Στην Πλατεία της Μεγάλης του Γένους Σχολής*
τρέχεις ακλόνητος,
στα πόδια σου φτερά έχουν ριζώσει.
Μπορεί αθλητής σε Ολυμπιακούς
ή μαραθωνοδρόμος νικητής το καύχημά σου νάναι.
Μπορεί άνθρωπος καθημερινός,
δρομέας να κατάντησες απ΄τις ανάγκες της ζωής.
Αν και εύθραυστα, τα αμφίτομα τα κρύσταλλα
υπ – άρχουν και πληγώνουν.
Νεύρα, αγγεία, μύες, καρδιά
σε πράσινο γυαλί το Γένος καθρεφτίζουν.
Το διαφανίζον υλικό
δυιλισμένο όνειρο δαυλού Αποσπερίτη
ή Ηούς ροδόχροης συμπαντικό τραγούδι.
Και με βοριά και με νοτιά σε βάθρο παραμένεις,
οι γυάλινες λεπίδες σου,
πιο αιχμηρές κι από την ορμή του Αιόλου,
σ’ ένα τρανό τοπόσημο αντριεύουνε πανάρχαιες ελπίδες.
Τίποτε το τυχαίο.
Στον χωροχρόνο θέεις στεκούμενος, γιγαντιαίος,
ν΄ αγγίζεις παρόν και παρελθόν και μέλλον,
να νιώθεις αρχετυπικά
τις γαλανές τις φλέβες σου να υποτονθορίζουν:
Περίμενε!
Τα πάντα στη ροή μη θυσιάζεις.
Το μεταβάλλον αξίζει ν’ αναπαύεται.
……..
* Η Πλατεία στην οποία δεσπόζει το γλυπτό “Ο Δρομέας” του γλύπτη Κώστα Βαρώτσου, απέναντι από το ξενοδοχείο Χίλτον, ονομάζεται Πλατεία της Μεγάλης του Γένους Σχολής.
Αυτή η διττή σημειολογία με ώθησε στη γραφή του ομώνυμου ποιήματος, πριν από μερικά χρόνια.
Σημειώνω,επί πλέον, ότι ο Κώστας Βαρώτσος έχει το προσωνύμιον “ο ποιητής της Γλυπτικής”.
