You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Δημήτρης Παπαδίτσας, αθόρυβος, δύσκολος, εύφλεκτος, ενάντιος, αποκαλυψιακός

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Δημήτρης Παπαδίτσας, αθόρυβος, δύσκολος, εύφλεκτος, ενάντιος, αποκαλυψιακός

Την καρδιά ν’ ακούς

Ν’ ακούς πάντα

 

 

Ο ποιητής είναι πρώτα απ’ όλα ποιητής. Δε χάνει βέβαια την ανθρώπινη ιδιότητα του. Αλλά αν θες να τον διαβάσεις τα λίγα ή τα εκτενή βιογραφικά στοιχεία σταματούν  να σε βοηθάνε στην προσέγγιση της ποίησής του που επιχειρείς. Ωστόσο άνθρωπος και έργο ταυτίζονται λένε. Πώς αλλιώς; Αλλά τι νόημα έχει μια επιπλέον πληροφορία που μπορείς να αλιεύσεις τη στιγμή που το ποίημα σε περιμένει.

 

Στον Μανόλη Αναγνωστάκη

 

Το ν’ ακούει κανείς το πρωί τη βιασύνη των πουλιών

Το να ψάχνει στα μάτια των άλλων να βρει λίγα τοπία

Το να αισθάνεσαι αλλιώτικος μετά από γλέντι όταν μένεις μόνος

Και παίζεις με την έχτρα και τη φιλία του εαυτού σου

Αυτό σημαίνει κίνδυνο

Σημαίνει αναγωγή της λύπης στη μονάδα

 

Έτσι λοιπόν ξανά σε θυμήθηκα

Ταίριαξα τη γραμμή του ώμου σου με την πιο χαρούμενη μέρα μου

Τα μάτια σου δε μ’ άφηναν να ησυχάσω

Κι από πού δε μου έρχονταν

Απ’ τη βροχή

Απ’ τ’ αμπέλια

Από τα κουρασμένα χέρια της χωριάτισσας

Κι από μένα τον ίδιο

 

Σε θυμόμουν και σε είχα στη μνήμη μου

Όπως ένα κομμάτι ζάχαρη στο νερό.

 

 

 

Τα ποιήματα δεν τα εξηγείς. Δεν τα αναδιατάσσεις. Δεν τ’ αναποδογυρίζεις. Εκτός αν  προτιμάς αυτόν τον τρόπο εξοικείωσης  μαζί τους.

Ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να πράξει κατά το δοκούν και κατά συνήθεια. Κάθε αναγνώστης, ως εντελέστερος του ποιητή, έχει ένα δικό του μοναδικό τρόπο ανάγνωσης του ποιήματος.

Ο ποιητής στέκεται στον τύμβο έχοντας απεκδυθεί το ανθρώπινό αλλά έχει δηλώσει το ποιητικό του στίγμα.

Ο αναγνώστης μόνο ως ποιητή τον γνωρίζει και τον ανιχνεύει.

Το ποίημα διαβάζεται και σου προκαλεί ό,τι εσύ αποφασίζεις να σου προκαλέσει.

 

Το δέντρο

 

Αυτό το δέντρο είναι τα μαλλιά σου νομίζω

Που από καιρό μέσα μου

Έγιναν φωλιές

Με αυγά πουλιών

Ερπετών

Νυχτών

 

Είναι το χέρι μου

Που χρόνια μπαινοβγαίνει εντός σου

Ή και σε σφίγγει και σου βγάζει το κουκούτσι

 

Είναι η ματιά μου που σαν κλωστή

Μαύρη κίτρινη πράσινη κόκκινη – όχι γαλάζια

Κεντάει στα πόδια σου

Σκηνές ιστορικών μαχών

 

Οι ρίζες του είναι

Αυτοκτονίες νέων

Όχι γι αστείες υποθέσεις

Αλλά γιατί

Κάποτε οι Σουλτάνοι αποκοιμήθηκαν πλάι τους

 

Και μόνο τα φύλλα αυτού του δέντρου

Είναι όπως τα ξέρουν όλοι

Και πιο πολύ οι βοτανολόγοι

Που ξέρουν τη χημεία της χλωροφύλλης.

 

 

Το ποίημα αντιστέκεται. Στάζει ποίηση όχι απαραίτητα νόημα, εξήγηση, τεμαχισμό.

Το ποίημα αντέχει. Στέκεται στα πόδια του όπως ο ποιητής στον τύμβο.

Το ποίημα εξαρτάται από τη δεκτικότητα του αναγνώστη. Πάντως διαρκεί και μετά το τέλος του.

Όπως ο ίδιος ο ποιητής σημειώνει, «αυτή είναι η πορεία της ποίησης, που προαγγέλλει το μέλλον της: μια ποίηση αποκαλυπτική υψηλών νοημάτων, που θα ανεβάσουν τον άνθρωπο από το χαμερπές αδιέξοδο, το άγχος και την απόγνωση του πνεύματος στην ενόραση του θείου, που είναι και το βαθύτερο αίτημα της ύπαρξης μα και η μεγάλη της έκπληξη».

 

Νʼ ακούς πάντα

Νʼ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας

Νʼ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απʼ τον τοίχο

Νʼ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα

Νʼ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα

Νʼ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως

Νʼ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απʼ τον ορίζοντα γυρίζουν

Και ακινητούν σʼ άλλων ματιών την αιώρα

Νʼ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο

Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο

Τον ήλιο νʼ ακούς που δέρνεται απʼ το φέγγος της σταγόνας

Νʼ ακούς του άστρου το χρώμα

Νʼ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι

Νʼ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας

Νʼ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο

Νʼ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους

Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια νʼ ακονίζονται

Νʼ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν

Νʼ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα

Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει

 

Νʼ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός

Νʼ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα

Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί

 

Την καρδιά νʼ ακούς

Νʼ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο

Την καρδιά νʼ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια

Νʼ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού

Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα

Νʼ ακούς πάντα.

 

 

 

«Τέλειος ανατόμος της ενστικτώδους κατεύθυνσής μας προς το όνειρο και το απίθανο», σημειώνει ο Ηλίας Κεφάλας εδώ μάλιστα στο Περί ου, « αλλά και προσγειωμένος φυσιολάτρης που λατρεύει τα μέσω του λόγου ρυθμικά φυσικά αναπηδήματα».

 

Το ποίημα χώνεται σε ανήλιαγες εσοχές πριν ο αναγνώστης το φέρει στο φως. Το ποίημα λείπει όταν  ανασύρει αρχαίες λέξεις και νοήματα. Έχει οντολογικό περιεχόμενο. Φιλοσοφικό χαρακτήρα. Το ποίημα ηχεί. Φτιάχνει μια μουσική συμφωνία. Το ποίημα διακόπτεται. Εναντιοδρομεί.

«Η ποίηση του Παπαδίτσα απηχεί μια σχέση διάρκειας με την αρχαία Ελλάδα, έναν άρρηκτο ψυχικό και πνευματικό δεσμό που εμφανίζεται από τις αρχές και θα τον συνοδεύει ως το τέλος. Παράλληλα, η πρόνοια της δημιουργίας φωτίζεται με τη λιτότητα του υπερβατικού λόγου που αναδεικνύει το θαυμαστό μέσα από το οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως κόσμημα πολύτιμο και αιώνιο», μας πληροφορεί η Ελένη Λιντζαροπούλου.

«Η σχέση του Παπαδίτσα με την αρχαία Ελλάδα είναι σύμφυτη: εδώ η αρχαία Ελλάδα είναι ένας ζων οργανισμός, όπως και η νέα, είναι δηλαδή αρχαία και νέα Ελλάδα μέλη του ίδιου ζώντος οργανισμού», λέει η Ελένη Λαδιά που έχει μελετήσει με διάρκεια και συνέπεια την ποίηση του Παπαδίτσα.

 

Από χρυσές περιπαθείς διώρυγες τραβάει προς τις αέρινες τροφές του το άλλο σώμα

Σημαδεμένο με την κιμωλία του μέσα στο ατέλειωτο τραγί του

 

Σώμα της δάφνης και του πιπεριού

Φωνές δαγκώνουν άγιους άρτους βιαστικές αγριότητες μιας κορυφαίας κραυγής:

Από τον ένα ήλιο στον άλλο μεσημέρι αποθανατισμένη πράσινη στριγγιά του φρύνου

 

Ωραίο κορμί θηκάρι διπλής κόψης ανεμόδροσης

Ποιο σε αλαφρώνει πότισμα

Μια λέξη σ’ εξατμίζει επεκτεινόμενη

Θερίζει δάση και άσπρους θανάτους που ζευγαρώνουν το τσακάλι με το αηδόνι στη Μαντινεία και τη Λοκρίδα

Ωραίο κορμί

Σφυρίζουν τα τρυπάνια σου κι ανοίγουν αμμουδιές απελπισμένες

Σε γράφουν με ίσκιους οι αλμυρές κάμαρες στη λιακάδα

Κι όπως σε γέρνει το σγουρό μαϊστράλι χάνονται τα πυρά μαλλιά

Σαν εκατό κατσίκια που καταποντίζει στο σκοτάδι

Ένα φανάρι

 

Βαθύ κορμί στο άσπρο σου εκμαγείο η προδοσία της πλάνης σου μετράει σφυγμούς

Μετράει με χτύπους της ακρογιαλιάς μάταιες ημέρες

 

Έναν κύκλο θαυμάζεις σε τροχίζει από μέσα η ακοή

Το νούμερό σου είναι το δύο, πλάνο που ανοίγεις θήκες μορφασμών ασβέστη

 

Με ένα πουλί που άξαφνα γίνεται λιθάρι

Και μια ψηφίδα αγνώστου του μας γνέφει

 

Το βήμα σου και η πέτρινή σου περιδίνηση

Η αρπαγή της πυράς με όλο το στόμα

Η αποστροφή του σκοταδιού με όλο το χέρι

Το βύθισμά σου ψηλά με όλους τους πίδακες

Κι όλο το ενδοκρινές αλάτι

Βαθύ κορμί

 

[Όπως ο Ενδυμίων,1970, Πρώτη Ύλη, Αστρολάβος/ Ευθύνη]

 

«Τα Παραμιλητά του Τιθωνού πατούν τεχνοτροπικά στον Παλαμά και τον Σικελιανό, φέρνουν όμως στα γράμματά μας ένα θέμα ζόρικο και δύσκολο να το πιάσει κανείς ακόμη και σήμερα, τον ερωτισμό της τρίτης ηλικίας.

Ο Τιθωνός είναι ο μυθικός σύντροφος της Ηούς, της Αυγής δηλαδή, που οι θεοί του χάρισαν την αθανασία, όχι όμως και την αιώνια νεότητα, και καταδικάστηκε ες αεί να ζαρώνει σαν το τζιτζίκι πλάι στην αγέραστη ερωμένη του, να δύει ατελεύτητα πλάι στην ανέσπερη Ανατολή», γράφει ο Κώστας Κουτσουρέλης στο Νέο Πλανόδιον.

 

Ποιος με κοιτάει; ξυπνάει μέσα στο χνούδι μου ένα ρίγος

και του πουλιού είμαι η χόρταση στην αντηλιά

μες στη σιωπή μου αρχίζει η ανθοβολή και ο τρύγος

κι ο καρπός δένει στην ελιά.

 

Καμπύλο είναι το βλέμμα μου τ’ άστρο με τ’ άστρο ως δένει

και τ’ όνειρό μου μαγνητίζει φωτεινές τροχιές

είναι η φωνή μου με το ηλιόκαμα ζευγαρωμένη

κι ό,τι μου δίνει η κάψα μού το παίρνουν οι βροχές.

 

Ξέρεις ετοιμοθάνατο ον; το μυστικό είναι πως

ό,τι πεθαίνει μέσα μας έξω μας είναι φως.

 

* * *

 

Όλες οι αισθήσεις μου μαζί στον ήλιο αεροτρεμίζουν

σαν φύλλα που στο πέταγμά του τράνταξε ο ερωδιός

άρπα μονόχορδη το σώμα μου το φωτοαγγίζουν

τα ρημαγμένα ουρανοδάχτυλα της Ηώς.

 

* * *

 

Πέτα όπου θες, τι τά ’χεις τα νιοφύτρωτα φτερά

κι εντός σου έχεις τη δύναμη για να σηκώσεις και όρη

σ’ αγκάθια και σε βάτα μέσα αστραφτερά

γίγαντα η μέρα από ψηλά σ’ εκυοφόρει.

 

Νά ’σαι της νύχτας —ρώταγε η ερωτοδότρα αυγή—

νά ’σαι της νύχτας το ένστικτο κι η αγρύπνια;

κι αν η ψυχή σου λαχταράει μ’ ένα άσμα σου να βγει,

σαν Ενδυμίωνα σού ’δωσαν για θάνατο τα ενύπνια.

 

Ξέρεις ετοιμοθάνατο ον; Το μυστικό είναι πως

ό,τι πεθαίνει μέσα μας έξω μας είναι φως.

 

* * *

 

Είπα δεν έχω πια φωνή κι ούτε με φύτεψε ον

είναι σαν να με γέννησαν ερωτοανάσες θεών.

 

Ο καθείς έχει δυο φτερά για να πετά εδώ κάτου

ο θεός εχτές που τά ’δωκε τα θέλει αύριο δικά του.

 

Όσο πετάω και τραγουδώ ποτέ δεν θα πεθάνω

κι όλα αν αλλάζουν γύρω μου, εγώ στο δέντρο επάνω

 

θά ’μαι μονάχα μια φωνή στη φύση που απεκρίθη

ο κόσμος είναι ανάμνηση που αρχίζει από τη λήθη.

 

Το ποίημα σε περιμένει να το ανοίξεις όπως ένα ώριμο σύκο κατακόκκινο με σπόρους που σκάζουν  ανάμεσα στα δόντια. Γεύομαι το ποίημα ωστόσο συνεχίζω να μη γνωρίζω τι είναι ποίημα.

Αυτό πάντως είναι ένα ποίημα του Δημ. Παπαδίτσα:

 

Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό

Πες τους ένα ψέμα:

Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι

Αυτό που είναι στον ουρανό

 

 

 

Ο Δημήτρης Π. Παπαδίτσας (Σάμος, 1922 – Αθήνα, 1987) ήταν Έλληνας ιατρός και ποιητής. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ (1958), μετεκπαιδεύτηκε στο Μόναχο στην Ορθοπεδική και εργάστηκε ως ορθοπεδικός στη Σπάρτη, την Καλαμάτα, τη Λέρο, την Πάτμο και την Αθήνα όπου και εργάστηκε σε Ίδρυμα Αναπήρων. Με μόνο κριτήριο τον τόπο γέννησης, ανθολογείται από τον Ηλία Σιμόπουλο στην «Αιγαιοπελαγίτικη ποιητική ανθολογία» ανάμεσα σε άλλους που η ποίησή τους διαπνέεται, όπως αναφέρει, από το μεσογειακό φως και το ειδυλλιακό και γραφικό τοπίο των νησιών.

 

Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με την ποιητική του συλλογή Το φρέαρ με τις φόρμιγγες. Οι μελετητές της ποίησης τον κατατάσσουν στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η κατάταξη αυτή, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή των «Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» της Γ΄ Λυκείου, έχει γίνει με βάση τη χρονολογία της γέννησης των ποιητών – μέχρι δηλαδή το 1928 – καθώς και με το ότι πρωτοεμφανίστηκαν στα γράμματα μετά το 1940. Σύγχρονοί του οι: Τάκης Βαρβιτσιώτης, Άρης Δικταίος, Τάκης Σινόπουλος, Ελένη Βακαλό, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μίλτος Σαχτούρης, Νίκος Καρούζος, Τάσος Λειβαδίτης, Λίνα Κάσδαγλη, Έκτωρ Κακναβάτος κ.ά.

Η πρώτη μεταπολεμική γενιά νεωτερικών ποιητών ακολουθεί αρχικά τα βήματα της γενιάς των νεωτερικών ποιητών του μεσοπολέμου. Τα βήματα δηλαδή των: Γιώργου Σεφέρη, Ανδρέα Εμπειρίκου, Νικηφόρου Βρεττάκου, Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Ρίτσου, Γιώργου Θέμελη, Γιώργου Σαραντάρη, Νίκου Εγγονόπουλου, οι οποίοι πρώτοι έσπασαν την παράδοση της προκαθορισμένα συμμετρικής εκφοράς του ποιητικού λόγου και έγραψαν σε ελεύθερο στίχο, όπως γράφει ο Αλέξης Αργυρίου στην «Ανθολογία της Ελληνικής Ποίησης». Αυτοί λοιπόν οι δεύτεροι χρονολογικά ποιητές δε συνέχισαν απλώς ότι οι πρώτοι είχαν κατακτήσει αλλά πλούτισαν την ποίηση με τα δικά τους στοιχεία, διαμόρφωσαν τη δική τους ποιητική και τελικά διαφοροποιήθηκαν από τους προγενέστερους, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση της εικόνας που έχουμε για τη μοντέρνα ποίηση. Ιδιαίτερες ποιητικές σχολές δεν διαμορφώθηκαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο, γι’ αυτό μπορούμε να μιλάμε για τάσεις όπως η αντιστασιακή ή κοινωνική ποίηση, η υπαρξιακή ή μεταφυσική ποίηση και η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση στην οποία κατατάσσεται το έργο του Δ. Παπαδίτσα αφού διακρίνεται καθαρά ή επιρροή από τον Γαλλικό Υπερρεαλισμό. Στα πρώτα του ποιητικά βήματα ο Παπαδίτσας προσπάθησε να εκφράσει την αγωνία του για μια αναμόρφωση του κόσμου, μέσα από τις αντισυμβατικές γλωσσικές και θεματικές επιλογές και με επιρροές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού και την αρχαιοελληνική προσωκρατική φιλοσοφία. Στην πορεία του προς την ωριμότητα οδηγήθηκε προς μια απόπειρα γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στη γήινη πραγματικότητα και το ποιητικό σύμπαν, μέσω ενός ενορατικού λόγου και με επιρροές από το ρομαντισμό του Holderlin.

Η πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών, ζει την εφηβεία της στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά και ανδρώνεται στα χρόνια του πολέμου, της κατοχής και του εμφύλιου. «Είναι η γενιά που αρχίζει την ποιητική της ζωή με μια βιασύνη». Χαρακτηριστικά ερμηνεύει την τάση τους ο Σεφέρης. «Η κριτική της γενιάς του μεσοπολέμου τους αντιμετώπισε με συγκατάβαση ή προσπάθησε να αποσιωπήσει το έργο τους». Ελάχιστες αναφορές και συνολικές κριτικές θεωρήσεις έχουμε μέχρι και σήμερα, παρότι δεν λείπουν από τη γενιά αυτή ποιητές κάποιου αναστήματος. «Η ποίηση αποτελεί, γι’ αυτούς, άλλοτε καταφύγιο κι άλλοτε μέσο για να δηλωθεί η άρνηση προς μια νόθα και βρώμικη πραγματικότητα. Είτε εμπνεόμενοι από τους κοινωνικούς αγώνες, είτε θέτοντας μεταφυσικές ανησυχίες• με φανατισμό ή ανεπηρέαστοι από τις ιδεολογικές διαμάχες• οι περισσότεροι ποιητές αυτής της γενιάς χρησιμοποίησαν τη γλώσσα ως μέσο για να εκφράσουν τη γύρω τους πραγματικότητα», γράφει ο Αλέξανδρος Αργυρίου. Ο Παπαδίτσας γράφει για την ποίηση στο «Ως δι’ εσόπτρου»: «Η ποίηση είναι η αυθεντικότερη γλώσσα, δηλαδή νηπιακή γλώσσα, όπου το πράγμα, η έκφρασή του, η ονομασία του, η περιγραφή του, ο ήχος του, η μνημιακή του ανάκληση, όλα μαζί είναι ένα. (μνημιακή ανάκληση: μια ολόκληρη διαδικασία για να ξαναμπούμε στον εαυτό μας που γνωρίζει).

 

«Κάθε ποιητής μιλάει σαν νήπιο, δηλαδή ακατανόητα για κείνους που έχουν ξεχάσει την πρώτη τους, την πιο αληθινή γλώσσα».

 

«Η ποιητική γλώσσα είναι συγχρόνως νόηση, εικόνα, ψυχικός αναπαλμός, αυτόματη αντίληψη, αισθητηριακή ή αισθητική ανάπλαση του γεγονότος, παρών χρόνος διαστελλόμενος ή συστελλόμενος μέσα σε μια διάρκεια χωρίς πέρατα», ισχυρίζεται ο ποιητής.

 

Το ποίημα με τίτλο Βλαδίμηρε που είναι το όνομα του αδελφού του ποιητή τον οποίο έπιασαν οι Γερμανοί και τον έστειλαν ως όμηρο στη Γερμανία, τον Αύγουστο του 1944.

 

Εδώ υπάρχουν πολλά πράγματα έτοιμα που μπορείς να δεις

          μέσα τους την ιστορία τους σε πολύ απλή γλώσσα

 

Ξημερώνει απ’ όλες τις μεριές Βλαδίμηρε

Όταν με δεις ν’ ανασαίνω κάθε χιλιόμετρο την ανθρώπινη

          προστασία σου* δεσμός

Φαντάσου ένα εκατομμύριο γυναικόπαιδα να φωνάζουν:

          δικαιοσύνη

5          Ή ένα εκατομμύριο άστρα που τα ψάχνουν άπιστα δάχτυλα

Ή μια χρυσοκίτρινη κοίτη που τελειώνει μέσα μου*δεσμός

 

Έφτασα

Να μου δώσεις λίγα χτυποκάρδια που δεν έγιναν έφηβοι* δεσμός

Τώρα το καλοκαίρι μού τα ζητιανεύει μια δροσούλα του

          Ιλισού

10       Επίσης κι ένα δέντρο που έχασε την καρποφορία του

 

Όταν κοιμηθεί το φεγγάρι μες στο Ρήνο φαντάσου την ψυχή μου

Σα δωμάτιο εξοχικού σπιτιού που περιμένει τον ύπνο σου

          για παραθέρισμα

Αν ήσουν εδώ το πρωί θ’ άκουγες τα κοκόρια και τους γαλατάδες

          μέσα στ’ αγουροξυπνημένα αυτιά της γειτονιάς

Ύστερα τις εφημερίδες και τα χέρια να τις παίρνουν από τα

          μισόκλειστα παράθυρα

 

15       Πολλές φορές γελώ με τη συνήθεια π.χ. χτες το πρωί

Είχαμε στο τραπέζι ένα φλιτζάνι τσάι παραπανίσιο

Τότε βούτηξα το ψωμί μου στην απέραντη πίκρα του

Κι έτρωγα χωρίς να μπορώ να χορτάσω. Σκέψου τη ζωή μου

Αυτό το βερίκοκο στα δόντια της απουσίας.

Ο Δημήτρης Παπαδίτσας συνεργάστηκε με περιοδικά [«Νέα Εστία», «Γράμματα και Τέχνες», «Νεανική Φωνή», «Ό Στόχος» και «Ευθύνη»] και εφημερίδες, δημοσιεύοντας κείμενα για την ποίηση και κριτικές. Υπήρξε, μαζί με τον Επαμεινώνδα Γονατά, συνεκδότης της περιοδικής έκδοσης «Πρώτη Ύλη» την περίοδο 1958-1959. Πολλά ποιήματα του Παπαδίτσα έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες όπως αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, φλαμανδικά, ουγγρικά, πολωνικά και ρωσικά. Πολύτιμος καρπός της φιλίας και της συνεργασίας τους οι επιστολές του Δ. Π. Παπαδίτσα [γραμμένες κυρίως από την Πάτμο και τη Λέρο το 1962-1963] οι οποίες συγκεντρώθηκαν το 2000 από τον Χρήστο Αστερίου και εκδόθηκαν υπό τον τίτλο: «Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας». Σ’ αυτές τις επιστολές περιλαμβάνεται, νωπό ακόμη, το πρόχειρο σχεδίασμα των πρώτων στίχων και το χρονικό της ολοκλήρωσης του «Εν Πάτμω», μιας από τις σημαντικότερες συνθέσεις του Παπαδίτσα.

 

Εν Πάτμω

εγενόμην

 

Η μικρά σκέψις ως κρώζον πτηνό

Εκ του ύψους σκοπεύει τη σάρκα

Το ξηρό δένδρο

Η σκληρά πέτρα που ελαξεύθη

Απ’ το ακαταμάχητο όνειρο

Και εις την Πάτμο ανεστράφη η καρδία

Και μαράθηκε το άνθος το πικρό

 

Ω ξηρό δένδρο διάφανο

Δια να βλέπωμεν άστρα

Δια να βλέπωμε πίδακες κίτρων

Και εις κόπρον αλόγων

Σπόρους δασών

Δια να βλέπωμε σύννεφα

Και ρομφαίες ψιθύρων

 

Η στενωπός εκ της καρδίας κατέβαινε

Κι ανέβαιναν αύρες

Ως διάφανα όνειρα

Κι από των παραθύρων τα ολάνοιχτα βλέφαρα

Έχυναν μέσα

Γλυκείς στεναγμούς των αγίων

 

Γραίες εβάδιζαν, παιδία

Επί του λιθοστρώτου έγραφαν τους ήχους

Του μέλλοντος

Οι όρχεις των λάμποντα νούφαρα

Έπιναν τα λιμνάζοντα ύδατα

Ενώ τα φύλλα εδρόσιζαν

Τα γόνατα των απομάχων

 

Και η μικρά σκέψις

Μη ομοιάζουσα πλέον με πτηνό

Απέκτησεν ιριδισμούς που έφεγγαν

Και ούτω αι καρδίαι του πλήθους

Ωμοίαζαν με κατοικίες αλιέων

Τη νύχτα

 

Και όπως του φοίνικος

Ο χρόνος αφαιρεί τους κλάδους

Κι ανέρχεται ο κορμός του

Εν μέσω ηλίου και ανέμων

Της διανοίας παρομοίως

Συνέβη η άνοδος.

 

Ποιητής, από τους πιο αθόρυβους, αλλά και πιο ουσιαστικούς της μεταπολεμικής εποχής.

Ο Δημήτρης Παπαδίτσας πέθανε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 1987, σε ηλικία 64 ετών.

 

 

 

-Δ.Π.Παπαδίτσα, Ποίηση, προμετωπίδα- κοσμήματα, Γ. Βαρλάμου, επιμέλεια, Δημ. Παπαδίτσα, Μέγας Αστρολάβος, Ευθύνη, 1997

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.