You are currently viewing    Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ο Τζέημς Ελρόυ και τα σκοτάδια του

   Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ο Τζέημς Ελρόυ και τα σκοτάδια του

  

Κυριακή της 22ας Ιουνίου 1958

 

«Γεννήθηκα το 1948. Ο πατέρας μου ήταν λογιστής [κάποτε είχε αναλάβει τα οικονομικά της Ρίτα Χέηγουορθ]. Ήταν ένας όμορφος ψηλός άντρας, που είχε λάβει μέρος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. […] Όταν γεννήθηκα εγώ ήταν πενήντα χρονών. […] Η μητέρα μου ήταν μια εύσωμη Ρωσίδα, διπλωματούχος νοσοκόμα, της οποίας η οικογένεια είχε γερμανική καταγωγή». [ο Ελρόυ σε συνέντευξη στο Παρίσι το 1988] «Οι γονείς μου χώρισαν το ’54 [όταν ο Τζέημς ήταν επτά ετών]. Του γέρου μου του άρεσαν οι γυναίκες. Της μάνας μου το αλκοόλ και οι άντρες. Η συζυγική ζωή δεν τους ταίριαζε. Και οι δύο είχαν πολύ έντονες σεξουαλικές παρορμήσεις… Άλλα Σαββατοκύριακα τα περνούσα με τη μάνα μου κι άλλα με τον πατέρα μου.» [Πέρασαν με τον πατέρα του εκείνο το Σαββατόβραδο με δύο διπλές κινηματογραφικές προβολές, μποξ στην TV και τσίζμπουργκερ. Ο πατέρας του την άλλη μέρα τον έβαλε σε ταξί για να γυρίσει στη μητέρα του που έμενε στο Ελ Μόντε, δεκαπέντε μίλια ανατολικά του Λος Άντζελες].

»Το ταξί με αφήνει στο σπίτι. Η μπροστινή αυλή είναι γεμάτη μπάτσους. Μυρίζομαι αμέσως ότι η μητέρα μου είναι νεκρή. [ Ένας φωτορεπόρτερ τον απαθανατίζει , θαρρείς για να παγώσει το γεγονός στο χρόνο και στη μνήμη του δεκάχρονου αγοριού που θα το συνοδεύει εφ’ όρου ζωής].

»[…] Το πτώμα της βρέθηκε πεταμένο σε κάτι θάμνους. […]

»Είχε στραγγαλιστεί. Ήταν γυμνή, τυλιγμένη σ’ ένα παλτό, με μια κάλτσα της δεμένη στο λαιμό της. Είχε ξεσκίσει με τα νύχια της τον άντρα που την δολοφόνησε. Ο φόνος δεν εξιχνιάστηκε ποτέ».

Τα χρόνια της αλητείας

 

Έτσι άρχισε η ζωή του δεκάχρονου αγοριού που μετά την τραγική απώλεια της μητέρας του έζησε κάποια από τα επόμενα εφηβικά του χρόνια με τον πατέρα του που ήταν όμως απών από το σπίτι γιατί δούλευε όλη μέρα.

Ο νεαρός πια Τζέημς, πριν ακόμη αποκτήσει το επώνυμο με το οποίο τον αναγνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή πριν γίνει αυτό που ήθελε να γίνει: συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, αλήτευε, έκανε μικροκλοπές, εθίστηκε στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά , έμπαινε στα σπίτια για να νιώσει την ασφάλεια της οικογενειακής εστίας, μύριζε κι έκλεβε ασπρόρουχα για τον ίδιο λόγο, έκλεβε για να νιώσει τη διέγερση που του πρόσφερε η παράνομη πράξη και μπαινόβγαινε στις φυλακές, όπου έμενε συνήθως  εξήντα μέρες για να συνεχίσει βγαίνοντας το ίδιο βιολί. Παραλίγο γλύτωσε το βιασμό από τους παλιούς.

Όταν πια έχασε και τον πατέρα του κι έμεινε ολομόναχος στον άξενο αυτόν κόσμο με τα σκοτάδια του να τον κυνηγούν έκανε πιο συστηματικά κάτι που τον έσωσε και που συνήθιζε από νωρίς παράλληλα με τον παραβατικό  του βίο: διάβαζε με μανία. Έγινε βιβλιοφάγος κι άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει. [«Ήμουνα 10 χρονών, περνούσα τον καιρό μου διαβάζοντας κι είχα εμμονή με το σεξ»]

Ο μικρός που μεγάλωσε «πριν από τον καιρό του» επέδειξε ισχυρή θέληση έκοψε τις ολέθριες και καταστροφικές εξαρτήσεις του κι άρχισε να γράφει. Ήξερε, την είχε μάθει πια τη σοβαρότητα αυτού του ρήματος διαβάζοντας, και είχε στο νου του πως έπρεπε να πετύχει. Δεν είχε άλλα περιθώρια, άλλες εναλλακτικές. Το ρεμάλι  μεταμορφώθηκε σε συγγραφέα.

[«Δεν ήμουν ένα χαμένο κορμί που το έπαιζε συγγραφέας. Ήμουν ένας συγγραφέας που το έπαιζε χαμένο κορμί»]

Η «Μαύρη Ντάλια»

 

Ο Ρέημοντ Τσάντλερ είχε γράψει το σενάριο της ταινίας «Μπλε Ντάλια». Πάνω σ’ αυτό γυρίστηκε το 1946 η ομώνυμη ταινία. Η «Μπλε Ντάλια» είναι μπαρ, όπου συμβαίνει ένας ανεξιχνίαστος φόνος, ενώ η «Μαύρη Ντάλια» είναι η δολοφονημένη μητέρα του Ελρόυ που την μυθοποίησε στο πολύκροτο ομώνυμο μυθιστόρημά του. Η «Μαύρη Ντάλια» κυκλοφόρησε το  1987. Στην αφιέρωση ο Ελρόυ γράφει: «Μητέρα: Εικοσιεννέα χρόνια αργότερα, αυτός ο Αιματοβαμμένος Αποχαιρετισμός».

Ο ίδιος την αποχαιρετά ξανά με τον δικό του πολύ προσωπικό και συναισθηματικό τρόπο, αλλά και με την απόσταση που επιβάλλει η ματιά του συγγραφέα που μυθοποιεί ένα τόσο τραυματικό γεγονός: «Χάθηκες ένα άθλιο Σαββατόβραδο. Πέθανες βλακωδώς, άγρια, δίχως τα μέσα να υπερασπιστείς την πολύτιμη ζωή σου.

Η φυγή σου σε αναζήτηση ασφάλειας ήταν απλώς μια σύντομη αναβολή. Με έφερες στην κρυψώνα σου για γούρι. Απέτυχα να σου φέρω τύχη – έτσι τώρα γίνομαι μάρτυρας υπεράσπισής σου.

Ο θάνατός σου καθόρισε τη ζωή μου. Θέλω να βρω την αγάπη που δεν είχαμε ποτέ και να την εξηγήσω για χάρη σου. Θέλω να μιλήσω δημόσια για τα μυστικά σου. Θέλω να εκμηδενίσω την απόσταση που μας χωρίζει. Θέλω να σου δώσω πνοή». 

 

Αυτή η γεμάτη σπαραγμό δήλωση είναι χαρακτηριστική του πως βίωσε την απώλεια της μητέρας του όντας δέκα, είκοσι, σαράντα χρονών – σ’ όλες τις ηλικίες.

«Η μητέρα μου μου αποκάλυψε τη βαθύτερη έννοια του σκοταδιού».

Η μητέρα του όμως είναι και η αιτία που έγινε συγγραφέας.

Η ποιητική της διαστροφής

 

Πριν αισθανθεί έτοιμος να γράψει τη «Μαύρη Ντάλια» γράφει – και καταφέρνει μετά από πολλές προσπάθειες, εισπράττοντας δέκα οχτώ αρνήσεις εκδοτών και ξαναγράφοντας το πρώτο του μυθιστόρημα είκοσι οκτώ φορές – έξι μυθιστορήματα. Τρία πρωτόλεια και μια τριλογία που έχει κεντρικό ήρωα έναν διαταραγμένο ψυχίατρο.

Η «Μαύρη Ντάλια» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της «Τετραλογίας του Λος Άντζελες» [1987-1992] με την οποία, όπως άλλωστε και με την επόμενη, την «Τριλογία του Αμερικανικού υποκόσμου» [1995-2009] κάνει μια ανηλεή κριτική στα αμερικανικά ήθη, όπου όλοι δολοφόνοι, φοροφυγάδες, βιαστές, ψυχασθενείς, διεφθαρμένοι μπάτσοι, πολιτικοί, δικαστές, φύλακες και φυλακισμένοι. παραβάτες και των δέκα εντολών, αλλά και των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων βράζουν στο ίδιο καζάνι. Δεν είναι τυχαία η φράση που δίνει το δικό του συγγραφικό στίγμα: «η αφήγηση είναι η γλώσσα της ηθικής μου».

Με αυτή τη γλώσσα καταφέρνει ένα ισχυρό πλήγμα στην καρδιά του περιβόητου «Αμερικανικού ονείρου». Κάτι που έχουν κάνει ο καθένας με τη δική του ‘’γλώσσα’’ οι περισσότεροι μεταπολεμικοί αμερικανοί συγγραφείς. Αλλά το πλήγμα που επιφέρει αυτός δε μοιάζει ούτε με του Χάμμετ, ούτε με του Τενεσσή Ουίλλιαμς, ούτε με του Άρθουρ Μίλερ, ούτε με του Νταίηβιντ  Μάμετ για να πάρουμε τέσσερεις χαρακτηριστικές και διαφορετικές μεταξύ τους περιπτώσεις.

 

Ο Ελρόυ καθιερώνεται γρήγορα αν και άρχισε σχετικά αργά στα τράντα τρία του χρόνια κυρίως με την «Τετραλογία του Λος Άντζελες» όπου ανατέμνει  με τον πιο βίαιο τρόπο την βαρβαρότητα που θάλλει μέσα σε μια παρακμασμένη, μισαλλόδοξη, άκρως ρατσιστική κοινωνία.

Πολλά έργα του από όλες τις συγγραφικές του περιόδους  έγιναν ταινίες.

Ο μελετητής του αστυνομικού μυθιστορήματος, μεταφραστής μεταξύ άλλων και του Ελρόυ και συγγραφέας γράφει: «ο αφηγηματικός παροξυσμός του Χάμμετ της δεκαετίας του ’30, που έφερε στο φως μια ορισμένη φιλοσοφική, ηθική και ερωτική παραδοξολογία μυθοποιώντας το επάγγελμα του ιδιωτικού ντεντέκτιβ, με τον Ελρόυ δίνει τη θέση της σε μια ιδιόμορφη ποιητική της διαστροφής με όχημα το αστυνομικό μυθιστόρημα, συνδυάζοντας έντεχνα την ιστορία του εγκλήματος και της πολιτικής με την ‘αποκαλυπτική’ εκμετάλλευση ενός προσωπικού ρομάντσου». Εννοώντας την ιστορία της «Μαύρης Ντάλιας», την οποία ο Ελρόυ αναμιγνύει μ’ εκείνη της δολοφονίας της Μπέτυ Σορτ το 1947, επίσης ανεξιχνίαστης, από την οποία δανείστηκε και το προσωνύμιο επειδή φορούσε πάντα μαύρα και γράφει στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της ατίθασης εφηβείας του με τίτλο «Τα σκοτάδια μου» [2015]:

«Η Ελίζαμπεθ Σορτ ήταν κομμένη στα δύο στη μέση. Ο δολοφόνος έπλυνε το σώμα της και την άφησε γυμνή. Την άφησε λίγα εκατοστά από την άκρη του πεζοδρομίου με τα πόδια ανοιχτά.

Τη βασάνιζε επί μέρες. Τη χτυπούσε και τη χάραζε μ’ ένα αιχμηρό μαχαίρι. Έσβηνε τσιγάρα στα στήθη της και την έκοψε από τις άκρες του στόματός της μέχρι τα αυτιά.

Υπέφερε τρομακτικά. […] Ο δολοφόνος ανακατένειμε τα εσωτερικά της όργανα μετά θάνατον. Ο φόνος ήταν μια καθαρή παράνοια μισογυνισμού – και γι αυτό ανοιχτός σε δυσερμηνείες.

Η Μπέτυ Σορτ πέθανε εικοσιδύο ετών… Το παρατσούκλι τη μηδένισε και τη διέβαλε – τη μετέτρεψε σε αγία κόρη και τσούλα ταυτόχρονα».

Στα εξηνταεπτά του ο Ελρόυ επιμένει να αναμοχλεύει την ιστορία της πληγής που δε λέει να επουλωθεί όσο κι αν προσπαθεί να τη θεραπεύσει με την αφήγηση και την επαναφήγηση. Μοιάζει με τον λαβωμένο που δε θέλει θαρρείς να θεραπευτεί.

Στο «Μεγάλο Πουθενά» που φέρνει στο νου πάλι μια απουσία, μια έλλειψη  γράφει:

«Ο Ντάννυ Άπσω σκέφτηκε τον δολοφόνο, σκέφτηκε ότι δολοφονούσε επειδή κάποιος τον είχε κάνει αυτό που ήταν ο ίδιος».

Τα τέσσερα πολυσέλιδα μυθιστορήματα της τετραλογίας του που ο Ελρόυ έγραψε μέσα σε μια πενταετία έχουν τουλάχιστον ένα κοινό άξονα το Λος Άντζελες, αλλά κι ακόμη ένα το στακάτο ύφος του ντοκουμέντου και φυσικά τη διαστροφή την ηδονοβλεψία και τη ακραία βία και μπορούν κάλλιστα να διαβαστούν σαν τα τέσσερα κεφάλαια ενός ενιαίου έργου.

 

Επήρειες και συμβολές

 

Η μεγάλη αγάπη του Ελρόυ ήταν πρώτα ο Τσάντλερ μέχρι που ανακάλυψε τον Χάμμετ και τον «Κόκκινο Θερισμό» που τον εντυπωσίασε περισσότερο ίσως κι από το αριστούργημά του την «Κατάρα των Ντέην». Αν και φέρνει στο νου, όσον αφορά τον απόλυτο τρόμο και την ακραία βαναυσότητα, το «Ο φονιάς μέσα μου» του Τζιμ Τόμσον που πάλι έχει να κάνει με την άγρια δολοφονία μιας γυναίκας.

 

Αν ο Πόε κι ο Κόναν Ντόυλ κινούνταν σε ρομαντικά πλαίσια, το σύγχρονο νουάρ με τους Χάμμετ και Τσάντλερ – που προσπέρασαν την Κρίστι και την ιστορία της εξονυχιστικής έρευνας που συνδέει τα κομμάτια ενός σκόρπιου παζλ- κινούνται ανάμεσα στο ρεαλισμό και το νατουραλισμό.

Ο Ελρόυ συνεχιστής αλλά και ανακαινιστής του νουάρ δημιουργεί το πιο βίαιο έπος της διαφθοράς, του κυνισμού, της πρόκλησης και της βαναυσότητας αποκαλύπτοντας το πρόσωπο του Κακού. Ο Ελρόυ είναι πεσιμιστής. Οι ιστορίες του τοποθετούν την Ανθρώπινη Μοίρα στο κέντρο μιας παρακμασμένης εποχής. Ταυτόχρονα είναι ένας moralist που δεν έχει όμως αυταπάτες.

Τέλος κάποιος που φαίνεται να γνώρισε το κρυμμένο πίσω από τον κυνισμό και την προκλητικότητα πρόσωπό του ισχυρίζεται πως όταν του έδειχναν αγάπη την ανταπέδιδε στο εκατονταπλάσιο – ακριβώς επειδή του είχε λείψει τόσο.

Σημείωση:
Εκτός φυσικά από τα ίδια τα έργα του για το παραπάνω πορτραίτο χρησιμοποιήθηκαν:
-Ένα φυλλάδιο που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις που εξέδωσαν αρχικά το σύνολο σχεδόν του έργου του που πλέον είναι εξαντλημένο- και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος,- ολόκληρο σε μετάφραση του Ανδρέα Αποστολίδη με τίτλο: ‘’JAMES ELLROY στις Εκδόσεις Αγρα’’ που περιέχει συνεντεύξεις του,
– και κυρίως δύο εκτενή κείμενα για τον Ελρόυ από τον τόμο: Ανδρέας Αποστολίδης, Τα πολλά πρόσωπα του Αστυνομικού Μυθιστορήματος, εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2ΟΟ9.
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.