα που αποφάσισαν σ΄αυτή τη χρυσή εποχή για τις τέχνες στο κραταιό Βασίλειο της Νεαπόλεως να αλαφρώσουν και να απαλύνουν τις ξενόφερτες σκληρές γοτθικές γραμμές του μοναστηριού. Οι ανάλαφρες σκηνές κυνηγιού και ψαρέματος στέκονται με θράσος και μακαριότητα μπροστά στις απειλητικές γοτθικές αψίδες του περιβόλου του κτηρίου που έρχεται από τον 14ο αιώνα και σέρνει πίσω του το βαθύ μεσαιωνικό του παρελθόν. Για νάμαστε πιο ακριβείς αυτές οι γοτθικές αψίδες είναι πιο πολύ μια ιδέα και λίγα συντρίμμια που διασώθηκαν από την καταστροφή του Β Παγκόσμιου Πολέμου και τη φωτιά που ρήμαξε το κτήριο. Ξαναχτίστηκε να θυμίζει το παλιό του μεγαλείο και δόθηκε πίσω στο λαό της Νάπολης σαν μια μνήμη όλων των τεχνών και των ολέθρων που συνέβησαν στους τελευταίους έξι αιώνες.

Καταχαρούμενοι, γεμάτοι από τα ανάλαφρα ζωγραφιστά σε σμάλτο λουλούδια που στολίζουν τις συστοιχίες των κιόνων του κήπου του μοναστηριού, βγαίνουμε στη κοντινή πλατεία όπου η ώρα για ένα αληθινό ναπολιτάνικο γεύμα χτυπάει μέσα στην πανδαισία των χρωμάτων κρυμμένη μέσα στα στενά σε μικρές τρατορίες και βέβαια πίτσα παντού. Γεύσεις απλές, γήινες και μαγικές. Η ζωή είναι ωραία όταν ακριβώς είναι απλή. Και μια κουζίνα είναι πλήρης όταν έχει λιτές βασικές γεύσεις, όπου λίγη φαντασία, λίγο μεράκι και αγάπη βγάζουν το τέλειο αποτέλεσμα! Απλές ζύμες, ντομάτες και βασιλικός κυριαρχούν και κατακλύζουν τους ουρανίσκους και τις καρδιές μας. Αθάνατη pizza Napolitana δεν σε αλλάζω με τίποτα!

Μια μέρα στην Πομπηία

Ξημέρωσε μια μέρα πέρα για πέρα καλοκαιρινή με τους 36 βαθμούς να ζεματάνε το βρώμικο πεζοδρόμιο του σταθμού Garibaldi και μεις φρέσκοι και απτόητοι έχουμε βάλει στόχο την Πομπηία. Τίποτα δε θα μας κάνει να αλλάξουμε πλάνο ή μυαλό και τρέχουμε να προλάβουμε μια μικρή μισο-παράνομη κούρσα (που πληρώνεται μόνο με μετρητά) και σε πάει καρφί στην Πομπηία, εξοπλισμένη με εισιτήριο και ξεναγό (!!) που μπαίνει με φόρα στον αρχαιολογικό χώρο και ανοίγει με τον πιο παθιασμένο τρόπο τη ζωή της ακίνητης στο χρόνο πολιτείας, το ναύσταθμό της, τα μαγαζιά της, τα δημόσια κτήρια, τη γειτονιά των πλουσίων αλλά και των μπορντέλων, μας δείχνει τις εταίρες και τα αδιαμφησβήτητα γκράφιτι της εποχής που στέκουν εκεί στον τοίχο κι ακόμα διαλαλούν πάθη και έρωτες και δύναμη και εξουσία και μόχθο και ζωή που λες και πάγωσε μέσα στο χρόνο. Ένα στιγμιότυπο πίσω στο 79 μ.Χ. όταν ένα πρωί το ηφαίστειο άνοιξε τα σπλάχνα του και ξέρασε πρώτα ένα κύμα τρομακτικής θερμοκρασίας (πυροκλαστικό) που σε κλάσματα δευτερολέπτου εξαφάνισε κάθε ζωή και θρυμμάτισε κάθε τι οργανικό και στη συνέχεια πυκνοί τόνοι τέφρας κάλυψαν τα πάντα και βύθισαν την πόλη στη σιγή. Έμεινε λοιπόν εκεί βυθισμένη στην τέφρα, μια χρονοκάψουλα του 79 μ.Χ. μια ζωή σταματημένη σε μια μόνη στιγμή, μια πολιτεία με τις δουλειές, με τα όνειρα των ανθρώπων της, με τα πάθη, τα μίση, τους έρωτες, την καθημερινότητά της. Έμεινε εκεί, παγωμένη (πιο σωστά φρυγμένη) χωρίς τη διάσταση του χρόνου, να περιμένει, σχεδόν 18 αιώνες μια αρχαιολογική σκαπάνη που αποκάλυψε τη χαμένη πολιτεία μπροστά στα έκπληκτα και περίεργα μάτια των σύγχρονων ανθρώπων. Δεν έχουν σημασία τα γύψινα αποτυπώματα των φρυγμένων κατοίκων, μήτε τα σπίτια καθαυτά, όσο έχει σημασία αυτή η αίσθηση της ζωής του τότε, τόσο όμοια, τόσο κοντινή με τη σημερινή. Ίδια πάθη, ίδιοι έρωτες, ίδιες απολαύσεις, τέχνη, ομορφιά και ζωή. Πόσο λίγο αλλάξαμε τελικά ως ανθρώπινο είδος! Πόση ομορφιά αναδίνουν οι τοιχογραφίες που διηγούνται όλες πολλαπλές ιστορίες. Μια ιστορία αυτή που στ΄ αλήθεια απεικονίζουν: γυναίκες, άντρες, θεότητες, κυνήγια, τρόφιμα. Και μια άλλη ιστορία αυτή του ιδιοκτήτη του σπιτιού ή μαγαζιού, ή έπαυλης, μια ιστορία της φιλοδοξίας, της αισθητικής και της άνεσης του ή και μια ιστορία «επιθετικού μάρκετιγκ» καθώς πολλές από τις τοιχογραφίες των καταστημάτων στην πραγματικότητα προωθούν την πραμάτεια τους. Αλλά μέσα εκεί είναι και μια ακόμα ιστορία αυτή του καλλιτέχνη που δημιουργεί. Αυτού που συνδυάζει το μαγικό κόκκινο που έρχεται από τα όστρακα, το ανεπανάληπτο μπλε που βγάζει από τριμμένες πέτρες, την απαλότητα των γραμμών, την κίνηση των σωμάτων, τη διαπεραστικότητα των ματιών που μοιάζουν να κοιτούν το σημερινό θεατή κατάματα χωρίς φόβο ή αιδώ. Ιστορίες καθημερινές και ιστορίες των αιώνων.

Ένα ταξίδι στο χρόνο! Πιο αληθινό δεν γίνεται, πιο ζωντανό δεν υπάρχει! Υπάρχει μόνο χάρη στη στάχτη που χάρισε στην Πομπηία την αιωνιότητα!

Τα στίφη των τουριστών δείχνουν σημάδια κόπωσης και βρίσκουμε την ευκαιρία να δούμε με ησυχία μια μεγάλη διώροφη έπαυλη με εσωτερική αυλή, τραπεζαρία, vomitarium[2] αλλά και δικό της μπορντέλο. Μικρό χαραγμένο ευχαριστήριο στην είσοδο που άφησε κάποιος από τους επισκέπτες/ φιλοξενούμενους του αρχοντικού τα λέει όλα «Η ΕΥΔΗΜΗ (εταίρα) ΗΤΑΝ ΚΑΛΗ». Τα γκράφιτι της Πομπηίας είναι ίσως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία καθώς πολιτική, σεξουαλική, κοινωνική, ερωτική και εμπορική ζωή αναβιώνουν μέσα από τα πρόχειρα αυτά γραψίματα σε τοίχους και δίνουν ζωή και νόημα στη σιωπηλή πια πολιτεία της τέφρας.

Περπατάμε προς την έξοδο από την πόλη με μια μόνη ξεκάθαρη σκέψη: οι αγωνίες, ο μόχθος, η ζωή των ανθρώπων είναι ίδια σε όλες τις εποχές. Αυτό που την ξεχωρίζει, την αλαφρώνει, τη σημαδεύει και της δίνει οντότητα και αναγνώριση είναι η τέχνη. Αυτή σηματοδοτεί την αισθητική, τα ήθη, τις αντιλήψεις και την ομορφιά, την αγριότητα, την ευτέλεια, τα ιδανικά και το επίπεδο πολιτισμού του ανθρώπινου είδους κάθε φορά.

Ένα απόγευμα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης

Περνάμε ξανά μέσα από τους μοναδικούς τούτους δρόμους με τη φασαρία, τη βρώμα, τη φαινομενικά άσκοπη καθισιά των ντόπιων και τα επίμονα κορναρίσματα από τις βέσπες και τα αυτοκίνητα. Κάθε γωνιά και μια πίτσα στα όρθια μας προκαλεί, κάθε σπίτι πάντα ξεφτισμένο και πανέμορφο, κάθε πορτόνι γεμάτο αρμονία και μπαλώματα στο ξύλο και στις κλειδαριές του. Η ζωή συνεχίζεται πάνω από τους δρόμους, στα παράθυρα των πολυόροφων σπιτιών, όλα μέσα στα παλιά τείχη της άλλοτε κραταιής Νάπολης. Στη στροφή της ανηφόρας και σε μια θέση που μπορείς να δεις το λιμάνι και το τέρμα του κόλπου, υψώνεται το επιβλητικό κτήριο του Μουσείου.

Μέσα στο κτήριο, η μαγεία της Πομπηίας απλώνεται ξανά μπροστά μας μέσα από τις τοιχογραφίες που σώθηκαν και προσεκτικά μεταφέρθηκαν εδώ, σε ενότητες σπιτιών ή θεμάτων, ζωντανεύουν ξανά ένα κόσμο του πρώτου αιώνα μετά Χριστόν. Πόση ζωή, πόσο χρώμα! Πορτραίτα με μάτια που σε μαγνητίζουν σε βάνουν να σκεφτείς πόσο πραγματική ήταν η ζωή και τότε όπως και τώρα. Ζώα, πουλιά, ψάρια, κυνήγια, σκηνές μιας καθημερινότητας με χρώμα και εικόνα που σε προσκαλεί να ζήσεις και να γίνεις μέρος της χαμένης πολιτείας. Κι εκεί στη στροφή και πίσω από όλα τα εργαλεία συντήρησης μας κοιτάει το εντυπωσιακό ψηφιδωτό με τον Μέγα Αλέξανδρο να προτείνει το δόρυ του στη μάχη της Ισσού. Το τεράστιο ψηφιδωτό, κι αυτό πολύτιμο εύρημα από την Πομπηία, μας υποβάλει με το μέγεθος, την παραστατικότητα και την ορμή του μαχητή του. Και τότε συνειδητοποιώ πως όλα αυτά τα χρόνια που έχουμε μάθει να βλέπουμε το «πορτραίτο του Μέγα Αλέξανδρου» και το δεξί του μάτι[3] ποτέ δεν συνδυάσαμε ότι κι αυτό μας έρχεται από την Πομπηία!!

 

Το ισόγειο του μουσείου γεμάτο αγάλματα, ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Αφροδίτη η Καλλίπυγος και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το πόσο καλλίπυγος είναι και γιατί δόθηκε στο άγαλμα αυτό το όνομα.

Ανεβαίνουμε τους ορόφους για να δούμε το τελευταίο κομμάτι του μουσείου αυτό που μας φέρνει πιο κοντά στη σύγχρονη εποχή. Μια αίθουσα  από το 17ο αιώνα, μια αίθουσα από την εποχή της ακμής του Βασιλείου της Νεαπόλεως. Παραγκωνισμένη ίσως από τη λαμπρή αρχαιότητα των κάτω ορόφων, από το ζεστό και ανεπανάληπτο «κόκκινο» της Πομπηίας, από την κίνηση, την αμεσότητα και την αίσθηση του άλλου τούτου κόσμου. Ο 17ος αιώνας φαντάζει πεζός και ίσως λίγος, ίσως πρόσφατος μέσα σε όλα αυτά. Και όμως!

Ο ουρανός έσκασε ολάνοιχτος σε μια πανδαισία χρωμάτων που παρίστανε μια μυστήρια ένωση με δάφνινα στεφάνια, στο κέντρο μια ώριμη αντρική φιγούρα και αναγεννησιακή ροδαλή σάρκα μισόγυμνης γυναίκας, φως, ένταση, χρώμα και ανάερες μορφές να αναδεύουν στον ουρανό την ευτυχία. Που είμαι αναρωτήθηκα, όλα τα γήινα, πεζά και καθημερινά ξέφτισαν μπροστά σε τούτο το άπιαστο όνειρο που ταξίδευε στον ουρανό της υπέροχης μεγάλης σάλας του άλλοτε παλατιού και τωρινού μουσείου. Ο 17ος αιώνας φτερούγιζε στην αιωνιότητα και μας κορόιδευε από ψηλά: «Λίγη δόξα θέλετε κι εσείς ανθρωπάκια; λίγη ζωή; λίγη ψυχή; λίγη αιωνιότητα;! Μόνο στην τέχνη, μόνο στην έμπνευση, μόνο στην υπέρβαση υπάρχουν! Υπέρβαση; Ποια υπέρβαση; όλα στο μέτρο του ανθρώπου είναι εδώ!». Οι φιγούρες του ουρανού έμοιαζαν να μας προσκαλούν και να ειρωνεύονται: «δεν υπάρχει υπέρβαση, υπάρχει μόνο ομορφιά και χαρά και η αιωνιότητα μιας στιγμής ευτυχίας σταλαγμένης μέσα στα χρώματα και το ίντιγκο του ουρανού, το χρυσό του ήλιου και το ραδαλό της σάρκας», απάντησαν οι φιγούρες από ψηλά και μας αποστόμωσαν.

Με την ένταση του υπέροχου πίνακα της «ουρανίας» της μεγάλης αίθουσας του παλατιού νωπή ακόμα στις αισθήσεις μας κατεβαίνουμε στην πολύβουη SpaccaNapoli. Ώρα για μακαρονάδα σκέφτομαι και στρίβουμε στα στενά. Υπέροχη μακαρονάδα με ανεπιτήδευτη σάλτσα λεμονιού, ραβιόλια με γέμιση που μου θύμισαν το ριμπολίδο των παιδικών μου χρόνων. Αυτό το απλό πιάτο που νοστίμιζε μετά το παιγνίδι στην πλατεία, τα βράδια μας. Με λίγα λόγια η συνταγή: υπολείμματα από το μεσημεριανό σερβιρισμένα πάνω σε μια φέτα ψωμί κι όλα μαζί λίγα λεπτά στο φούρνο. Το αγαπημένο φαί ριμπολίδο ζωντάνευε μετά από τόσα χρόνια στο στενό καντούνι της Spaccanapoli. Όλα τελειώνουν με limoncello, καθώς τα λεμόνια του Amalfi πρέπει να ξεπλύνουν τις γεύσεις.

Κοιτάζουμε γύρω στον κόσμο της πόλης που ζει και φασαρεύεται χωρίς εμάς, απορροφημένος στις δουλειές του, στα νεγκότσια και στις αγωνίες του. Πέρα από μας, κι αυτή είναι η ομορφιά. Η Νάπολη χωρίς τον ανάκατο και θορυβώδικο κόσμο της δεν είναι τίποτα. Κι ας ελοχεύει κάπου εκεί στο πρόσφατο παρελθόν η Καμόρα, κι ας κυριαρχεί πάνω από την πόλη και τη ζωή της. Κι ας ελέγχει τούτο το βόρβορο των σκουπιδιών που ασχημίζει κάθε γωνιά, κάθε στενό, κάθε κτήριο και που παρόλα αυτά της δίνει μια μοναδική γοητεία.

Απομεινάρια μιας αλλοτινής δόξας όπου για σχεδόν 600 χρόνια χτυπούσε η καρδιά του Βασιλείου της Νεαπόλεως (1282 – 1861), η σημερινή Νάπολη είναι ένα ακατέργαστο διαμάντι. Γεμάτη ιστορία, μουσική, ζωγραφική, θόρυβο, πίτσα και λεμοντσέλο, μ’ άλλα λόγια ζωή!

 

 

 

 

[1] Συναλλαγές
[2] Δεν υπάρχει άλλη μετάφραση, ούτε διακριτική γραφή, πρόκειται για αίθουσα δίπλα στην τραπεζαρία, που χρησιμοποιείτο ως χώρος εμετού με μόνο στόχο να μπορούν οι μετέχοντες στα δείπνα να … ξαναφάνε.
[3] Η ιατρική έχει πει πολλά να πει για αυτό το δεξί μάτι. Βλ. Ι. Λασκαράτος και Α. Δαμανάκης https://www.iatrikionline.gr/Respiratory23/adrian.htm

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.