You are currently viewing Κωνσταντίνος Τσεκλένης:  ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ

Κωνσταντίνος Τσεκλένης: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ

Η τέχνη είναι ένας ελιγμός ευτυχίας,
ώστε να υπάρχουμε κάπως αναπαυτικά δυστυχισμένοι.
Νίκος Καρούζος

                                                                     

                                                                          Στον Κώστα Τσόκλη

 

Στον ουρανό περνούσαν οι αστερισμοί του θέρους.

Η έρημη πόλη είχε κάτι το ερωτικό, όπως μια γυναίκα μόνη στο παγκάκι της προκυμαίας.

Οι περαστικοί με το ανέκφραστο πρόσωπο περπατούσαν σκυφτοί, λες και κουβαλούσαν ένα φορτίο ασήκωτο, όπως στα μουσεία όπου το σιωπηλό βλέμμα των αγαλμάτων μας υπενθυμίζει πως η τέχνη δεν είναι παρά ένα πένθος βαρύ.

Οι ψυχές τους είχαν το σχήμα της πεταλούδας και το μόνο που ήξεραν, ήταν να πετούν, αποφασισμένες πως δεν θα γύριζαν πίσω.

Φυσούσε πολύ. Δεν μπορούσες να ξεφύγεις από τη φορά του ανέμου, ούτε και των προθέσεων.

Μερικά άλογα δροσίζονταν στις ποτίστρες καθώς τα κυπαρίσσια σιγά-σιγά άπλωναν τη σκιά τους, πάνω σ’ ένα βούρκο που ξεχείλιζε από την ανεξέλεγκτη ασέλγεια του χρήματος.

Ένας άνδρας, θεόγυμνος, έτρεχε στο πεζοδρόμιο και φώναζε με μια απεγνωσμένη βελούδινη δύναμη, όπως αυτή που ταξιδεύει μέσα στις ρίζες των αιωνόβιων δέντρων: Στο περιβόλι των θεών, στο περιβόλι των θεών, θα εξαγνιστούμε!

Στο απέναντι μπαλκόνι, ο γνωστός ποιητής με αμάνικη μπλούζα και μουσκεμένο σβέρκο, βουτηγμένος στη δυσθυμία, έγραφε για μια γυναίκα με ραγισμένη τραγουδιστή φωνή και νερουλιασμένα μπράτσα, που  πουλούσε χαμογελαστές γάτες από πορσελάνη. Έγραφε για τις κόρες ντυμένες πόρνες που κάναν πεζοδρόμιο στα σκοτεινά σοκάκια, για τους χωματόδρομους της παλιάς πατρίδας και για τον βοριά που τον ξερίζωσε. Τα βράδια αγρίευε, σαν σκυλί δεμένο νύχτα σ’ ερημωμένο χωριό και διάβαζε δυνατά σκόρπιους στίχους: Ακούς; Όχι δεν είναι τριζόνια, οι μεντεσέδες είναι. / Όποιος σκοτώνει, φοβάται αυτόν που θυμάται. / Φίλε, το μάθημα ανατομίας γίνεται πάντα πάνω από ένα πτώμα. / Είναι μεγάλο στοίχημα η έξοδος, κι είναι πολύ εύκολο να εξοργίσεις τους αγγέλους. / Καμιά τραγωδία δεν διασχίζεις χωρίς την ποίηση.

Τον άκουγα σαστισμένος. Ατίθασα τα προϊστορικά συναισθήματα. Η σκηνή επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ σαν επίμονο όνειρο με τις ίδιες λεπτομέρειες, κι εκείνον τον λυγμό ν’ ακούγεται πέρα στις κοιλάδες με τα κόκαλα στον τύμβο να κροταλίζουν, ενώ έβλεπα στο φύλλο της ελιάς τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Ανέφικτες φιλοδοξίες με κυρίευαν κι εμένα τις νύχτες στο στενό κελί, μ’ ένα μόνο παράθυρο να βλέπει ουρανό και τη βοή της μπουρούς να τραγουδά μυστήρια θαλασσινά παραμύθια. Ίσως μόνον οι τρελοί είναι ικανοί ν’ ακούν τις φωνές αυτού του κόσμου.

Ο ποιητής μέρες μετά εξαφανίστηκε. Άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Στο διαμέρισμά του, η σπιτονοικοκυρά βρήκε μια κόλλα χαρτί με μια αδιάψευστη μαρτυρία της συνείδησης και τον εκ γενετής θυμό που όπλισε την πέννα του και την οποία άφησε πάνω στο σημείωμα.

Έγραφε: Πανσέληνος σήμερα. 9 Αυγούστου του έτους των τρελών.

Όχι δεν σκέπτομαι την αποσύνθεση, γιατί τα σώματα που γερνούν τρέχουν πάντα ανέμελα σε νεανικό τοπίο.

Ο υπογράφων έχοντας σώας τας φρένας, συντάσσει τη διαθήκη του. Όλα τα περιουσιακά στοιχεία που θα βρεθούν κατά τον χρόνο θανάτου μου, τ’ αφήνω: Σ’ εκείνο το λουλούδι που άνοιξε, στο χρώμα της θάλασσας την αυγή, στους κάβους που καβατζάραμε νέοι, στα βράχια που με θυμούνται, σ’ αυτούς που με τα δόντια κρατούν τις παραδόσεις, σ’ αυτούς που έκαναν σωστά πράγματα σε λάθος τόπο, σ’ εκείνους που με μαγικό τρόπο εξαφανίστηκαν όταν έπρεπε, και στους άλλους που πέθαναν εγκαίρως.

Τα αφήνω σ’ εκείνους τους μικροκαμωμένους με τα κουσούρια και το δυσθεώρητο ταλέντο που χάθηκαν στη σιωπή, πριν σβήσουν όπως ένας κυματισμός στην άμμο. Η ιδιοφυΐα λένε  απαιτεί πείσμα.

Τη σταγόνα που γεύτηκα από εκείνη τη σπάνια καταιγίδα, κι αυτή την αφήνω, -όπως ο ποιητής τον στίχο- με αμφιβολία και άνω τελεία.

Τα αφήνω σ’ αυτούς που με πίστεψαν, σ’ εκείνους που σαν πιστά σκυλιά μ’ ακολούθησαν, στις γυναίκες με τα μαύρα κεφαλοπάνια που εγκατέλειψα, στους φίλους που δεν με πρόδωσαν, στους ατίθασους ανθρώπους.

Τις φωτογραφίες τις έσκισα. Ποιος να τις πάρει; Τις περισσότερες φορές καταλήγουν στα παλαιοπωλεία ξεχασμένες σε κάποια ντιβανοκασέλα. Μόνο εσύ γνωρίζεις τα χαμόγελα. Εκείνο το λίκνισμα του σώματος, τα βαριά λόγια που δεν τόλμησαν στο βλέμμα.

 

Αίνιγμα για γερά μυαλά ή ποίηση; Άλλωστε η φαντασία, λένε, δεν είναι παρά μια γυναίκα.

Όχι δεν είναι δοκιμή. Τελικά πιάνει ο ορός της αλήθειας.

Αφήνω καλογυαλισμένη τη σφαίρα στη θαλάμη, ασορτί με το φεγγάρι. Το ξασπρισμένο κόκαλό μου θα το κρατώ σαν το σκυλί, στα δόντια.

Προσοχή! Ο εναπομείνας τραπεζίτης, πίσω-πίσω, χρυσός.
Για τον τυμβωρύχο.

Τ’ αφήνω όλα, πατρίδα, σπίτια, γυναίκες, οικογένεια, όπως τα πρέπει, όπως με άφησαν, στα τσακάλια.

Που ξέρεις; Υπάρχει πάντα ένας μοναχικός σκύλος στις κηδείες.

Απογόνους δεν έχω. Πρέπει να προσέχω!

 

 

 

 

Κωνσταντίνος Τσεκλένης

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.