Η Αναστασία Α. Φλωράκη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τήνο, ανάμεσα σε σπίτια όπου το λευκό κέντημα απλωνόταν σαν φως στα τραπέζια και στα παράθυρα και αφιέρωσε μέρος του ερευνητικού της έργου στην καταγραφή και τεκμηρίωση της κεντητικής, με ιδιαίτερη έμφαση στην τηνιακή δαντέλα «φιλέ». Σπούδασε Φιλολογία, Λαογραφία και Πολιτιστική Διαχείριση, είναι ερευνήτρια, συγγραφέας, αφηγήτρια λαϊκών παραμυθιών και υποψήφια διδάκτωρ Λαογραφίας. Μία από τις σημαντικότερες εργασίες της αφορά το κέντημα «φιλέ» στην Τήνο, το οποίο μελέτησε στη μεταπτυχιακή της διατριβή με τίτλο “Το κέντημα «φιλέ» στην Τήνο: Κοινωνικές και τεχνολογικές παράμετροι μιας γυναικείας χειροτεχνίας», από τις εκδόσεις Κ. & Μ Σταμούλη, που εδρεύουν στη Θεσσαλονίκη. Με συνδυασμό συμμετοχικής παρατήρησης, προφορικών μαρτυριών και μελέτης παλαιών υφαντών και κεντημάτων, έχει παρουσιάσει τη δουλειά της σε συνέδρια και πολιτιστικούς φορείς, φωτίζοντας τη σύνδεση της χειροτεχνίας με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες του νησιού. Για την ίδια, κάθε φιλέ δεν είναι απλώς αντικείμενο, αλλά ένας κώδικας που κουβαλάει την υπομονή, τη δεξιοτεχνία και τα άγραφα λόγια των γυναικών που τον έπλεξαν. Ο τρυπητός κάμπος («φιλέ» ή «διχτάκι») πλέκεται με «σαΐτα», όπως τα ψαράδικα δίχτυα και, στη συνέχεια, προσαρμόζεται σε ξύλινο τελάρο. Το κέντημα είναι μετρητό και γίνεται με κλωστή και βελόνα ραψίματος. Ο όρος «φιλέ» προέρχεται από τη γαλλική λέξη filet και σημαίνει «δίχτυ». Στην Ευρώπη αναπτύχθηκε ήδη από τον 16ο αιώνα ως filet lace ή filet brodé, ενώ στην Ελλάδα φαίνεται να πέρασε μέσω νησιών με επαφές σε βενετσιάνικο ή γαλλικό εμπορικό κύκλωμα. Στην Τήνο, η τέχνη ενσωματώθηκε και προσαρμόστηκε με τοπικά μοτίβα, συχνά εμπνευσμένα από θρησκευτικά ή φυσικά στοιχεία. Στο βιβλίο θα διαβάσουμε για την τεχνική. Για τις πρώτες ύλες, τα εργαλεία, το τελάρωμα, το δίχτυ, τις βελονιές, το κέντημα, τη διόρθωση λαθών. Ακόμη για σχέδια και μοτίβα, όπου θα δούμε φωτογραφίες στο τέλος του βιβλίου, για τις χρήσεις όπως οικιακή, εκκλησιαστικά αντικείμενα και προίκα, Τις κοινωνικές παραμέτρους (μαθητεία, πελατεία), και την ιστορική διάσταση, όπως την πορεία του φιλέ στον 20ό αιώνα στο πλαίσιο της τοπικής, οικιακής παραγωγής. Η έρευνα στηρίχθηκε σε συμμετοχική παρατήρηση, σε συνεντεύξεις, σε φωτογραφικό υλικό, σε μελέτη βιβλιογραφίας, αλλά και εξέταση πολλών τοπικών κεντημάτων από τον 19ο αιώνα έως σήμερα. Ο «φιλέ» είναι μια πανέμορφη αλλά και απαιτητική μορφή κεντήματος, με ρίζες που πάνε πίσω αιώνες και στην Τήνο εξελίχθηκε σε ξεχωριστή τέχνη, συνδεδεμένη με την τοπική ταυτότητα και την προίκα. Η δημιουργία του συνδεόταν με το κοινωνικό κύρος, αφού μια νύφη που κατείχε την τέχνη ξεχώριζε. Η διάδοση μειώθηκε μετά τα μέσα του 20ού αιώνα, με την εισαγωγή βιομηχανοποιημένων δαντελών. Τι ήταν όμως αυτό που ερέθισε την περιέργεια μου για να διαβάσω το βιβλίο; Οι μνήμες από τη γιαγιά μου και τις γειτόνισσες που έκαναν φιλέ στις αυλές των σπιτιών. Αλλά και η αγωνία για τη διάσωση μιας Τέχνης που φθίνει ολοένα. Μπορεί το φιλέ να πάρει ξανά τη θέση του στη σύγχρονη τέχνη;
Στην Τήνο, η δαντέλα του φωτός δεν κρέμεται μόνο στα μπαλκόνια και στις αυλές. Απλώνεται και πάνω σε ξύλινα τελάρα, στα χέρια των γυναικών που ξέρουν να δένουν κόμπους και να υφαίνουν μνήμες. Η συνάντησή μας έγινε ένα απόγευμα, σε ένα δωμάτιο που μύριζε λινάρι και θαλασσινό αέρα. Το φως έμπαινε από το παράθυρο και παγιδευόταν στο δίχτυ μπροστά μας. Από εκεί, οι ερωτήσεις υφάνθηκαν σαν κλωστές: άλλες σφιχτές, άλλες χαλαρές, όλες πλεγμένες με την ιστορία μιας τέχνης που παλεύει να μη χαθεί.
Αυτό το βιβλίο είναι η πρώτη σας εκδοτική απόπειρα. Πιστεύετε πως σήμερα που ο σύγχρονος άνθρωπος τείνει στη λήθη του παρελθόντος, η λαογραφία έχει ενδιαφέρον; Απευθύνεστε σε ένα ιδιαίτερο αναγνωστικό κοινό;
Η λαογραφία δεν είναι μόνο το παρελθόν μας, είναι το πώς το παρελθόν διασώζεται μέσα στο παρόν. Το φιλέ, για παράδειγμα, μπορεί να μοιάζει ένα “ξεχασμένο” κέντημα, όμως όταν καθίσεις να το μελετήσεις, αντιλαμβάνεσαι ότι μιλά για τον χρόνο, τον κόπο, την αισθητική, τις σχέσεις, τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών. Αυτά είναι σύγχρονα θέματα. Δεν γράφω μόνο για ένα εξειδικευμένο κοινό. Γράφω για όποιον αναζητά να συνδεθεί με τη ρίζα, τη χειρονομία, τη μνήμη. Για όποιον νιώθει ότι σε μια εποχή υπερπληροφόρησης, κάτι πολύτιμο σιωπηλά φεύγει.
Ο πατέρας σας, γνωστός λαογράφος και ποιητής Αλέκος Φλωράκης… ήταν η αφορμή να ακολουθήσετε τα βήματά του; Πόση ευθύνη νιώθετε απέναντί του;
Ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος που μου έμαθε να ακούω τις αφηγήσεις πίσω από τα πράγματα, όχι μόνο τα ίδια τα αντικείμενα, αλλά τους ανθρώπους που τα δημιούργησαν. Δεν μου άσκησε ποτέ πίεση να ακολουθήσω τα βήματά του. Ήταν όμως παρών, όταν ήθελα να καταλάβω κάτι βαθύτερα, ή όταν ένιωθα ότι έχανα τα βήματά μου. Η ευθύνη που νιώθω δεν είναι από υποχρέωση, είναι από αγάπη. Κουβαλώ τη δική μου φωνή, αλλά η δική του είναι πίσω μου, καθώς εκείνος είναι που με έμαθε να αγαπώ τη λαογραφία και το λαϊκό πολιτισμό.
Στις νέες γυναίκες που ζουν με ρολόγια και οθόνες… τι θα λέγατε;
Θα τους έλεγα να δοκιμάσουν να ακουμπήσουν μια βελόνα σε τελάρο, έστω και μόνο για να νιώσουν τι σημαίνει να δίνεις σχήμα στον χρόνο. Το φιλέ δεν είναι απλώς “τέχνη”, είναι μια στάση ζωής. Δεν είναι ανάγκη να το κάνει κανείς όπως παλιά. Αυτή η τέχνη μπορεί να γίνει ένας τρόπος να επανασυνδεθούμε με τον εαυτό μας, όπως άλλωστε και κάθε χειροτεχνική κατασκευή.
Πιστεύετε πως έχουμε φτάσει σε έναν πολιτισμικό κορεσμό; Και αν ναι, στρεφόμαστε πίσω από ανάγκη;
Ίσως έχουμε φτάσει σε έναν κορεσμό πληροφορίας, όχι όμως ουσίας. Στρέφεται κανείς πίσω όχι από νοσταλγία, αλλά από ανάγκη να αγγίξει κάτι χειροποίητο, να θυμηθεί πώς μοιάζει η διάρκεια. Όχι η ακινησία αλλά η διάρκεια. Το φιλέ μάς το δείχνει αυτό: για να υπάρξει, χρειάζεται υπομονή, ρυθμό, επανάληψη, σχέδιο. Είναι μια πράξη αντίστασης στην επιτάχυνση, και νομίζω αυτή η “επιστροφή” είναι πιο επαναστατική απ’ όσο φαίνεται.
Πώς ξεκίνησε η δική σας σχέση με το φιλέ;
Ήταν η γιαγιά μου. Θυμάμαι τα απογεύματα που την παρατηρούσα να κεντά, σιωπηλά, με τα γυαλιά χαμηλά στη μύτη. Το τελάρο ήταν σχεδόν προέκταση των χεριών της. Δεν μου μίλησε ποτέ θεωρητικά για το φιλέ, αλλά με το παράδειγμά της, μου έδειξε τι σημαίνει να φροντίζεις κάτι λεπτοδουλεμένο, να επενδύεις χρόνο σε κάτι που δεν φαίνεται εύκολα, αλλά μένει. Όταν άρχισα να μελετώ το φιλέ ερευνητικά, κατάλαβα ότι αυτό που έψαχνα δεν ήταν μόνο η τεχνική, ήταν εκείνη.
Τι σας γοήτευσε περισσότερο: η τεχνική δυσκολία ή η πολιτιστική του φόρτιση;
Η τεχνική με εντυπωσίασε καθώς είναι εξαιρετικά απαιτητική και πειθαρχημένη, σχεδόν μαθηματική. Αλλά αυτό που με συγκίνησε ήταν η φόρτιση που έφερε μαζί της. Κάθε κέντημα είναι φορτωμένο με προσδοκίες, με στοχασμό, με τέχνη. Είναι ο τρόπος που μια γυναίκα μετουσίωνε το χρόνο και τον κόπο της σε κάτι που έμενε: στην προίκα, στη βιτρίνα, στην εικόνα της Παναγίας. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τελείως την τεχνική από την πολιτιστική της λειτουργία, η μία γεννά την άλλη.
Τι ρόλο κατείχε το φιλέ στην κοινωνική ζωή της Τήνου τον 19ο και τον 20ό αιώνα;
Το φιλέ ήταν στοιχείο κύρους, επιδεξιότητας και κοινωνικής αναγνώρισης. Δεν ήταν μόνο για το σπίτι ή για την εκκλησία, ήταν ένας άτυπος τρόπος αξιολόγησης της νοικοκυροσύνης και της γυναικείας αξίας. Μια γυναίκα που ήξερε να φτιάχνει φιλέ, και μάλιστα σωστά, λογιζόταν “καλή”, για γάμο, για πελατεία, για την κοινότητα. Ήταν δηλαδή και τεκμήριο ικανότητας και εργαλείο κοινωνικής ανέλιξης.
Πώς επηρέασαν οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές του νησιού τη διάδοση ή την υποχώρηση αυτής της τέχνης;
Η τέχνη του φιλέ επηρεάστηκε άμεσα από τις αλλαγές στο νησί. Μετά τη δεκαετία του 1960-70, η στροφή στην τουριστική ανάπτυξη, η μετανάστευση, η άνοδος των εμπορικών προϊόντων και η σταδιακή είσοδος των γυναικών σε άλλα επαγγέλματα άρχισαν να μειώνουν το ενδιαφέρον για τη χειροποίητη εργασία. Παράλληλα, τα βιομηχανικά δαντελωτά αντικατέστησαν σε μεγάλο βαθμό το φιλέ, που ήταν χρονοβόρο και δύσκολο. Έτσι, μια τέχνη που κάποτε έδινε εισόδημα και κύρος, έγινε “ξεπερασμένη”. Όχι όμως ξεχασμένη. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι η δαντέλα εξαφανίστηκε από το νησί, αντικαταστάθηκε όμως από λιγότερο απαιτητικές μορφές, όπως το βελονάκι.
Ποια μοτίβα είναι χαρακτηριστικά της τηνιακής παράδοσης και πώς διαφέρουν από άλλα ελληνικά ή ευρωπαϊκά;
Στην Τήνο βρίσκουμε μοτίβα επηρεασμένα από τη θρησκευτική ζωή όπως σταυρούς, και γεωμετρικά μοτίβα που παραπέμπουν σε εκκλησιαστικό διάκοσμο. Σε σχέση με άλλα νησιά, τα τηνιακά σχέδια είναι πιο “γεμάτα” και πιο πυκνοκεντημένα. Η καταγωγή τους διασταυρώνεται με ιταλικά, γερμανικά ή γαλλικά πρότυπα, λόγω της ενετοκρατίας και της επικοινωνίας των γυναικών της Τήνου με τα πολυεθνικά κέντρα της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, αλλά έχουν ενσωματωθεί στη λαϊκή παράδοση με τρόπο μοναδικό.
Ποιες πηγές αξιοποιήσατε για την τεκμηρίωση; Είχατε πρόσβαση σε παλιές συλλογές ή προφορικές μαρτυρίες;
Βασίστηκα κυρίως σε επιτόπια έρευνα, δηλαδή σε συνεντεύξεις με κεντήστρες, παρατήρηση επί του πεδίου, φωτογράφιση και μελέτη παλιών κεντημάτων. Έχω την τύχη να διαθέτω μια “προίκα” από φιλέ της γιαγιάς μου, και γνώρισα κι άλλες γυναίκες που μου έδειξαν τα δικά τους, μαζί με τα σχέδια και τις τεχνικές τους. Βιβλιογραφικά, υπάρχει λίγη έως καθόλου εξειδικευμένη αναφορά στο φιλέ, οπότε η έρευνα ήταν κυρίως πρωτογενής. Αυτό την έκανε πιο δύσκολη αλλά και πιο πολύτιμη.
Πόσο δύσκολο ήταν να συγκεντρώσετε υλικό, δεδομένης της φθοράς του χρόνου και της μείωσης των ανθρώπων που γνωρίζουν την τέχνη;
Ήταν δύσκολο, αλλά όχι ανέφικτο. Το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν ο χρόνος ή μάλλον η επείγουσα αίσθηση του χρόνου. Κάποιες από τις πληροφορήτριες που μου μίλησαν στην αρχή, δεν ζουν πια. Άλλες είχαν αρχίσει να ξεχνούν. Υπήρχε επίσης ο φόβος ότι «δεν αξίζει τον κόπο», όπως μου έλεγαν. Όμως, όταν έβλεπαν το ενδιαφέρον, όταν ένιωθαν ότι τις ακούω, άνοιγαν. Και μου έδιναν όχι μόνο τεχνική γνώση, αλλά και συγκίνηση. Μια άλλη δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν τα σχέδια. Ενώ όλες οι κεντήστρες μου έδειξαν με περηφάνια τις δημιουργίες τους, δεν μου έδειξαν όλες τα σχέδιά τους, ειδικά όσα ήταν σπάνια και δυσεύρετα.
Πιστεύετε ότι υπάρχει τρόπος να ξαναζωντανέψει αυτή η τέχνη; Να ενταχθεί σε μια σύγχρονη δημιουργική έκφραση ή παραγωγή;
Απολύτως. Αρκεί να μην την “τουριστικοποιήσουμε” ή να την απογυμνώσουμε από τη σημασία της. Το φιλέ δεν είναι μόνο διακοσμητικό, είναι φορέας μνήμης. Αν, όμως, νέες δημιουργοί θελήσουν να το εντάξουν στη σύγχρονη αισθητική, να πειραματιστούν με το μοτίβο ή το υλικό του, να το μεταφέρουν στην τέχνη, στη μόδα ή στη γραφιστική, αυτό μπορεί να του δώσει νέα πνοή. Το βασικό είναι να διατηρηθεί ο σεβασμός προς την καταγωγή του και τις γυναίκες που το κράτησαν ζωντανό.
Θεωρείτε ότι το φιλέ πρέπει να καταχωρηθεί ως στοιχείο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς; Υπάρχουν σχετικές πρωτοβουλίες;
Ναι, και πιστεύω ότι είναι αναγκαίο. Το φιλέ συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός στοιχείου άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς: τεχνική, προφορική μετάδοση, κοινωνική λειτουργία, διαγενεακή συνέχεια, τοπική ταυτότητα. Στην Τήνο υπάρχουν ακόμα ζωντανές φωνές που μπορούν να συμβάλουν σε αυτή την καταγραφή. Θεωρώ πως η επίσημη καταχώριση θα βοηθήσει στη διάσωσή του με σεβασμό και ευαισθησία.
Τι θα λέγατε σε μια νέα γυναίκα που θέλει να μάθει την τέχνη αλλά δεν έχει καμία επαφή με την παράδοση;
Θα της έλεγα να ξεκινήσει χωρίς φόβο. Η παράδοση δεν είναι κάτι μακρινό ή άκαμπτο· είναι ένα μονοπάτι που περπατιέται και εκ νέου. Δεν χρειάζεται να έχεις “κληρονομικό δικαίωμα” για να μάθεις, αρκεί η επιθυμία, η περιέργεια και ο σεβασμός. Η παράδοση είναι ζωντανή όσο βρίσκονται άνθρωποι να την αγγίξουν με αγάπη. Και ίσως οι πιο όμορφες μορφές της, γεννιούνται όταν συναντιούνται παλιά υλικά με νέα χέρια.
Στον 19ο αιώνα το φιλέ ανήκε στην προίκα· σήμερα σε ποιον ανήκει; Στην παράδοση, στο μουσείο, ή σε μια νέα γενιά που ίσως τον ονειρευτεί αλλιώς;
Σήμερα το φιλέ ανήκει σε όποιον θελήσει να το κρατήσει ζωντανό. Δεν είναι πια υποχρέωση προίκας, ούτε “αντικείμενο σε βιτρίνα”. Είναι κομμάτι πολιτισμού που μπορεί να εμπνεύσει νέα έργα, νέες ερμηνείες, νέες σχέσεις. Ανήκει στην παράδοση γιατί από κει έρχεται, στο μουσείο γιατί χρειάζεται τεκμηρίωση, αλλά κυρίως ανήκει σε μια νέα γενιά που τολμά να ονειρευτεί αλλιώς. Ανήκει στη συνέχεια, όχι στη στασιμότητα.
Πιστεύετε ότι το φιλέ μπορεί να σταθεί μέσα σε μια σύγχρονη ζωή γεμάτη μηχανές και ταχύτητα; Και αν ναι, τι του πρέπει να σωθεί πρώτα: η τεχνική ή η ψυχή του;
Το φιλέ μπορεί να σταθεί ακριβώς επειδή είναι το αντίθετο της ταχύτητας. Είναι το αντιστάθμισμα: μια νησίδα σταθερότητας μέσα στη φουρτούνα της καθημερινότητας. Δεν χρειάζεται να το μάθουν όλοι, αρκεί να το γνωρίσουν, να το ξαναζωντανέψουν, να το στολίσουν στα σπίτια τους, να μάθουν να το αναγνωρίζουν όταν το βλέπουν. Όσο για το τι πρέπει να σωθεί πρώτο; Η ψυχή του. Γιατί η τεχνική χωρίς ψυχή γίνεται άσκηση. Η ψυχή, όμως, μπορεί να ξαναζωντανέψει και την τεχνική.
Η βελόνα της Αναστασίας ακούμπησε στο τελάρο, σαν να πήρε κι αυτή μια ανάσα. Έξω, ο αέρας έφερνε τη μυρωδιά της θάλασσας. Στο τραπέζι, το φιλέ έμενε μισοτελειωμένο. Όχι από αδυναμία, αλλά σαν σιωπηλή υπόσχεση ότι η ιστορία του συνεχίζεται.
«Δεν θέλω να πω πως τελειώσαμε», μου είπε, «γιατί στο φιλέ τίποτα δεν τελειώνει. Αν κοπεί μια κλωστή, την ξαναδένεις· αν χαθεί ένα μοτίβο, το ξανασχεδιάζεις· αν χαθεί η μνήμη, τη ξαναλέμε». Κοιτάξαμε μαζί το δίχτυ, το φως που περνούσε μέσα του, και τις μικρές σκιές που έπεφταν στο τραπέζι. Ήταν σαν το ίδιο το νησί να είχε καθίσει εκεί, τυλιγμένο μέσα σε λινάρι και χρόνο.
Κι όταν σηκώθηκα να φύγω, κατάλαβα πως η συνέντευξη αυτή δεν ήταν απλώς για το φιλέ· ήταν για όλα όσα κρατούν οι γυναίκες στα χέρια τους και δεν αφήνουν να χαθούν.
Σας ευχαριστώ κυρία Φλωράκη για την κουβέντα και για τις γνώσεις που μου δώσατε. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όσες γυναίκες ακόμη τούτη η Τέχνη σηματοδοτεί κάτι μέσα στην καθημερινότητά τους.

